Η λειτουργία του οργασμού μέσο κυριαρχίας και υποταγής. Μέρος 7ο Κεφάλαιο Γ΄

Η περίοδος της πλατωνικής ωριμότητας όσον αφορά την Ομορφιά

Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να τολμήσει, μεστή και ώριμη πια η Πλατωνική διαλεχτική, ενισχυμένη από τον αντίμαχο και σύμμαχο της μύθο, να αντιμετωπίσει θαρραλέα και αποφασιστικά το βασανιστικό εκείνο ερώτημα: «Τί εστί τό καλόν;» Όταν πια γίνεται συνείδηση βαθιά στον Πλάτωνα, πως χρειαζόμαστε αντικειμενικό και αμετάθετο κριτήριο για την αξιολόγηση του κόσμου και του εαυτού μας, ώστε αποβλέποντας σταθερά σ’ αυτό να κατευθύνουμε τη ζωή μας, κι όταν η συνείδηση τούτη του αποκαλύπτει την αδυναμία του έως τότε στοχασμού των ανθρώπων να βρει το κριτήριο αυτό, ενώ παράλληλα η ακατάπαυστη διαλεχτική του προσπάθεια τον οδηγεί προς την αποκάλυψη του κόσμου των Ιδεών, ακούμε τη θριαμβευτική τετραλογία των έργων της ακμής: Φαίδρου, Φαίδωνα, Συμποσίου, Πολιτείας.

Το κλίμα, όπου μεταφερόμαστε τώρα, είναι διαφορετικό από το προηγούμενο. Βαριά και θερμή ατμόσφαιρα μας περιβάλλει. Τα προβλήματα έχουν βαθύνει και πλατύνει τόσο, που αποτελούν θαρρείς ένα και μόνο, με λογής-λογής όψεις: το πρόβλημα της ζωής ή το πρόβλημα της ουσίας ή το πρόβλημα του αγαθού ή… Εδώ πια τα φαινόμενα δείχνουν όλη την απατηλή τους υπόσταση, όταν αντιπαραταχτούν προς τα όντα μήπως από τα πολλά όμορφα είναι κανένα που δε θα φανερωθεί ποτέ να είναι άσχημο; κι από τα δίκαια να είναι άδικο; κι από τα όσια να είναι ανόσιο; Σίγουρα θα πάρουν τις αντιφατικές τούτες φάσεις, πράμα που σημαίνει πως η απόδοση στα αντικείμενα τέτοιων χαρακτηρισμών είναι συμβατική και αποτείνεται μόνο στα φαινόμενα και ποτέ στην ουσία.

Οι πολλοί άνθρωποι, που είναι άγευστοι από φιλοσοφία και επιστήμη, είναι ανίκανοι να αποχτήσουν «γνώση» για τα όντα.

 

Το επιφαινόμενο της Ομορφιάς

Αρκούνται στα επιφαινόμενα, στην επιπόλαιη αντίληψη περί ομορφιάς, αρκούνται στη θέα και όχι στην ουσία του τι είναι όμορφο. Έτσι… «Οι πιότερες γνώμες των πολλών για την Ομορφιά και για τα άλλα, κυλιούνται κάπου ανάμεσα στο μηδέν και στο πραγματικά όν.»

«Τούτο συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι της επιφάνειας μοιάζουν σαν να κοιμούνται, μια και μέσα στα όμορφα αντικείμενα δε βλέπουν την παρουσία της Ομορφιάς, παρά ταυτίζουν τα ομοιώματα της μ’ εκείνη· όμως της Ομορφιάς της ίδιας τη φύση, αδύνατο να τη δει και να την αγαπήσει η διάνοια τους». Τη μετρούν με βάση τη σοφιστική άποψη του Πρωταγόρα.[1]

Αυτούς λοιπόν μπορούμε να τους ονομάσουμε «φιλόδοξους», σε αντίθεση με τους φιλόσοφους, που αγαπούν το ον στην ουσιαστική και βαθύτερή του υπόσταση.

 Και οι φιλόσοφοι ξέρουν πως η Ομορφιά είναι μοναδική και ενιαία και ανάλλαγη στην ουσία της, και με την παρουσία της μεταλαβαίνουν και αφομοιώνουν την ουσία της τα πολλά όμορφα απ’ αυτήν.

Μόνον η παρουσία της μπορεί να μας προσφέρει λόγο ικανοποιητικό της πολύμορφης εμφάνισης όμορφων πραγμάτων κι έτσι να γαληνέψει ο στοχασμός μας· γιατί με την απόδοση της Ομορφιάς τη μια φορά στο χρώμα του αντικειμένου και την άλλη στο σχήμα του, νιώθει ο φιλόσοφος μια ταραχή, που του γεννά η έλλειψη ακριβώς της ενότητας και της ουσίας που αποζητάει Την ενότητα τούτη τη δίνει στον Πλάτωνα μόνον η Ιδέα, που είναι το υπερβατικό αρχέτυπο του κόσμου, σκοπός και αιτία της ζωής. Σ.γ.: Είναι εκπληκτικό ότι η πλατωνική άποψη συμπίπτει με τη θεωρία των αρχετύπων του Κάρλ Γούσταβ Γιουνγκ αλλά και με το γραφικό  κήπο της Εδέμ όπου τοποθέτησε ο Θεός τον άνθρωπο να τον καλλιεργεί και να τον προσέχει)[2].

Η Ιδέα της Ομορφιάς, δεν είναι δυνατή να σταθεί από μόνη της χωρίς την παντοτινή συνοδό της την Ιδέα του Αγαθού, στέκεται στην κορυφή της κλίμακας που στήνει ο φιλόσοφος για να φτάσει το Είναι του κόσμου. Υπέρλογη και άφατη, θεατή μονάχα για τον διαλεχτικό σε μιαν ευτυχισμένη στιγμή, μόλις τη συγκρατεί ο πλατωνικός λόγος λίγο πριν από τα μυστικά βάθη, όπου θα την τοποθετήσουν οι νεοπλατωνικοί.

Και ενώ για να φτάσουμε στη θέαση της χρειάζεται μια πολύμοχθη και πολύχρονη πορεία, η θέαση αυτή θα πραγματοποιηθεί αιφνίδια, αποκαλυπτικά όταν ξεφύγει από τις γήινες αγκυλώσεις.[3]Οι πατέρες ομιλούν για κάθαρση του πνεύματος, θέαση ή φωτισμό που οδηγεί στην θέωση, τον προορισμό του ανθρώπου να φτάσει την τελειότητα κατ’ απομίμηση του τέλειου Θεού.[4]

Ο λόγος στέκεται ανίκανος, άφωνος, να μεταδώσει την ίδια την ουσία της Ιδέας αυτής της Ομορφιάς, όμως θα πασχίσει να χαράξει τα όρια της και τις ιδιότητες της και να παρακολουθήσει την αντανάκλαση της στον κόσμο των φαινομένων και να δημιουργήσει αυτή η αντανάκλαση τέτοια αντίδραση στον άνθρωπο που να τη θυμάται.

Το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό της ιδέας της Ομορφιάς, όπως όλων των ιδεών, είναι η αιώνια της ύπαρξη· ύπαρξη άναρχη και ατελεύτητη, ανάλλαγη εντελώς. Ακόμα έχει χαρακτήρα ολότελα απόλυτο και ακέραιο, χωρίς την παραμικρή έστω υπόνοια σχετικότητας. Όμως αυτά δεν είναι αρκετά για να καθορίσουν εξαντλητικά την υπόσταση της· δεν έχουμε ξεφύγει ολοκληρωτικά τον κίνδυνο να φανταστούμε την Ομορφιά σαν ένα όμορφο πρόσωπο π.χ. ή μιαν επιστήμη ή τέλος σαν κάτι που βρίσκεται μέσα σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή στη γη ή στον ουρανό.

Αυτό θα ήταν λάθος δικό μας, γιατί η Ομορφιά είναι η ίδια στον εαυτό της, όντας παντοτινά μέσα στην ουσία της με μιαν ενότητα μορφής τέτοια, ώστε, ενώ τα όμορφα, που είναι όμορφα γιατί μετέχουν και μεταλαβαίνουν κι αφομοιώνουν από την ομορφιά, γίνονται και χάνονται, η Ομορφιά η ίδια ούτε λιγοστεύει ούτε περισσεύει ούτε παθαίνει τίποτα.

Αυτής της ιδέας της Ομορφιάς η παρουσία στα πλάσματα του δικού μας ορατού κόσμου γίνεται καταληπτή με την όραση και γεννάει τον έρωτα, με την ανάμνηση της θεϊκιάς εκείνης θέας που θεάστηκε η ψυχή στον υπερουράνιο τόπο.

Η ανάμνηση τούτη γιομίζει χαρά τον εραστή μπροστά στην ομορφιά του αγαπημένου σώματος, ενώ αντίστροφα η απουσία του τον τρελαίνει γεμίζοντας τον οδύνη. Θυμηθείτε τον μύθο του Πυγμαλίωνα ο οποίος ερωτεύτηκε το πανέμορφο άγαλμα της γυναίκας που ονειρεύτηκε και θα τρελαινόταν αν η θεά Αφροδίτη δεν της έδινε ζωή σαν Γαλάτεια και μόνο τότε ο Πυγμαλίων ησύχασε αφού την κατέκτησε. Δηλαδή, είτε έτσι είτε αλλιώς, «αδημονεί τε τη ατοπία τοϋ πάθους καί απορούσα λυττά, καί εμμανής ούσα οϋτε νυκτός δύναται καθεύδειν οϋτε καθ’ ήμέραν ού αν θεϊ μένειν, θεϊ δέ ποθούσα οπού αν οϊηται όψεσθαι τόν έχοντα τό κάλλος».

Πυγμαλίων και Γαλάτεια Πίνακας του Jean Léon Gérome και γλυπτό του Falconet (1763)…

Η τετραλογία τούτη της ακμής του Πλάτωνα μας δίνει την αποκορύφωση της προσπάθειας που αρχίζει στον Ιππία Μ., φτάνοντας στην ολοκλήρωση του στοχασμού του για το πρόβλημα της Ομορφιάς. Οι σκιαγραφίες της νεανικής εκείνης προσπάθειας βρίσκουν τώρα το πλήρωμα τους γεμίζοντας χρώμα και ζωή, μια ζωή τόσο πιο πλούσια, όσο έχει πλουτήνει η Πλατωνική διαλεχτική στα χρόνια που πέρασαν. Η Ομορφιά πάει πια σίγουρα δίπλα στο Αγαθό, έτσι που δυσκολεύεσαι πολύ συχνά να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο· η αναγκαία τους ετερότητα χάνεται, θαρρείς, για μια στιγμή, και μας παρουσιάζεται στο Συμπόσιο, σαν έσχατη συνέπεια της ερωτικής μυσταγωγίας του φιλοσόφου, η θέα της άφατης ιδέας της Ομορφιάς.

Πρώτη αρχή και τελευταία συνέπεια μιας κλιμακωτής διάρθρωσης των ανθρωπίνων αξιών και των φυσικών φαινομένων υψώνεται μπροστά μας, αφετηρία μαζί και σκοπός. Εκείνο που ιδιαίτερα πρέπει να σημειώσουμε είναι η ύπαρξη μιας αντικειμενικής αξίας, κριτηρίου για την πολλότητα της Ομορφιάς στα φαινόμενα. Τούτο αναγκάζει την αναγωγή στην αυτή πηγή για την αξιολόγηση του καθενός όμορφου.

Φύση και Τέχνη υποτάσσονται στην υπέρτατη τούτη Ιδέα, (της Ομορφιάς) για να δεχτούν την κρίση, ανάλογα με τη μετοχή τους σ’ αυτήν ή αντίστροφα, με την παρουσία εκείνης στα δημιουργήματά τους. Εκείνη κρίνει, δεν κρίνεται- τοποθετεί, δεν τοποθετείται· μεταβάλλει, δεν μεταβάλλεται.

Η κατάβαση από το ύψος της Ιδέας στον απτό κόσμο των αισθήσεων, όσο και αν φαίνεται ακατόρθωτη και καταστροφική, ακολουθεί μια συνεπή κλιμάκωση, που προσεχτικά μας κατευθύνει στο επίπεδο των συγκεκριμένων αντικειμένων, που έχει να αντιμετρήσει ο ανθρώπινος στοχασμός. Η Ιδεολογία μας έδωσε το πα στώμεν και την πυξίδα για να προσανατολιστούμε σταθερά και βεβαιωμένα μέσα στο χάος της άτακτης υλικής μας ύπαρξης. Όμως η πορεία μας -και τούτο το ξέρει και δεν το αρνιέται ο Πλάτων- θα διασχίσει ακριβώς αυτό το υλικό, άσταθο, ρευστό και απειλητικό περιβάλλον ή περιβαλλόμενο, που πρέπει να το καταχτήσει, κατανοώντας το και κατατάσσοντάς το.

Αν η Ομορφιά, αιώνια κι ανάλλαγη και υπερκόσμια, στεκόταν εκεί στα ύψη, μη κοινωνώντας με μας με κανένα τρόπο, θα μας ήταν άχρηστη και συνεπώς ασήμαντη. Όμως στη διαμέσου του αισθητού κόσμου πορεία θα αντιληφθούμε την παρουσία της σε όσα μεταλαβαίνουν απ’ αυτήν.

Τούτων την αξιολογική ταξινόμηση απαιτεί ο φιλοσοφικός νους. Δεν είναι αδύνατο, πιστεύει ο Πλάτων, στον κόσμο των αισθήσεων να βρούμε αντικείμενα που μετέχουν τόσο πλούσια στην Ομορφιά, ώστε να είναι πολύ κοντά στην απόλυτη ουσία της, όπως την αντικρίσαμε πρωτύτερα. Η κάθε μας αίσθηση μπορεί να μας προσφέρει μια τέτοια ευτυχισμένη αποκάλυψη. Συχνά μιλούμε για όμορφα χρώματα και σχήματα και μυρωδιές και ήχους, όμως πρέπει να προσέξουμε μην πέσουμε στην κοινή αντίληψη των πολλών για την ομορφιά όλων αυτών. Είμαστε αναγκασμένοι να ξεχωρίσουμε την ομορφιά των ζώων, ακόμα και της ζωγραφικής, που είναι κάτι το περίπλοκο και μεταβλητό και να προχωρήσουμε σε αντικείμενα που κρατούν αναλλοίωτη αυτή την ιδιότητα, σαν μέσα στην ίδια τους την ουσία, χαρίζοντας ακέραια και σίγουρη ηδονή.

Κυριώς τα γεωμετρικά σχήματα, η ευθεία και η καμπύλη βασικά, και τα παράγωγα τους επίπεδα και στερεά, που γίνονται ή με τον τροχό ή με το τρίγωνο και το διαβήτη. Οι απλές και ενιαίες αυτές επιφάνειες και οι σχηματισμένοι όγκοι με την ενότητα της μορφής τους και την απόλυτη ταυτότητα προς τον εαυτό τους, στοιχεία αμετάβλητα στο χρόνο, ασυναγώνιστα κρατούν τα πρωτεία της Ομορφιάς μέσα στον κόσμο των αισθήσεων. Γιατί με την καθαρότητα τους και την ανεπηρέαστη συνοχή τους εμφανίζονται τόσο απόλυτα και ανέγγιχτα, που εύκολα μπορεί να τα σχετίσει κανείς με την Ιδέα που του φέρνουν στη θύμηση περίπλοκο και μεταβλητό, και να προχωρήσουμε σε αντικείμενα που κρατούν αναλλοίωτη αυτή την ιδιότητα, σαν μέσα στην ίδια τους την ουσία, προκαλώντας σίγουρη απερίγραπτη ηδονή, συνυφασμένη με το είναι τους, που δεν κινδυνεύει να καταλήξει στον αντίποδα της, την οδύνη. Σ’ όλα αυτά σίγουρα η Ομορφιά δεν είναι απάτη, παρά βρίσκεται μέσα στην κυριαρχία της αλήθειας.

Στην ίδια αξιολογική σειρά πρέπει να τοποθετήσουμε και τα απλά και καθαρά χρώματα, που είναι ακέραια μέσα στην ουσία τους, χωρίς η παραμικρή ανάμιξη άλλου χρώματος να αλλοιώνει την απόλυτη τούτη ομοιογένεια, που χαρίζει σ’ αυτά την ενότητα της μορφής (μονοειδές).

Και στα σχήματα και στα χρώματα η ποσότητα δεν έχει καμιά εντελώς σημασία για την αισθητική τους εκτίμηση. Το μοναδικό κριτήριο είναι ποιοτικό- είναι η καθαρότητα τους, η παραμονή δηλ. στο είναι τους, η ολοκληρωτική ταυτότητα με την ουσία τους, ή ακόμα η όσο το δυνατό πιο ελάχιστη απόκλιση από την καθαυτότητα της Ιδέας. Τη ζωηρή αγάπη του Πλάτωνα για τα χρώματα θα τη βρούμε ν’ αποκαλύπτεται αλλού. Όμως μπορούμε να σημειώσουμε και εδώ πως η εκτίμηση των σχημάτων και χρωμάτων, ή τουλάχιστο η αδιάκοπη παρουσία του σχήματος και χρώματος σαν πρόβλημα στον Πλατωνικό στοχασμό είναι κάτι που μας το βεβαιώνει πρώτα-πρώτα η συχνή επανάληψη τους. Μα περισσότερο κι από τη θετική επανάληψη, νομίζουμε πως ενισχύει αυτή τη γνώμη μας η άρνηση τους στην περιγραφή του υπερουράνιου τόπου στο Φαίδρο.

Προσδιορίζοντας εκεί αρνητικά την όντος ούσαν ούσίαν, δηλώνει πως δεν έχει μήτε χρώμα μήτε σχήμα μήτε μπορεί κανείς να την εγγίσει. Σ.γ.: τελικά μήπως αναφέρεται διαισθητικά στην αιώνια οντότητα και ουσία της ομορφιάς στην απειρία και την απανταχού παρουσία του τα πάντα πληρούντος Τριαδικού Θεού;

Κι όμως, αυτή η ουσία είναι θεατή στο νου, μας λέει ο Πλάτων, και δε μεταχειρίζεται τη λέξη νοητή, που με περισσότερη συνέπεια θα χρησιμοποιήσουν ακούραστα οι νεοπλατωνικοί συνεχιστές του δρόμου του. Γιατί ο Πλάτων έχει μίαν ανυπόκριτη εκτίμηση για την πολύτιμη αυτή αίσθηση των ματιών, την όραση, ώστε κι όταν την αρνιέται να αποκαλύπτει την ανυπέρβλητη, μα γι’ αυτό γόνιμη, αντινομία του στοχασμού του. Ολόκληρη η παρακάτω έκθεση των Πλατωνικών θέσεων για τις εικαστικές τέχνες θα μπορούσε να παρουσιαστεί στον ψυχρό λογικό μελετητή σαν ανερμήνευτη και ασυγχώρητη αντίφαση· όμως, όποιος ζει την ολοζώντανη και γεμάτη αγωνία προσπάθεια του φιλοσόφου για τη σύλληψη του μεγάλου προβλήματος της Ζωής και για την υποταγή της Ζωής σ’ ένα δεοντολογικό τέλος, θα κατανοήσει και θα εκτιμήσει την αντινομική αυτή τοποθέτηση του, που θέτει από τη μια ένα κριτήριο απρόσβλητο από καθετί που κινείται μέσα στο χώρο σε μια τροχιά χρονική, ενώ σύγχρονα και παράλληλα ζητάει να δικαιώσει τη μέσα σε χώρο και χρόνο ύπαρξη και δημιουργία, θεμελιώνοντας την ακριβώς στο ανάλλαγο και σταθερό τούτο κριτήριο της Ιδέας.

Ας μη παρασυρθούμε και βιαστούμε να εκφέρουμε την αστάθμητη κρίση, πως με την προσπάθεια ολόκληρης ζωής ο μαθητής του Σωκράτη πάσχισε να θέσει τον κόσμο των αισθήσεων βάθρο και στήριγμα για να υψώσει τον Όλυμπο των Ιδεών, αλλά ας κατανοήσουμε πως το διαμετρικά αντίθετο ζήτησε να επιτύχει: να υψώσει τον υλικό συγκεκριμένο κόσμο σ’ ένα τέτοιο υπόβαθρο, που να μη τον αγγίζει κανένας φόβος φθοράς και κατάρρευσης, θνητότητας ή θανάτου..

Η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα στην Πολιτεία, εξηγεί θαυμάσια τα πιο πάνω, αλλά γι’ αυτό θα αναφερθούμε στο 4ο κεφάλαιο της μελέτης μας.

[1] Ο Πρωταγόρας εισήγαγε και την έννοια του «ανθρωποκεντρισμού», με τη χαρακτηριστική ρήση «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Η έκφραση αυτή σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέτρο της αλήθειας και της γνώσης και γι’ αυτό κάθε υποκειμενική άποψη για κάποιο θέμα έχει την άξια της. π.χ. Στην Αθήνα είναι μία ανοιξιάτικη μέρα. Ένας τουρίστας από την Σουηδία λέει πως κάνει ζέστη. Ένας τουρίστας από την Αίγυπτο λέει ότι κάνει κρύο. Και οι δύο λένε αλήθεια. Άρα η αλήθεια εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο εξετάζουμε την πραγματικότητα και επομένως είναι σχετική.

[2] Γεν. κεφ..2, στ. 15.

[3]Περισσότερα για την θέαση θα αναφέρουμε στην ερμηνεία της αλληγορίας του Σπηλαίου.

[4]«Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.