Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ, ο Πρώτος μετά τον Ένα. Μέρος 1ο

«Ο Εαυτός είναι ένας κύκλος που το κέντρο του είναι παντού και η περιφέρειά του πουθενά» Κ. Γκ. Γιουνγκ

Καρλ Γιούνγκ ο πατέρας των Αρχετύπων, ο μεγαλύτερος Ψυχαναλυτής μετά τον Φρόιντ

Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (C. G. Jung) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ψυχιάτρους και ψυχαναλυτές όλων των εποχών. Η Ψυχαναλυτική κοινότητα τον ονόμαζε κάτι αντίστοιχο με τον απόστολο Παύλο σε σύγκριση με τον Ιησού, δηλαδή τον πατέρα της ψυχανάλυσης Φρόιντ, «ήταν ο πρώτος μετά τον Ένα». Πέραν τούτου ήταν ένας από τους σπουδαιότερους στοχαστές αυτού του αιώνα. Την αιτία για το άρθρο αυτό μας την έδωσε το site: http://www.schizas.com/ οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τους επιμελητές του άρθρου και να προσθέσουμε ότι όπου υπάρχουν τα αρχικά Σ.γ.: υποδηλούνται σχόλια δικά μας και προέκταση όσο και ανάλυση των αρχών και θέσεων του παιδιόθεν αγαπημένου μας ψυχαναλυτή Κάρολου Γουσταύου Γιούνγκ ενός εκ των πατέρων και θεμελιωτών της ψυχανάλυσης.

Η βαθύτερη επιθυμία του Γιούνγκ ήταν να καθιερώσει τον διάλογο ανάμεσα στο άτομο και το σύμπαν, χωρίς να καταστρέψει την ιδέα της προσωπικότητας ή του Εγώ. Ήταν ιδιαίτερη η ικανότητά του να γεφυρώνει το υφιστάμενο χάσμα ανάμεσα σε φαινομενικά αντίθετες απόψεις. Στον πυρήνα της ψυχής, η ισορροπία των αντίθετων δυνάμεων κατά τον Ελβετό ψυχολόγο, γόνο πάστορα, διαμορφώνει ένα ολοκληρωμένο δίχως νευρώσεις άτομο. Ο απαραίτητος μηχανισμός για την εναρμόνιση των φαινομενικά αντιθέτων δυνάμεων γεφυρώνεται μέσω του μηχανισμού της Τριάδας, ο οποίος

Η Αρχέτυπη και θεμελιώδης αρχή της Τριάδας

οδηγεί στην ψυχική εξέλιξη του ανθρώπου και τη διαφοροποίησή του από το ζωικό βασίλειο[1] Ο Γιουνγκ πήρε την ψυχολογία και την Ψυχανάλυση από το ιατρικό και ψυχοκοινωνικό της περιβάλλον και την οδήγησε στους κόσμους της θρησκείας, της ιστορίας, της ανθρωπολογίας και της φιλοσοφίας[2].

Δημιούργησε δικές του νέες θεωρίες, στηριγμένες σε παρατηρήσεις παρά σε σχόλια ή προηγούμενες θεωρίες και αυτό γιατί επιθυμούσε η θεώρησή του για τον κόσμο να έχει παγκόσμια εφαρμογή. Στην πραγματικότητα εισήγαγε μια νέα φιλοσοφική θεώρηση στηριγμένη σε τρεις άξονες: α): Αρχικά απέδειξε την ανικανότητα οποιασδήποτε έρευνας για την αναζήτηση της αλήθειας, εφόσον αγνοεί συστηματικά κάποια τμήματα της ανθρώπινης εμπειρίας. 

β): Κατόπιν, επέμεινε ιδιαίτερα στην άμεση συμμετοχή της ανθρώπινης συνείδησης στην εμπειρία του σύμπαντος μέσω της εσωστρέφειας, της διαίσθησης και των αρχετύπων

γ): Τέλος, αναγνώρισε το συναίσθημα ως ίσης σπουδαιότητας προς τη σκέψη. (Σ.γ.:Αυτό πολύ νωρίτερα από την εισαγωγή της θεωρίας του Daniel Goleman “περί συναισθηματικής νοημοσύνης” και τη δική μας άποψη για τη σημασία και αναγκαιότητα της συναισθηματικής αφομοίωσης για την θεραπεία και την ουσιαστική μεταβολή του προσώπου).

Ο Δάσκαλος Γιουνγκ

O Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ υπήρξε δάσκαλος της εποχής του, ένας μέντορας με μεγάλη επιρροή επάνω στους ανθρώπους, παράγοντας ένα ρεύμα σκέψης και πράξης που επηρέασε όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και την Αμερική και ένα μεγάλο μέρος της Ασίας. Υπήρξε πολυδιάστατο άτομο με αυθεντική έλξη προς κάθε άλλη σκεπτόμενη προσωπικότητα και ειδικά προς όσους είχαν ανοιχτό μυαλό και καρδιά στα εσωτερικά ρεύματα της ανθρώπινης φυλής, γι’ αυτό και προσεγγίστηκε από όλους τους σύγχρονούς του αναζητητές σε κάθε τομέα ανάλυσης. Αφιέρωσε τον εαυτό του τόσο στις εσωτερικές εμπειρίες όσο και στα εξωτερικά φαινόμενα που για αυτόν σχημάτιζαν μια αρμονική ενότητα. Έβρισκε νόημα τόσο στο ορατό όσο και στο αόρατο, τόσο στα σημαντικά όσο και στα κοινά συμβάντα.

Εκτός από την γνωστή του εικόνα ως ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή είχε αφιερώσει μελέτες χρόνων στον συμβολισμό και την ερμηνεία των Συμβόλων. Παραμερίζοντας τον ρόλο του ως διδάσκαλος και θεραπευτής, υποτάχθηκε ως απλός μαθητής στις μορφές του ασυνείδητου κόσμου του. Έμαθε να κατανοεί τη γλώσσα των αρχαίων μύθων και τις ιστορίες που δίδαξαν την ανθρωπότητα από τη μακρινή αρχαιότητα, πολύ πριν γεννηθεί ο ίδιος[3].Ήταν ύπαρξη γεμάτη χιούμορ και ευγένεια αλλά με έντονη ευαισθησία και εσωστρέφεια, εξέπεμπε σε κάθε του δραστηριότητα την απελευθερωτική ανάσα της γνήσιας δημιουργικότητας. Ήταν ένας άνθρωπος με τρομερά αποφασιστικό χαρακτήρα. Ζύγιζε το κάθε πρόβλημα με ακρίβεια χωρίς βιασύνη. Οι χειρονομίες και τα λόγια του ήταν επιβλητικά και κομψά, αλλά από κάτω υπέβοσκε ένας πύρινος ενθουσιασμός για όλα όσα έκανε, που τον ακολούθησε σε όλη τη ζωή του. Ενθουσιαζόταν με τα νέα κείμενα που δημοσιεύονταν για την ψυχολογία, με τα βιβλία που διάβαζε, με τους διαλόγους που είχε με τους φίλους του [4]. Διέθετε διαπεραστική ματιά με έντονο το στοιχείο της παρατηρητικότητας, ενώ έδειχνε να βλέπει πέρα από τον χρόνο. Ποτέ δε δίστασε να αναγνωρίσει ανεξήγητα γεγονότα, στα οποία ανήκαν και τα συγχρονιστικά φαινόμενα[5] Έλεγε πως, «η παράλογη πληρότητα της ζωής με δίδαξε ποτέ να μην απορρίπτω τίποτε, ακόμη και αν αντιβαίνει όλες μας τις θεωρίες ή δεν επιδέχεται κάποια άμεση ερμηνεία. Είναι οπωσδήποτε ανησυχητικό να είναι κανείς αβέβαιος για το δρόμο που δείχνει η πυξίδα. Όμως η ασφάλεια, η βεβαιότητα και η ηρεμία δεν οδηγούν σε ανακαλύψεις». 

Τα έργα του ηχούν μια χαρακτηριστική νότα, αφορούν στο άγνωστο, το ασυνείδητο, το ασαφές, εκείνο που προσθέτει μια άλλη διάσταση στο συνειδητό κόσμο του ατόμου και της σύγχρονης ιστορίας. Διαισθάνθηκε πως η ελπίδα για εξέλιξη της ανθρωπότητας βρίσκεται στη διεύρυνση της συνείδησης, μέσω της διαδικασίας της εξατομίκευσης, που είναι και πυρήνας του έργου του, σαν ένα ισχυρό μήνυμα προς όλο τον κόσμο[6].

Αντιμετώπιζε τους ασθενείς με κατανόηση όπως κάθε ανθρώπινο ον αντιμετωπίζει ένα άλλο. Η ψυχανάλυσή του ήταν ένας διάλογος που απαιτούσε δύο συνεργάτες όπου ψυχαναλυτής και ασθενής κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, πρόσωπο με πρόσωπο[7] Η ψυχική αλληλεπίδραση του ασθενή και του αναλυτή έπαιζε σημαντικό ρόλο ώστε να συνδημιουργήσουν και να ανακαλύψουν τον εαυτό τους μέσα από τη διαδικασία της εξατομίκευσης. 
Ο Δυτικός και ο Ανατολικός Άνθρωπος.

Ο Γιουνγκ θεωρούσε τον εαυτό του γνήσιο προϊόν της χριστιανικής Δύσης. Για αυτό, άλλωστε, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ινδία, μια που θεωρούσε πως ο Ινδός δεν σκέφτεται με τον τρόπο του δυτικού ανθρώπου. Ανέλυε πως ο Ινδός αντιλαμβάνεται μία σκέψη. Και με αυτόν τον τρόπο μπορεί και προσεγγίζει πρωτόγονους τρόπους σκέψης, πρωτόγονες μεθόδους παραγωγής σκέψεων.

Σ.γ: Για μας το ίδιο ισχύει και για τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Ο δυτικός τρόπος σκέψης διαφέρει κατά πολύ από τον διαμορφωμένο μέσα από τον ελληνορωμαϊκό, και ισλαμοανατολικό τρόπο ζωής και τον πολιτισμικό τύπο διαμόρφωσης του ελληνικού χαρακτήρα.

 Για τον Γιουνγκ η Ινδία αντιπροσώπευε τον άλλο δρόμο εκπολιτισμού του ανθρώπου, χωρίς την καταπίεση και τη βία που αναπτύσσει ο δυτικός ορθολογισμός[8].

Έλεγε πως, το να κάνουμε τον άνθρωπο να αντιληφθεί τη συνειδητή του πλευρά δεν είναι ούτε ο ιδεώδης, ούτε ο μοναδικός τρόπος για να τον εκπολιτίσουμε. Μία πολύ καλή προσέγγιση θα ήταν να θεωρήσουμε τον άνθρωπο σαν ένα ΟΛΟ (σ.γ.: Συνειδητό και Ασυνείδητο), αντί να σκεφτόμαστε μονάχα τα διάφορα μέρη του. Το ζητούμενο είναι να σταματήσουμε τη μοιραία διάσπαση που υφίσταται ανάμεσα στην ανώτερη και κατώτερη φύση του. Πρέπει να ενώσουμε τον συνειδητό άνθρωπο με τον πρωτόγονο[9]. Σ.γ.: Η παλαμική (από τον Πατέρα της Εκκλησίας Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά) αντίληψη ζωής που καθαγιάζει το σώμα, τις ενστικτώδεις διεργασίες ή επιθυμητό, όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το καθορίζει και το συναισθηματικό κομμάτι του ανθρώπου μαζί με τη σκέψη συμφωνεί με αυτή την άκρως προωθημένη αντίληψη του Κάρλ Γιούνγκ.

«Ο δυτικός άνθρωπος», έλεγε ο Γιούνγκ, «βίωσε έναν χωρισμό ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο τμήμα της προσωπικότητάς του και διχάστηκε. Σαν αποτέλεσμα ανέπτυξε μεγάλη πειθαρχία, οργάνωση και ορθολογισμό καταπιέζοντας την ασυνείδητη προσωπικότητά του μη μπορώντας να κατανοήσει ή να εκτιμήσει την παιδεία και τον πολιτισμό του πρωτόγονου. Μάλιστα όσο περισσότερο επιτυχημένοι γινόμαστε στην επιστήμη και την τεχνολογία, τόσο περισσότερο διαβολικές γίνονται οι χρήσεις των εφευρέσεων και των ανακαλύψεών μας»[10].

Εξέλιξη, Εμπειρισμός και η Μελέτη της Νεύρωσης .

Θεωρούσε πως η μεγαλύτερη επίτευξη για έναν άνθρωπο είναι η εξέλιξη της προσωπικότητας, η αύξηση της συνειδητότητας, η εναρμόνιση του συνειδητού με τις δημιουργικές δυνάμεις του ασυνείδητου, με άλλα λόγια, η εξατομίκευση ως ύψιστο αγαθό. Έβλεπε τον άνθρωπο ως σύνολο, με υπαρκτό συναισθηματικό κόσμο και ψυχή, αποτελούμενο από το σώμα, το νου και την ψυχή. Ανέλυε την ανθρώπινη ψυχή με πνευματικό τρόπο και ήταν στιγμές που αναρωτιόταν με αγωνία «Ψυχή μου, ψυχή μου, πού είσαι», όπως τουλάχιστον καταγράφεται στο περίφημο Κόκκινο Βιβλίο[11].

Η βασική του επιστημονική αφετηρία ήταν ο εμπειρισμός[12]. Τα αποτελέσματα των μελετών του προέρχονταν από την προσεκτική παρατήρηση των ψυχικών περιεχομένων που ο ίδιος ανέφερε ως «γεγονότα». Θεωρούσε πως η ψυχή είναι τμήμα της φύσης και την έβλεπε όπως έβλεπε και τη φύση. Όριζε συνειδητά τον εαυτό του ως ερευνητή εκείνου που μπορούσε να ερευνηθεί, των περιεχομένων της ψυχής, των πανίσχυρων «γεγονότων». Κατά το διάστημα της πειραματικής ψυχοπαθολογίας στην Ψυχιατρική Κλινική, εκείνο που τον είχε απορροφήσει ιδιαίτερα ήταν η έρευνα για το νόημα της ψυχωσικής συμπεριφοράς και λόγου, καθώς ήθελε να ερευνήσει σε βάθος τις ψυχολογικές όψεις της ψυχωτικής συμπεριφοράς, αλλά και να αντιμετωπίσει τη δική του ψυχολογική κρίση. Θεωρούσε πως στην ψύχωση βρίσκεται κρυμμένο ένα κομμάτι ακαλλιέργητης προσωπικότητας, ένα πολύτιμο τμήμα της ψυχής που παραμένει απωθημένο, ανάμεσα σε έντονες εσωτερικές συγκρούσεις αντιτιθέμενων δυνάμεων [[13].

Μετά από την κλινική έρευνα χρόνων οδηγήθηκε σε μια περιπλάνηση στον κόσμο, σε περιπετειώδη ταξίδια στη Βόρεια Αφρική, στην έρημο Σαχάρα, στους Ινδιάνους Πουέμπλο, στην Κένυα, στην Ουγκάντα, στην Ινδία αλλά και στην Ευρώπη. Μέσω της παρατήρησης προσπάθησε να αντιληφθεί αντικειμενικότερα την ψυχή των άλλων ανθρώπων. Εάν η ασθένεια είναι στην πραγματικότητα μία διχασμένη ή ατελής κατάσταση και η υγεία είναι μια ολότητα, τότε η θεραπεία του Γιούνγκ για τον ψυχικά άρρωστο είναι μία προσπάθεια να φέρει στο προσκήνιο, ψευδαισθητικά φαντάσματα και σκιές από το παρελθόν του ασθενή, όλα αυτά που αποκαλούμε συμπλέγματα, ώστε να εκτεθούν στο φως και να αφοπλιστούν, παράγοντας μια νέα αίσθηση της πραγματικότητας ή του Εαυτού[14].

Όσο για τον Εαυτό, ο Γιούνγκ θεωρούσε ότι είναι ένα ιδεώδες κέντρο, σε ίση απόσταση τόσο από το Εγώ όσο και από το Ασυνείδητο και μάλλον είναι ισοδύναμο με τη μέγιστη φυσική έκφραση της ατομικότητας, σε μία κατάσταση πληρότητας ή ολότητας. Όπως επιδιώκει να εκφραστεί η φύση, το ίδιο και ο άνθρωπος, ο Εαυτός, είναι εκείνο το όνειρο της ολότητας[15].

Θεωρούσε, επίσης, ότι η μόνη ασφαλής οδός για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων είναι η επίλυση των αντίστοιχων καταστάσεων μέσα μας και η συνειδητοποίηση του εσωτερικού νοήματος της ιστορίας. Όσο τα άτομα δεν αποκτούν «Εαυτό» μέσω της εξατομίκευσης (σ.γ.: και της αυτοσυνειδησίας), τότε η κοινωνία την οποία συγκροτούν θα είναι ένα απλό άθροισμα πολλών «εγώ», έρμαιο στην εκάστοτε ψυχική επιδημία των καιρών, σε πλήρη αδυναμία να εκφράσει την εσωτερική δυναμική της αλλαγής[16].

Σ.γ.: Ο άνθρωπος μέσα από την ψυχανάλυση τόσων ανθρώπων και την φοβερή του εμπειρία, τα είπε όλα. Όλες οι Επαναστάσεις που έχουν γίνει και όσες θα γίνουν στο μέλλον είναι καταδικασμένες σε αποτυχία όσο οι άνθρωποι που επαναστατούν δεν είναι ο εαυτός τους, δεν είναι ο εαυτός τους, δεν είναι αυτοσυνειδητοποιημένοι, αλλά αποτελούν έρμαιο στην εκάστοτε ψυχική επιδημία, κρίση, ταξική σύγκρουση, πόλεμο, όπου τους κατευθύνει ο γόητας ηγέτης, το αλαζονικό ον που προΐσταται ή η ηγετική ομάδα που υποτίθεται ότι παίζει την ηγέτιδα αρχή και στην οποία το σύνολο των μαζοποιημένων δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη και τυφλή υπακοή. Έτσι ερμηνεύονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα και σφαγές στην ανθρώπινη ιστορία. Ο μαζοπολτός υπακούει ενστικτώδικα, χωρίς να σκέπτεται ή να συνειδητοποιεί ότι χειραγωγείται από την ηγέτιδα ομάδα και δεν αντιλαμβάνεται ότι η ανατροπή του κατεστημένου π.χ. της φεουδαρχίας από τους αστούς, η συντριβή του αστικού κράτους από την κομμουνιστική βίαιη κόκκινη επανάσταση  γίνεται μόνο για να ωφελήσει την ηγέτιδα ομάδα κι όχι τον λαό ή τους λαούς. Αυτή αποτελούν την κρίσιμη μάζα, τη δύναμη για να αλλάξει η παλιά ηγεσία με μια σχεδόν παρόμοια καινούργια. Μια ηγεσία που θα συμπεριφέρεται στους πολλούς, τους φτωχούς και αδύναμους, ακριβώς όπως η προηγούμενη που ανατράπηκε. Μια ηγεσία που θα φτιάξει τη δική της άρχουσα τάξη ή ολιγαρχία, είτε αστική τάξη αποκαλείται αυτή, είτε μαρξιστική νομενκλατούρα, είτε επιχειρηματική-τραπεζική ολιγαρχία, στη σημερινή συγκυρία. Έτσι η νέα άρχουσα ολιγαρχία καταπιέζει το λαό και στις σημερινές συνθήκες επί της παγκοσμιοποίησης τους λαούς και τα εθνικά κράτη χρησιμοποιώντας τους σαν χρηστικά αντικείμενα, σαν άθροισμα εκμεταλλεύσιμων βιολογικών μονάδων προορισμένων για την κατανάλωση υποπροϊόντων των πολυεθνικών. Γενικό συμπέρασμα: Κατά τον Γιούνγκ, άλλος τρόπος για να σταματήσει η διαρκής θυματοποίηση κι εκμετάλλευση των μαζών δεν υπάρχει από την απόκτηση συνειδητοποιημένου Εαυτού, την κατάκτηση αντικειμενικής γνώσης της ατομικότητας όσο και του εσωτερικευμένου ατομικού και συλλογικού ασυνειδήτου μας και των Αρχετύπων που κατευθύνουν το εγώ όσο και το Έθνος στο οποίο ανήκουμε. Έτσι επιτυγχάνεται η συνειδητοποίηση του εσωτερικού νοήματος της ιστορίας και μόνον έτσι τα άτομα και οι λαοί θα παύσουν να γίνονται αθύρματα, θύματα και αντικείμενα εκμετάλλευσης της οποιαδήποτε ιδεολογίας και πολιτικής θεωρίας.

ΠαραπομπέςΣημειώσεις

[1] Brabazon, Michael (2002), Carl Jung and the Trinitarian Self, Quodlibet Journal. Volume 4 Number 2-3, (Summer). 
[2] Clough, William R. (2003), Jung and philosophy, School of Psychology and Behavioral Sciences, Argosy University. 
[3] Staude John-Raphael (2014). The Adult Development of C.G. Jung (RLE: Jung), Oxford: Routledge, σ. 39.
[4] Young-Eisendrath, Polly & Terence Dawson (2008), The Cambridge Companion to Jung. Cambridge: Cambridge University Press. σ. 23. 
[5] Cooper-White, Pamela (2006). Many Voices: Pastoral Psychotherapy in Relational and Theological Perspective, Minneapolis: Fortress Press, σ. 27. 
[6] Young-Eisendrath, Polly & Terence Dawson (2008), σ. 301. 
[7] Jung, C.G. (2014). The Practice of Psychotherapy: Second Edition, Oxford: Routledge, σ. 3. 
[8] Jung, C.G. (2015). Collected Works of C. G. Jung: Second Edition, Oxford: Routledge, σσ. 1011-1012. 
[9] Fike, Matthew A. (2013). The One Mind: C. G. Jung and the Future of Literary Criticism, Oxford: Routledge, σ. 29. 
[10] Jung, C. G., F.C. Hull (ed) (1987) C.G. Jung Speaking, Bollingen Series, Princeton: Princeton University Press, σ. 359. 
[11] Βλ. ανάλυση στο Lance S. Owens (2010) The Hermeneutics of Vision: C. G. Jung and Liber Novus, The Gnostic: A Journal of Gnosticism, Western Esotericism and Spirituality, Issue 3, July, σσ. 23–46, όπου η συγκεκριμένη επίκληση στην ψυχή γίνεται καταγραφή στο ημερολόγιό του και ταυτόχρονα η αρχή μιας μεγάλης αναζήτησης. Επίσης, Jung, C. G. (2009). The Red Book (Liber Novus) (trans Sonu Shamdasani, Mark Kyburz and John Peck), N.Y.: W. W. Norton & Company, σ. 232 i. 
[12] Weisstub, Eli B. (1997). Archetype and relation in Religious Experience. In Mattoon, Mary Ann (ed),Zürich 95, Open Questions in Analytical Psychology: Proceedings of the Thirteenth International Congress for Analytical Psychology, Einsiedeln: Daimon Publishers, σ. 460. 
[13] Killick, Katherine & Joy Schaverien (2013). Art Psychotherapy and Psychosis, Oxford: Routledge, σ. 17. 
[14] Smith, Curtis D. (1990). Jung’s Quest for Wholeness: A Religious and Historical Perspective, Ν.Υ.: State University of New York Press, σ. 34. 
[15] Brooke, Roger. (2015). Jung and Phenomenology, Oxford: Routledge, σ. 100. 
[16] Progoff, Ira (2013). Jung’s Psychology and its Social Meaning: An introductory statement of C G Jung’s psychological theories and a first interpretation of their significance for the social sciences, Oxford: Routledge, σ. 160.

http://www.schizas.com/site3/index.php?option=com_content&view=article&id=58104:karl-gkoystab-gioyngk&catid=39:omorfos-kosmos&Itemid=219#ixzz54cw1nsIy

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.