Για τον Αριστοτέλη η ευνοϊκή διάθεση προς κάποιον δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με τη φιλία ούτε με την αγάπη: «Αυτό που λέμε “ευνοϊκή διάθεση” έχει μέσα του κάτι από τη “φιλική σχέση”, φιλία όμως δεν είναι. Ευνοϊκή, πράγματι, διάθεση μπορεί να έχει κανείς και απέναντι σε άγνωστά του πρόσωπα και δίχως αυτοί να το ξέρουν, φιλία όμως αυτό δεν είναι…» (1166b 5, 34-36).
Και αμέσως συμπληρώνεται: «Ούτε όμως και αγάπη είναι, για το λόγο ότι δεν έχει ούτε εκείνη την ένταση ούτε εκείνη την τόσο μεγάλη επιθυμία που συνοδεύουν την αγάπη. Η αγάπη, εξάλλου, προϋποθέτει συναναστροφή και γνωριμία, ενώ η ευνοϊκή διάθεση μπορεί να γεννηθεί και ξαφνικά, όπως συμβαίνει π.χ. με τους αθλητές στο στίβο: οι θεατές εμφανίζουν ευνοϊκή διάθεση απέναντί τους και θέλουν ό,τι και εκείνοι, δε θα έπρατταν όμως τίποτε για να τους βοηθήσουν, γιατί –όπως είπαμε– η ευνοϊκή γι’ αυτούς διάθεσή τους γεννιέται ξαφνικά και η αγάπη τους γι’ αυτούς είναι επιφανειακή» (1166b 5, 37-40 και 1167a 5, 1-3).
Ούτε η φιλία ούτε η αγάπη μπορούν να νοηματοδοτηθούν, αν δε συνοδεύονται από το έμπρακτο ενδιαφέρον. Κι ως έμπρακτο ενδιαφέρον εκλαμβάνεται μονάχα η διάθεση της ενεργούς συμμετοχής για τη βοήθεια του άλλου. Η εύνοια σε επίπεδο καθαρά θεωρητικό δεν μπορεί παρά να κινείται στην επιφάνεια. Κανείς δεν είναι φίλος με τον αγαπημένο του αθλητή, αφού η φιλία, εξ ορισμού, αφορά το βαθύτερο των σχέσεων, που μόνο η προσωπική συναναστροφή μπορεί να εξασφαλίσει.
Η φιλία δεν μπορεί να συνυπάρξει με την επιφάνεια. Ο άνθρωπος που εκλαμβάνει ως φίλους οποιουσδήποτε τον γνωρίζουν (ή και τον θαυμάζουν ακόμη) στερείται κριτηρίων. Αν υπολογίζει στην αληθινή τους φιλία σε κάποια δύσκολη στιγμή, θα εισπράξει απογοήτευση. Και η ευθύνη θα είναι δική του.
Από την άλλη, η ευνοϊκή διάθεση είναι βέβαιο ότι σχετίζεται με τη φιλία, αφού αποτελεί την κύρια προϋπόθεση για τη δημιουργία της. Κανείς δεν έχει διάθεση να συνάψει περαιτέρω σχέσεις με κάποιον που αντιπαθεί: «… οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι φίλοι, αν δεν υπήρξαν ευνοϊκά διατεθειμένοι, αυτοί όμως που είναι ευνοϊκά διατεθειμένοι προς κάποιον δεν είναι ακόμη φίλοι του, και ο λόγος είναι ότι θέλουν μόνο ό,τι είναι καλό γι’ αυτόν τον άνθρωπο, τίποτε όμως δεν είναι πρόθυμοι να κάνουν μαζί του ούτε και να υποβληθούν σε κόπους γι’ αυτόν. Έτσι, μιλώντας κανείς μεταφορικά, θα μπορούσε να πει ότι η ευνοϊκή διάθεση είναι μια “ανενεργή” φιλία, που όμως, αν κρατήσει καιρό και οδηγήσει σε μια στενότερη γνωριμία, γίνεται φιλία – όχι όμως φιλία για το όφελος ούτε φιλία για την ευχαρίστηση, γιατί τέτοια κίνητρα ούτε ευνοϊκή διάθεση δε γεννούν» (1167a 5, 7-14).
Η ευνοϊκή διάθεση για κάποιον, ως ένδειξη συμφωνίας χαρακτήρων, μπορεί να εξελιχθεί σε γνήσια φιλία. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εξαρχής βέβαιο. Η ευνοϊκή διάθεση, με το δεδομένο της ελλιπούς γνωριμίας, ενδέχεται να αποδειχθεί επιπόλαια κι εσφαλμένη. Ο χρόνος θα δείξει την εγκυρότητα των ερεισμάτων της. Αν, όμως, αποδειχθεί βάσιμη και η γνωριμία εξελιχθεί σε φιλική σχέση, η φιλία αυτή θα είναι μακρά, γιατί θεμελιώθηκε σταδιακά με βάση την αλληλοεκτίμηση. Αντίθετα, η φιλία που δεν εμπεριέχει το αρχικό στάδιο της ευνοϊκής διάθεσης, αλλά στηρίζεται μόνο στο όφελος, είναι καταδικασμένη στην προσωρινότητα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο εύθραυστο από το συμφέρον.
Και βέβαια, η ευνοϊκή διάθεση δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ομόνοια. Η ευνοϊκή διάθεση έχει να κάνει με συναπτόμενες σχέσεις σε περιορισμένη διαπροσωπική κλίμακα. Όλοι οι άνθρωποι της πόλης είναι αδύνατο να διάκεινται μεταξύ τους φιλικά. Οι διαφορές και οι ιδιομορφίες κάθε χαρακτήρα θα ευνοήσουν (ή όχι) τις εκάστοτε σχέσεις που θα συναφθούν και που, βέβαια, έχουν να κάνουν με την επιλογή μιας μικρής (έως ελάχιστης) υποομάδας (έστω και μόνο δύο ανθρώπων) μέσα στο σύνολο της πόλης. Η ομόνοια δεν έχει να κάνει με την πραγμάτωση των χειροπιαστών σχέσεων που διέπουν τους ανθρώπους σε προσωπικό επίπεδο, αλλά με τη σύμπνοια των αγνώστων μεταξύ τους πολιτών που συναποτελούν την πόλη.
Με άλλα λόγια, η ομόνοια έχει να κάνει με τη συνοχή της πόλης ως ομαδική σύμπλευση συμφερόντων: «… λέμε ότι υπάρχει ομόνοια σε μια πόλη, όταν οι άνθρωποι έχουν εκεί την ίδια γνώμη για κάτι που αναφέρεται στο συμφέρον τους, όταν παίρνουν τις ίδιες αποφάσεις και εκτελούν αυτά που από κοινού αποφάσισαν» (1167a 6, 28-30).
Η έννοια του συμφέροντος δεν υπονομεύει την εκ φύσεως γέννηση της πόλης, αφού δεν υπονοεί την κατά συνθήκη (του συμφέροντος) δημιουργία της (αυτή η άποψη αφορά τους σοφιστές), αλλά τη συμφωνία των πολιτών στον τρόπο της οργάνωσης και της διοίκησής της. Υπό αυτή την έννοια, η ομόνοια τίθεται ως όρος πολιτικός, που καταδεικνύει την αποδοχή του πολιτεύματος ή, για να το πούμε αλλιώς, την εξασφάλιση της ισορροπίας μέσα στην πόλη, η οποία επέρχεται με την εξυπηρέτηση της συνολικής ωφέλειας κι όχι κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, που επιβάλλεται πάνω στις άλλες.
Ο Αριστοτέλης θα το πει ευθέως: «Αυτό θα πει ότι η ομόνοια σχετίζεται με θέματα της πολιτικής πράξης, και μάλιστα με θέματα που έχουν κάποια μεγάλη σημασία και που η πραγματοποίησή τους μπορεί να ικανοποιήσει και τις δύο πλευρές» (εννοείται των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών) « ή όλο τον κόσμο· παράδειγμα οι πόλεις: ομόνοια σε μια πόλη υπάρχει όταν οι πολίτες της αποφασίζουν, όλοι μαζί, τα αξιώματα να μοιράζονται με διαδικασίες εκλογής, ή να συνάψουν συμμαχία με τους Λακεδαιμονίους, ή κυβερνήτης τους να είναι ο Πιττακός σε διάστημα χρόνου κατά το οποίο θα το ήθελε ο ίδιος» (1167a 6, 30-35).
Η ομόνοια προϋποθέτει τη συλλογική συνεννόηση, που οπωσδήποτε επιτυγχάνεται με την κυριαρχία των πολλών. Αν τις αποφάσεις τις παίρνουν λίγοι δυσαρεστώντας τους πολλούς, αυτό που θα επέλθει είναι η πόλωση. Και η πόλωση είναι ο προθάλαμος της σύγκρουσης: «Όταν όμως ο καθένας από τους δύο» (εννοείται δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς) «θέλει την εξουσία για τον εαυτό του, τότε υπάρχει εμφύλια αναταραχή: ομόνοια δεν είναι να έχουν και ο ένας και ο άλλος το ίδιο πράγμα στο νου τους, ό,τι κι αν είναι αυτό, αλλά και ο ένας και ο άλλος να έχουν στο νου τους το ίδιο πράγμα για το ίδιο πρόσωπο, όταν λ.χ. και ο λαός και οι ευγενείς θέλουν την εξουσία να την έχουν οι “άριστοι”· γιατί έτσι όλοι έχουν αυτό που θέλουν» (1167a 6, 35-37 και 1167b 6, 1-3).
Με άλλα λόγια, πόλη χωρίς ομόνοια δεν υφίσταται, αφού εν τέλει θα αφανιστεί από τις εμφύλιες συγκρούσεις. Κι αφού η ομόνοια εξασφαλίζεται με τη σύμπνοια των πολιτών, δηλαδή τη συμφωνία των πολλών για τη διαχείριση των πολιτικών θεμάτων, είναι φανερό ότι οι πολλοί πρέπει να έχουν αποφασιστικό λόγο στις πολιτικές αποφάσεις. Από αυτή την άποψη η κυριαρχία του λαού ανάγεται σε ύψιστο συστατικό της πόλης.
Από την άλλη, η ορθότητα του πολιτεύματος έγκειται στο να αποδίδει στον καθένα αυτό που του αξίζει. Αν κάποιος είναι άξιος και προσφέρει πολλά στην πόλη με το μόχθο του, ας ανταμειφτεί και περιουσιακά. Αν, όμως, δεν είναι άξιος και δεν προσφέρει τίποτε για το συμφέρον της πόλης, ας είναι φτωχός. Ο Αριστοτέλης δεν απορρίπτει την ύπαρξη των φτωχών (και κατ’ επέκταση των πλουσίων), αρκεί η οικονομική κατάσταση του καθενός να ανταποκρίνεται στην πραγματική του αξία και να μην ξεπερνιούνται (στον πλούτο και τη φτώχεια) κάποια λογικά όρια. Για την ακρίβεια προτείνει ο πιο πλούσιος να είναι μόνο έξι φορές πλουσιότερος από τον πιο φτωχό –δανειζόμενος το όριο έξι από τον Πλάτωνα– και ταυτόχρονα ο νομοθέτης να κάνει ό,τι είναι δυνατό, για να ευνοήσει τη διόγκωση της μεσαίας τάξης.
Όμως, το κύριο στοιχείο που θα καθορίσει τον πλούτο (ή τη φτώχεια) του καθενός είναι η δικαιοσύνη. Αν δεν υπάρχει δικαιοσύνη και πλούσιος γίνεται ο αδίστακτος κι όχι ο άξιος, τότε οι συγκρούσεις θα οδηγήσουν στη διάλυση της πόλης. Αυτός είναι και ο λόγος που η δικαιοσύνη κρίνεται ως ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνίας, γιατί μόνο αυτή θα εξασφαλίσει την ενότητα της πόλης μέσω της ομόνοιας που θα επέλθει. Ομόνοια με αδικία δεν υφίσταται: «Η ομόνοια λοιπόν φαίνεται να είναι πολιτική φιλία, και αυτό ακριβώς λένε όλοι ότι είναι· σχετίζεται πράγματι με το δημόσιο συμφέρον και με όλα αυτά που ρυθμίζουν και διαμορφώνουν τη ζωή μας» (1167b 6, 3-5).
Κι εδώ, βέβαια, γίνεται λόγος για την ομόνοια που είναι αλληλένδετη με την αρετή: «Αυτού του είδους η ομόνοια υπάρχει μεταξύ των ενάρετων ανθρώπων· γιατί οι άνθρωποι αυτοί ομονοούν και ο καθένας τους με τον εαυτό του και όλοι τους μεταξύ τους, καθώς πατούν, για να το πω έτσι, πάνω στο ίδιο σταθερό έδαφος (οι επιθυμίες, πράγματι, αυτών των ανθρώπων παραμένουν σταθερές και αμετάβλητες και δεν μετακινούνται τη μια φορά προς αυτήν και την άλλη προς την αντίθετη κατεύθυνση όπως τα ρεύματα ενός Ευρίπου), και, από την άλλη, επιθυμούν τα δίκαια και τα συμφέροντα, και όλα αυτά τα επιθυμούν και από κοινού. Αντίθετα, οι ασήμαντοι άνθρωποι δεν είναι δυνατό να ομονοούν παρά μόνο για μικρό διάστημα χρόνου, ακριβώς όπως για μικρό διάστημα χρόνου μπορούν να είναι και φίλοι, καθώς επιθυμούν μεγαλύτερο μερτικό από τους άλλους στα ωφέλιμα πράγματα, μικρότερη όμως συμμετοχή στους κόπους και στην προσφορά δημόσιων υπηρεσιών» (1167b 6, 5-14).
Η αρετή εμφανίζεται και πάλι ως προϋπόθεση της συνύπαρξης. Η έλλειψή της σηματοδοτεί την πόλη της αδικίας, που δεν έχει άλλη επιλογή από τον αλληλοσπαραγμό: «Το αποτέλεσμα είναι οι άνθρωποι αυτοί να καταλήγουν σε εμφύλιο πόλεμο· όλοι τους εξαναγκάζουν ο ένας τον άλλο, ο καθένας τους όμως δεν έχει καμιά διάθεση να κάνει ο ίδιος ό,τι είναι δίκαιο» (1167b 6, 16-18).
Η αρετή, όμως, ως κινητήριος δύναμη όλων των ωραίων πραγμάτων, πέρα από το ότι εξασφαλίζει τη φιλία και τη συνύπαρξη μέσω της εξισορρόπησης του εαυτού, αποτελεί και την πηγή της ευεργεσίας. Ο ευεργέτης εισπράττει ικανοποίηση από την πληρότητα των συναισθημάτων που του εξασφαλίζει η άσκηση της αρετής, δηλαδή η επίτευξη του ωραίου που θα φέρει χαρά. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ευεργέτες νιώθουν μεγάλη αγάπη γι’ αυτούς που ευεργέτησαν: «Κατά την κοινή αντίληψη, οι ευεργέτες αγαπούν τους αποδέκτες της ευεργεσίας τους περισσότερο από ό,τι οι αποδέκτες της ευεργεσίας τούς ευεργέτες τους. Το πράγμα μοιάζει να είναι αντίθετο με τη λογική, και γι’ αυτό έγινε αντικείμενο συζητήσεων και διερευνήσεων» (1167b 7, 19-21).
Για τον Αριστοτέλη ο ευεργέτης είναι κάτι ανάλογο με τον τεχνίτη ή τον καλλιτέχνη: «Το ίδιο συμβαίνει και με τους τεχνίτες: ο καθένας τους αγαπάει το έργο που έκανε με τα ίδια του τα χέρια περισσότερο από ό,τι θα τον αγαπούσε το έργο του, αν αυτό ζωντάνευε. Ίσως όμως αυτό συμβαίνει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στους ποιητές· γιατί αυτοί έχουν μια υπερβολική αγάπη για τα ποιήματά τους, που τα λατρεύουν σαν παιδιά τους. Με αυτό λοιπόν είναι που μοιάζει η περίπτωση των ευεργετών: αυτό που έχει δεχτεί την ευεργεσία τους είναι το έργο τους· το αγαπούν λοιπόν περισσότερο από ό,τι το έργο αγαπάει αυτόν που το έκανε» (1167b 7, 37-39 και 1168a 7, 1-6).
Κι αν κάποιος θέλει να μάθει το λόγο που συμβαίνει αυτό, ο Αριστοτέλης θα απαντήσει: «Η αιτία γι’ αυτό είναι ότι η ύπαρξη είναι για όλους τους ανθρώπους κάτι που αξίζει να το επιλέγουν και να το αγαπούν· οι άνθρωποι υπάρχουμε γιατί ενεργούμε (αυτό θα πει: γιατί ζούμε και ενεργούμε), και το έργο είναι, κατά κάποιον τρόπο, αυτός που το δημιούργησε – η ενέργειά του· το αγαπάει λοιπόν το έργο του, για το λόγο ότι αγαπάει και την ύπαρξη» (1168a 7, 6-9).
Θα έλεγε κανείς ότι η ευεργεσία αποκτά διαστάσεις υπαρξιακές, όπως κάθε δημιουργία. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ενεργεί (αν δεν ενεργεί, δεν υπάρχει) και οι πράξεις του είναι τα δημιουργήματά του. Οι πράξεις είναι η πραγμάτωση του μόχθου του. Αν ο ίδιος αποτελεί μια δυνατότητα, τα έργα του είναι η υλοποίηση της δυνατότητας αυτής.
Γι’ αυτό και χαίρεται όταν βλέπει τους κόπους του να έχουν υπόσταση χειροπιαστή: «Αυτά που έγιναν με μεγάλο κόπο οι άνθρωποι τα αγαπούν περισσότερο· αυτοί π.χ. που κέρδισαν οι ίδιοι τα χρήματα που έχουν τα αγαπούν περισσότερο από αυτούς που τα κληρονόμησαν, και το να δεχόμαστε ευεργεσίες θεωρείται κάτι που δεν προϋποθέτει κόπο, ενώ το να τις κάνουμε είναι πράγμα κοπιαστικό» (1168a 7, 24-27).
Και για να κάνει ακόμη σαφέστερη τη σχέση του ευεργέτη με το ευεργέτημά του ο Αριστοτέλης θα τη θέση σαν κάτι ανάλογο με τη σχέση της μητέρας με του παιδιού: «Αυτός είναι και ο λόγος που οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους, γιατί το να τα φέρουν στον κόσμο τούς κόστισε περισσότερο κόπο, και αυτές το ξέρουν καλύτερα πως είναι δικά τους παιδιά. Ακριβώς όμως αυτό ταιριάζει, λέω, και στην περίπτωση των ευεργετών» (1168a 7, 28-30).
Έγραψε ο Θανάσης Μπαντές 15 Φλεβάρη 2019 στον ερανιστή
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο ένατο, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2006.
Πρόσφατα Σχόλια