Ως πότε οι άνθρωποι θα ζουν με φρούδα όνειρα και ανέφικτες ουτοπίες; Μέρος 3ο

Για όλα όσα γράψαμε, για την τραγική αποκάλυψη και διάψευση των φρούδων ονείρων μας και των ανέφικτων επιθυμιών μας, μετά από ένα σημαντικό πέταγμα μέσα στο χρόνο της θνητής μας ζωής, που καταλήξαμε; Τι μας λέει συμπερασματικά η εμπειρία της ζωής; Θα μπορέσουν να γίνουν τα ανέφικτα; Να πραγματοποιηθεί, να πάρει υπόσταση η ουτοπία; Και πως;

Να σημειωθεί ότι δεν μιλάμε για την πραγματοποίηση της προσωπικής ουτοπίας του ενός, αλλά την συλλογική, αυτή που περιλαμβάνει τον βαθύτερο πόθο της ανθρωπότητας για τον επί γης Παράδεισο, για μια αταξική κοινωνία, χωρίς βάσανα και πόνο, μιζέρια και δυστυχία. Χωρίς να μας στοιχειώνουν τα σκελετωμένα φαντάσματα των λιμοκτονούντων παιδιών της Αφρικής και της Ασίας που πεθαίνουν καθημερινά κατά χιλιάδες.

Γιατί συμβαίνουν αυτά; Η απάντηση εύκολη αλλά η εφαρμογή της στην πράξη απέραντα δύσκολη.

Μα γιατί;

Γιατί περνάει από τη θέλησή μας, από τη βούληση την ατομική και συλλογική αν ήταν δυνατόν να συντονιστεί πλανητικά να αλλάξει ο τρόπος ζωής όλων μας αλλά δεν το θέλουμε.

Θα μου πείτε εκφράζεις μια ακόμη ουτοπική επιθυμία.

Ένας κόσμος αδικίας και οδύνης συχνά από την αρχή ντης ζωής

Για να γίνουν τα πιο πάνω απαιτείται να συλλάβει η ανθρωπότητα την έννοια του αινίγματος του Κακού. Και τότε να την μεταλλάξει σε παγκόσμια καλοσύνη, σε αγάπη, σε ένα πνεύμα σαμαρειτικό που δεν έχει πετύχει ως τώρα να οδηγήσει στην λύτρωση προσωπικά τον καθένα από μας, πόσο μάλλον είναι κατορθωτό σε ομαδικό επίπεδο;  Θα γίνει ποτέ δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο μέσα από την ανθρώπινη συλλογική θέληση;

Η γνώμη μας είναι ΟΧΙ.

Ας κοπιάζουν οι φιλόσοφοι, ας αναπτύσσουν θεωρίες οι φιλόσοφοι, οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι οικονομολόγοι, για μια επανάσταση στις ανθρώπινες σχέσεις. Μπορεί να επέλθει η ουσιαστική αλλαγή;

Η γνώμη μας είναι και πάλι ΟΧΙ!

Τότε πως;

Η απάντησή μας είναι για να συμβεί το εκ-στατικό (κάτι έξω από την στατικότητα) χρειάζεται να έρθει κάποιος από έναν άλλο κόσμο, έναν άλλο πλανήτη ή να πω καλλίτερα από ένα άλλο Σύμπαν.

Κάποιος ξένος, αμέτοχος στο ατομικό και συλλογικό κακό, κάποιος αθώος κι ακηλίδωτος από την κακία, τη μοχθηρία, το μίσος, το φθόνο, τη φυσική ροπή προς το αρνητικό, χωρίς να διακατέχεται από την ενστικτώδη φυσική κλίση για επιβίωση, τη σεξουαλική επιθυμία να αναπαραχθεί με τη σαρκική ένωση και να υποκύπτει ανεξέλεγκτα στη σαρκική ηδονή του οργασμού. Κάποιος ξεχωριστός που θα έρθει σ’ αυτό τον κόσμο, θα γεννηθεί(;) με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο και τον οποίο κάτω από έκτακτες, εκστατικές (έξω από το στατικό και συνηθισμένο τρόπο)  συνθήκες (αφού εκτελεστεί ως κακούργος θα αποδειχθεί αν και νεκρός, ανώτερος του θανάτου.

Μόνο τότε θα τον αποδεχθεί ολόκληρη η Οικουμένη και θα τον προσκυνήσει, και τέλος μετανοημένη θα τον ζητήσει εκλιπαρώντας… κάπως έτσι:


Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας

και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν

τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος

προσήλθε τω Πιλάτω και καθικετεύει λέγων:

«Δος μοι τούτον τον ξένον,

Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.

Δος μοι τούτον τον ξένον,

ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:

Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι

και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα

αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω».

Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον

ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,

ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη,

κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι.

Τουτέστιν:

 ”Δώσε μου τούτο τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που παραξενεύομαι να βλέπω του θανάτου το (παρά)ξενο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι από φθόνο τον απεξένωσαν από τον κόσμο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, για να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε: Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω.”

Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμεται —στον Σταυρό— γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό.

Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου;

Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο.

Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος.

Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι.

Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.

Δος μου αυτόν που με τη θέληση Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι.

Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε σε φάτνη. Και από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο που τού ‘κλεισε κατάμουτρα τις πόρτες.

Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος διωκόμενος από τον Ηρώδη.

Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος.

Δος μου, άρχοντα μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο —του Σταυρού— να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεως μου.

Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Δώσε μου τούτο τον ξένο, για  να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Η  Μητέρα του η οποία βλέποντάς τον πάνω στο ατιμασμένο ξύλο  ικέτευε και φώναζε: Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω.”

Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού—.

Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου —Πατέρα—, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος….

Συμπέρασμα:

Αν τον αποδεχθούμε ταπεινά τόσο, όπως ταπεινά ο ίδιος ήρθε, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, και μετανοημένοι μπρος στην λευκότητα κι αγνότητα των προθέσεων και των συναισθημάτων πλέριας αγάπης και λατρείας, που έτρεφε προ γενέσεως κόσμου μέχρι σήμερα και στον αιώνα των αιώνων, προς τον άνθρωπο και τη συνολική Δημιουργία, όταν ολόκληρη η ανθρωπότητα σκύψει το γόνυ αναγνωρίζοντάς τον σαν ηγέτη που δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, μόνο τότε οι άνθρωποι δεν θα ζουν με φρούδα όνειρα και ανέφικτες ουτοπίες γιατί θα βιώνουν αυτό που σήμερα αποκαλούν φρούδα όνειρα και ανέφικτες ουτοπίες. Θ’ απολαμβάνουν τον παράδεισο από όπου εξέπεσαν διωγμένοι από την αλαζονεία τους και θα συνυπάρχουν στην κυριολεξία βραχύ τι παρ’ αγγέλων ηλαττωμένοι.

Ευαγγελάτος Γεώργιος

4 σχόλια

Μετάβαση στη φόρμα σχολίων

  1. Μπράβο!!!!!

  2. Μπράβο!!!!!

  3. Δεν έχω διαβάσει πιο ωραίο κείμενο από το παραπάνω!

    ΑΓΟΡΑ

    Πάντα διψᾷς −ὅπως διψάει τὸ πρωτοβρόχι
    Στεγνὴ καλοκαιριὰ −τὸ βλογημένο σπίτι,
    Καὶ μια κρυφὴ ζωὴ σὰ δέηση ἐρημίτη,
    Ἀγάπης καὶ ἀρνησιᾶς ζωοῦλα σὲ μιὰ κώχη.

    Διψᾷς καὶ τὸ καράβι ποὺ τὸ πέλαο τὄχει
    Κι ὅλο τραβάει μὲ τὰ πουλιὰ καὶ μὲ τὰ κήτη,
    Κ’ εἶναι μεστὴ ἡ ζωή του μ’ ὅλο τὸν πλανήτη·
    Καὶ τὸ καράβι καὶ τὸ σπίτι σοῦ εἶπαν. “Ὄχι!

    Μήτε ἡ παράμερη εὐτυχιὰ ποὺ δὲ σαλεύει,
    Μήτε ἡ ζωὴ π’ ὅλο καὶ νέα ψυχὴ τῆς βάνει
    Κάθε καινούργια γῆ καὶ κάθε νιὸ λιμάνι·

    Μόνο τἀλάφιασμα τοῦ σκλάβου ποὺ δουλεύει·
    Σέρνε στὴν ἀγορὰ τὴ γύμνια τοῦ κορμιοῦ σου,
    Ξένος καὶ γιὰ τοὺς ξένους καὶ γιὰ τοὺς δικούς σου.”

  4. Το κείμενο “Ωσ πότε οι άνθρωποι …” έχει βαθιά νοήματα!!!

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.