Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήρθε σε επαφή με τον Ισλαμισμό από τη στιγμή της γέννησής του. Οι Βυζαντινοί, σε αντίθεση με τις Σταυροφορίες των Καθολικών, επέλεξαν να διαλεχθούν με τους Μουσουλμάνους γείτονές τους, σε μια επικοινωνία που έγινε κάτω από διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες και πήρε ποικίλες μορφές.
Στην παρούσα εργασία γίνεται προσπάθεια να ανιχνευθούν οι σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Παρατίθενται συμπληρωματικά ιστορικά στοιχεία για τις χριστιανο-μουσουλμανικές σχέσεις.
Προσπάθειά μας είναι να εντοπισθούν τα κοινά σημεία συνάντησης των δύο διαφορετικών θρησκευτικών κόσμων και τα αποτελέσματα της συνάντησης αυτής για τις διανθρώπινες σχέσεις, απαλλαγμένες από κάθε είδους πολεμική διάθεση και αντιπαράθεση.
Στο τελευταίο κεφάλαιο (κεφάλαιο 100ο) του έργου «Περί Αιρέσεων» ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός αναφέρεται στη νεοσύστατη θρησκεία του Ισλάμ. Την ονομάζει θρησκεία των Ισμαηλιτών γιατί δημιουργήθηκε από Άραβες, οι οποίοι θεωρούνταν απόγονοι του Ισμαήλ,γιου του Αβραάμ και της δούλης του Άγαρ. Τον Ισμαήλ και τη μητέρα του έδιωξε η νόμιμη σύζυγος Σάρα. Από την Άγαρ και τη Σάρα προέρχονται και τα άλλα δύο ονόματα των Αράβων, Αγαρηνοί και Σαρακηνοί. Στη συνέχεια ο συγγραφέας παραθέτει μια εξιστόρηση του θρησκευτικού παρελθόντος των Ισμαηλιτών, της ίδρυσης της ισλαμικής θρησκείας και των βασικών διδασκαλιών της.
Ο Δαμ ασκηνός από την αρχή του κειμένου χαρακτηρίζει τη νέα θρησκεία «λαοπλανή» και «πρόδρομο του αντιχρίστου». Δεν κρύβει την αρνητική του διάθεση απέναντί της. Παράλληλα με τη φλογερή του πίστη, αίτιο της στάσης του είναι και το γεγονός ότι καταγόταν από μια περιοχή στην οποία είχε αρχίσει να κυριαρχεί το μουσουλμανικό στοιχείο1. Ο Άγιος Ιωάννης αναφέρει ότι αρχικά οι Αγαρηνοί ήσαν ειδωλολάτρες και συγκεκριμένα λάτρευαν τον εωσφόρο και την Αφροδίτη. Είναι σχεδόν ακριβείς οι πληροφορίες του καθώς οι φυλές βεδουίνων οι οποίοι ζούσαν ως νομάδες στην περιοχής της Αραβίας είχαν αστρικές θρησκείες. Τρεις θεούς λάτρευαν, τη Σελήνη, τον Ήλιο και τον Εωσφόρο (Αυγερινός). Υπήρχαν και κατώτερες θεότητες που σχετίζονταν με το σπίτι και την οικογένεια. Λάτρευαν επίσης και τον Αλλάχ, τον οποίο ο Μωάμεθ κήρυξε ως μόνο Θεό2 .
Αναφέρει ότι ο Μωάμεθ εμφανίστηκε στους Ισμαηλίτες επί Ηρακλείου, δηλαδή κάπου μεταξύ 610 και 641 μ.χ., ο οποίος είχε έρθει σε επαφή με την Παλαιά και Καινή Διαθήκη και συναντήθηκε με έναν οπαδό της αίρεσης του Αρειανισμού ο οποίος ήταν μοναχός. Ο Δαμασκηνός θεωρεί ότι η ενασχόληση του Μωάμεθ με τις Γραφές και η επαφή του με τον μοναχό, ο οποίος μάλιστα ήταν και αιρετικός, κινήθηκαν σε επιφανειακό επίπεδο. Την πρώιμη συνάντηση Ισλάμ και Χριστιανισμού επιβεβαιώνουν και οι στίχοι 4 8 από την σούρα 85 του Κορανίου. Στο ποιητικό αυτό κείμενο μνημονεύονται πιστοί οι οποίοι κάηκαν σε λάκκο, μαρτύρησαν πιο συγκεκριμένα, επειδή λάτρευαν τον Αλλάχ. Η μουσουλμανική παράδοση από τον 8ο Αιώνα θεώρησε ότι πρόκειται για μαρτύριο όχι ισλαμιστών αλλά χριστιανών. Γίνεται μνεία στη σούρα αυτή του διωγμού που υπέστη η τοπική μονοφυσιτική εκκλησία της Ναγράν, που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Αραβικής Χερσονήσου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μνεία είναι επαινετική καθώς οι μουσουλμάνοι φαίνεται να αναγνωρίζουν τη θυσία των νοτιοαράβων αδελφών τους ακόμα κι αν ήσαν άλλου θρησκεύματος, ενός θρησκεύματος με το οποίο ένιωθαν ότι έχουν κάποια συγγένεια.
Το 518 περίπου ο εβραϊκής θρησκείας βασιλιάς της περιοχής έθεσε υπό διωγμό τους χριστιανούς με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλοί οι οποίοι μαρτύρησαν για την πίστη τους. Κορυφαίος ανάμεσά τους ο Άγιος Αρέθας. Ο απόηχος αυτής της συνειδητής θυσίας για το Θεό, προκαλούσε το θαυμασμό των Αράβων και παρόλο που ήταν αλλόδοξοι, θεωρούσαν τους μάρτυρες μέρος της ιστορίας τους. Αποτέλεσαν πρότυπα αφοσίωσης και παραδείγματα προς μίμηση από τον ίδιο τον Μωάμεθ, ο οποίος πρόσθεσε το μαρτύριό τους στο κήρυγμά του, μιας και η σούρα χρονολογείται στην πρώιμη περίοδο της δράσης του. Χρησιμοποίησε αυτό το γεγονός για να δημιουργήσει γέφυρες προσέγγισης του αραβικού πληθυσμού της περιοχής.
Όπως φανερώνεται, λοιπόν, οι μονοφυσίτες χριστιανοί της Ναγράν ήσαν οι πρώτοι χριστιανοί που ανέπτυξαν σχέσεις με τον Μωάμεθ. Ο Δαμασκηνός αναφέρει επικριτικά ότι ο Μωάμεθ είπε ως προφήτης ότι ο Θεός του έδωσε απευθείας τη διδασκαλία του και έφτιαξε έτσι τη δική του αίρεση. Χαρακτηρίζει δύο φορές τις διδαχές του Μωάμεθ ως «γέλωτος άξιες». Οι βασικότερες από αυτές κηρύττουν ένα Θεό, δημιουργό όλης της φύσης, ο οποίος δεν έχει γεννηθεί. Ο Μωάμεθ αναφέρεται στον Ιησού ως άνθρωπο του Θεού, καρπός της Μαρίας χωρίς σπέρμα ανδρός αλλά με πνεύμα θεού. Επίσης οι Ιουδαίοι τον σταύρωσαν, αλλά, επειδή ο Θεός τον αγαπούσε πολύ, στη θέση του έβαλε μια σκιά και τον πήρε στον ουρανό, όπου ο Ιησούς ομολογεί ότι δεν είναι Υιός Θεού αλλά δούλος Του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ήταν από τους πρώτους που αντιμετώπισε θεολογικά τον Ισλαμισμό και χάρη στη γεωγραφική και γλωσσική εγγύτητα είχε τη δυνατότητα να διαβάσει το Κοράνι από το πρωτότυπο.5
Το κείμενό του ανήκει στην πρώτη φάση διαλεκτικής ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Ισλαμιστές.6
Το Βυζάντιο γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η νέα θρησκεία κινείται επιθετικά και εξαπλώνεται γρήγορα, γι’ αυτό και ανέπτυξε άμυνα τόσο σε πολιτικό όσο και σε θεολογικό επίπεδο. Τα θεολογικά κείμενα της εποχής πήραν τη μορφή διαλόγου μεταξύ εκπροσώπων της Ορθοδοξίας και του Ισλάμ και είναι πιθανό να βασίζονται σε πραγματικές συζητήσεις.7
Η πρώτη φάση, στην οποία ανήκει το κείμενο του Δαμασκηνού κι εκτείνεται από τα μέσα του 8ου έως τα μέσα του 9ου αι, αντιμετωπίζει το Ισλάμ με περιφρόνηση. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός το θεώρησε μια όχι και πολύ σημαντική υπόθεση με διδάγματα «άξια γέλωτος». Κατέταξε τον Ισλαμισμό σε μία ακόμα αίρεση χριστιανική. Ωστόσο ο όρος «αίρεση» έχει ευρύτερη σημασία για τον ίδιο από τη σημερινή, καθώς περιελάμβανε στα 100 κεφάλαια της «Περί Αιρέσεων» πραγματείας του, όπου συμπεριελάμβανε και τις ελληνικές φιλοσοφικές σχολές.
Στο κείμενο του ο Δαμασκηνός δεν αντιπαρατίθεται με το Ισλάμ, ούτε προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει, διότι απευθύνεται σε χριστιανούς οι οποίοι γνωρίζουν την πίστη τους και συνεπώς δεν κινδυνεύουν άμεσα να παρασυρθούν από την νέα θρησκεία.
Βιβλιογραφικές και λοιπές αναφορές
1 http://www.saint.gr/3148/saint.aspx , στις 15/03/14
2 Γιοακίμ Γνίλκα, Χριστιανισμός και Ισλάμ, μετάφραση: Σ.Σ. Δεσπότης, εκδ Ψυχογιός, Αθήνα, 2008, σελ. 6.
3Παπαθανασίου Αθ., «Χριστιανισμός και Ισλάμ, Όψεις της πρώτης Συνάντησής τους», περ. Έξοδος στην Κοινωνία και τη Ζωή, τ. 8 (12), Αθήνα, 1992, σελ 21-22.
4Παπαθανασίου Αθ., ό.π., σελ 23-24.
5Γιαννουλάτος Α., “Ο διάλογος με το Ισλάμ από Ορθόδοξη άποψη», Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000, σελ 142.
6Γιαννουλάτος Α., ό.π.,σελ 141.
7Γιαννουλάτος Α, ό.π., σελ 140.
Πρόσφατα Σχόλια