Το Αναχωρητήριο του Μπόλινγκεν
Όταν ο Γιούνγκ επιθυμούσε γαλήνη και ησυχία αποσυρόταν δίπλα σε μια λίμνη στην εξοχή, εκεί όπου έχτισε τον Πύργο του Μπόλινγκεν.
Η αρχιτεκτονική του πύργου καθορίστηκε από τα όνειρά του. Ουσιαστικά έχτισε σταδιακά αυτόν τον χώρο δίπλα στο νερό με τα ίδια του τα χέρια και με τη βοήθεια δύο χτιστάδων. Εκεί μπορούσε να απομονωθεί, μια και η απομόνωση και η σιωπή ήταν για εκείνον μια πηγή θεραπείας που έδινε αξία στη ζωή του. Έλεγε πως εκεί βρισκόταν ανάμεσα σε ό,τι θεωρούσε αληθινή ζωή, βαθύτερο Εαυτό. Εκεί ένιωθε εξαπλωμένος σε όλα, μέσα στα δέντρα, στο πλατάγισμα των κυμάτων, στα σύννεφα, στα ζώα, στον κόσμο της ψυχής του. Ένας χώρος χωρίς ηλεκτρισμό, με νερό που αντλούσε από το πηγάδι, με ξύλα που έκοβε για να μαγειρεύει, που έμενε εκεί για ολόκληρες εβδομάδες ανάβοντας το τζάκι που ο ίδιος είχε χτίσει και κάνοντας βόλτες στην λίμνη. Όταν το πρωί έμπαινε στη μικρή κουζίνα του, χαιρετούσε το ένα μετά το άλλο τα μαγειρικά σκεύη έλεγε πως, το καταλαβαίνουν και το εκτιμούν, πως ήταν φίλοι του. Τα θεωρούσε παλιούς γνώριμους, που μαζί τους μπορούσε να φλυαρεί στη μοναξιά του αναχωρητήριού του. Για τον Γιούνγκ όλα τα πράγματα ήταν εμψυχωμένα με μία δική τους ζωή ή με τη ζωή που τους μετέδιδε. Στους πέτρινους τοίχους του πύργου είχε σκαλίσει φράσεις από τους Γνωστικούς και τους Αιγύπτιους αλχημιστές, ενώ είχε σχεδιάσει μάνταλα και άλλα μαγικά σύμβολα. Στο σύνολό του ο «Πύργος» ήταν ένα συγκεκριμενοποιημένο σύμβολο της Ολότητας που τον συνέδεε με τους προγόνους του και τη γη[17]. Αντιπροσώπευε, επίσης, την προσπάθεια του Γιουνγκ να εκφράσει την ιδέα του Εαυτού στην πέτρα, συμβολίζοντας ολόκληρο το ψυχολογικό του σύστημα. Εκεί σκάλισε έναν κυβοειδή λίθο, περίπου μισό μέτρο ψηλό, τον οποίο κάλυψε με επιγραφές και τον έβαλε στον κήπο. Για εκείνον ο λίθος ανήκε στον μοναχικό τόπο, στον τόπο ανάμεσα στη λίμνη και τον λόφο και έκφραζε τη μακάρια μοναξιά και τη μαγεία του χώρου[18].
Οι Επιδράσεις της Γιουγκιανής Σκέψης.
Η σκέψη του Ελβετού ψυχολόγου επηρέασε τη νεότερη ψυχολογία πολύ περισσότερο από όσο μπορούν να φανταστούν εκείνοι που τη γνώριζαν επιφανειακά. Λέξεις, που μάς έχουν γίνει κοινές, όπως: εσωστρέφεια, εξωστρέφεια, αρχέτυπο, είναι έννοιες που δημιουργήθηκαν από τον Κάρολο Γκουσταύο Γιούνγκ. Η μεγαλύτερη προσφορά του στην εξέλιξη της ψυχολογίας, ήταν η έννοια του ασυνείδητου, αυτού που δεν μπορεί να ιδωθεί, που αποτελεί ένα σπουδαίο τμήμα εξίσου πραγματικό στη ζωή του ατόμου, με το συνειδητό εγώ «που σκέπτεται». Με τον όρο Ασυνείδητο εννοούσε εκείνη την άγνωστη περιοχή στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια είναι, ό,τι συνειδητοποιούμε και το έχουμε ξεχάσει, ό,τι συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις αλλά δεν σημειώνουμε στο συνειδητό νου, όσα νιώθουμε, σκεπτόμαστε, θυμόμαστε, επιθυμούμε και πράττουμε ακούσια ή δίχως ιδιαίτερη προσοχή[19]. Όλα αυτά μελλοντικά παίρνουν σχήμα, αναδύονται κάποτε στη συνείδηση και αποτελούν περιεχόμενο του ασυνείδητου ως αρχέτυπα. Πέραν αυτών, στο ασυνείδητο περιλαμβάνονται και απωθημένες οδυνηρές σκέψεις συναισθήματα, είναι μια κρυφή εσωτερική πλευρά του ανθρώπου στην οποία υπάρχει πλήθος άγνωστων πληροφοριών, γνώσεων και συναισθημάτων. Πολλά από αυτά είτε δεν τα γνωρίζουμε είτε δεν θέλουμε να τα δούμε και τα κρύβουμε από το συνειδητό! Το Ασυνείδητο είναι μια περιοχή που αν την προσεγγίσουμε με προσοχή, μπορούμε να μάθουμε πολλά όχι μόνο για εμάς τους ίδιους, αλλά και γνώσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητες του εαυτού. Με την επιστημονική, φιλοσοφική αλλά και θρησκευτική του ματιά θεωρούσε πως το Ασυνείδητο είναι μεγάλη θάλασσα, η Μητέρα των Πάντων, όλης της ψυχικής ζωής. Είναι η μήτρα, το υπόβαθρο και το θεμέλιο όλων των διαφοροποιημένων φαινομένων που αποκαλούμε ψυχικά: θρησκεία, επιστήμη, φιλοσοφία και τέχνη. Η εμπειρία του, σε οποιαδήποτε μορφή, είναι μία προσέγγιση στην ολότητα, σε εκείνη τη μοναδική εμπειρία που απουσιάζει από το σύγχρονο πολιτισμό μας. Είναι η λεωφόρος και η βασιλική οδός προς τον Ενιαίο Κόσμο[20].Ονόμασε το σύνολο αυτών των περιεχομένων ατομικό ασυνείδητο και επιπλέον αναγνώρισε ιδιότητες που δεν βιώνει ο άνθρωπος ατομικά, αλλά τις κληρονομεί από μια βαθύτερη και ευρύτερη επικράτεια, την οποία ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο. Τα ένστικτα και τα Αρχέτυπα είναι εκείνα που διαμορφώνουν το συλλογικό ασυνείδητο και παρουσιάζουν μια κανονικότητα στην εμφάνισή τους[21]. Δεν πίστευε στο τυχαίο αλλά σε μια βαθύτερη συγχρονικότητα. Θεωρούσε πως όλα γίνονται για έναν συγκεκριμένο λόγο ή σκοπό γεμάτο νόημα. Κάτι μας ωθεί προς μια συμπεριφορά, έναν συγκεκριμένο δρόμο ή επιλογή. Υπάρχει κάποιος βαθύτερος λόγος που επιλέγουμε να κάνουμε συγκεκριμένα πράγματα και βιώνουμε συγκεκριμένες καταστάσεις. Μάς καθοδηγεί η δύναμη που υπάρχει μέσα μας από πάντα, η δύναμη που προϋπάρχει του ανθρώπου και την ορίζει ο Γιούνγκ ως συλλογικό ασυνείδητο[22]. Επιπλέον, περιέγραψε τη συγχρονικότητα ως δυναμικό που κρύβεται πίσω από το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας και ιστορίας — κοινωνικής, συναισθηματικής, ψυχολογικής και πνευματικής. Η εμφάνιση του συγχρονιστικού παραδείγματος ήταν μια σημαντική κίνηση απομάκρυνσης από τον καρτεσιανό δυισμό προς τη φιλοσοφία της θεωρίας της διπλής όψης. Τούτη η μετατόπιση ήταν απαραίτητη για τη θεωρητική συνοχή του πρώιμου και του ύστερου έργου του[23].
Η Αλχημεία και ο Συμβολικός Κόσμος.
Τα αλχημικά συγγράμματα ήταν για τον Γιούνγκ μια σπουδαία πηγή για την εξέταση του ασυνείδητου. Πίστευε ότι το αλχημικό opus δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως φυσική ή χημική διαδικασία, αλλά ως διαδικασία ψυχικού μετασχηματισμού. Ο αλχημιστής του παρελθόντος στην προσπάθειά του να αποσπάσει τα μυστικά της χημικής μεταστοιχείωσης, προχωρούσε παράλληλα σε μια διαδικασία ψυχικής μετουσίωσης. Το άγνωστο του εξωτερικού κόσμου συνδεόταν με το άγνωστο του εσωτερικού κόσμου, προκαλώντας αλλαγές στον ασυνείδητο κόσμο. Τούτη η συνειδητοποίηση έγινε το κλειδί για την εξέταση του ασυνείδητου, αλλά και για τη σχέση του με τον εξωτερικό κόσμο. Το σύμβολο του αλχημικού χρυσού, όπως επίσης και του αναζητούμενου θησαυρού, της άφθαρτης φιλοσοφικής λίθου, ήταν ο κύκλος, σύμβολο ολοκλήρωσης τόσο στην αλχημεία όσο και στην ψυχολογία του ασυνείδητου[24].
Η γλώσσα και τα πρόσωπα που κατοικούν αυτό τον κόσμο είναι σύμβολα, κι εμείς επικοινωνούμε μαζί τους μέσα από τα όνειρα. Για αυτό μια μελέτη του ανθρώπου και των συμβόλων του, αποτελεί στην πραγματικότητα μελέτη των σχέσεων του ανθρώπου με το ασυνείδητό του ή ακριβέστερα σχέση του ασυνείδητου και του εγωικού συμπλέγματος. Κατά τον Γιουνγκ το ασυνείδητο είναι ο οδηγός, ο φίλος, ο σύμβουλος του συνειδητού και μια τέτοια μελέτη έχει άμεση σχέση με τη μελέτη των ανθρώπινων όντων και με τα πνευματικά τους προβλήματα. Γνωρίζουμε το ασυνείδητο και επικοινωνούμε μαζί του κυρίως με τα όνειρα, με κάποιο διάλογο. Σύμφωνα μάλιστα με τη Μαρί Λουίζ φον Φραντς (Marie-Louise von Franz) «τα όνειρα είναι η φωνή της φύσης μέσα μας»[25].
Ο Γιούνγκ επέμενε πως ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μόνο όταν έχει αισθητή γνώση της ασυνείδητης ζωής του, μέσα από τα όνειρά του και τα σύμβολά τους. Κάθε όνειρο είναι ένα μήνυμα που απευθύνεται άμεσα και προσωπικά σε αυτόν που ονειρεύεται. Χρησιμοποιεί σύμβολα που είναι κοινά στους ανθρώπους, πάντα όμως διαφορετικά για τον καθένα, και ερμηνεύεται μόνο με τη βοήθεια ενός ατομικού «κώδικα». Η γενική λειτουργία των ονείρων, είναι μια προσπάθεια αποκατάστασης της ψυχολογικής μας ισορροπίας, με τη βοήθεια ενός ονειρικού υλικού που, με επιδέξιο τρόπο, ανασυγκροτεί την ολική ισορροπία ολόκληρου του ψυχισμού μας. Αυτό το ονόμαζε παραπληρωματική ή αντισταθμιστική λειτουργία των ονείρων στην ψυχοσύνθεσή μας[26].Χρειάζεται να καταλάβουμε, έλεγε ο Γιούνγκ ότι, τα ονειρικά σύμβολα αποτελούν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, εκδηλώσεις ενός τμήματος της ψυχής που ξεφεύγει από τον έλεγχο του συνειδητού πνεύματος. Ούτε η αίσθηση, ούτε η πρόθεση είναι προνόμια του πνεύματος. Την ενέργεια και των δύο, τη βρίσκουμε μέσα σε ολόκληρη τη ζωντανή φύση. Δεν υπάρχει διαφορά αρχών ανάμεσα στην οργανική και την ψυχική ανάπτυξη. Σ.γ.: Με λίγα λόγια ο ίδιος δημιουργικός νους (αλλιώς Θεός) που κατασκεύασε τη μια δημιούργησε και την άλλη. Όπως το φυτό βγάζει λουλούδια, έτσι και η ψυχή δημιουργεί τα σύμβολά της. Κάθε όνειρο αποτελεί μαρτυρία αυτής της διαδικασίας[27].
Έτσι, μέσα από τα όνειρα, στα οποία πρέπει να προσθέσουμε κάθε είδους διαισθήσεις, παρορμήσεις και άλλες αυθόρμητες ενέργειες του ψυχισμού, καθώς και ορισμένες δυνάμεις του ενστίκτου, επιδρούν πάνω στη δραστηριότητα της συνείδησης. Το αν είναι καλή, ή κακή τούτη η επίδραση, εξαρτάται από το αληθινό περιεχόμενο του ασυνείδητου. Αν το ασυνείδητο περιέχει πράγματα που, κανονικά, θα έπρεπε να είναι συνειδητά, η λειτουργία του παραμορφώνεται και διαταράσσεται. Εμφανίζονται θέματα ονείρων που δεν στηρίζονται πάνω σε γνήσια ένστικτα, αλλά οφείλουν την ύπαρξή τους και την ψυχική τους σημασία στο ότι περιορίστηκαν μέσα στο ασυνείδητο, εξαιτίας μιας απώθησης, ενός εκούσιου ή ακούσιου παραμερισμού. Καλύπτουν, τις κανονικές λειτουργίες της ψυχής και προκαλούν διαστρέβλωση στα σύμβολα και στα βασικά ονειρικά θέματα. Βέβαια, ο Γιουνγκ πίστευε ότι η ψυχή είναι ένας αυτορυθμιζόμενος οργανισμός στον οποίο οι συνειδητές τάσεις λειτουργούν αντιθετικά ή αντισταθμιστικά σε σχέση με τα όνειρα[28].
Ο Φιλήμων και η Τέχνη της Ενεργητικής Φαντασίας
![]() |
Ο Γιούνγκ, κατά την περίοδο της συνάντησής του με το ασυνείδητο, έδωσε το όνομα Φιλήμων σε εκείνη τη φανταστική μορφή που την βίωσε ως εσωτερικό οδηγό. Αυτό το «πρόσωπο» του υπαγόρευσε ένα κείμενο που εκδόθηκε, στην αρχή ανώνυμα και μετά τον θάνατο του Γιούνγκ επώνυμα, με τίτλο «Οι Επτά Ομιλίες των Νεκρών». Αξίζει να αναφερθεί ότι κάτω από το προσκέφαλο του Γιούνγκ βρισκόταν πάντα η «Θιβετανική Βίβλος των Νεκρών.» Αυτό το «πρόσωπο» ήταν ένα αρχέτυπο, ένας διδάσκαλος, αρχέτυπο της ψυχής που αποκάλυπτε τα μυστικά που κρύβονταν στα βάθη της ψυχής του ίδιου του Γιούνγκ. Ψυχολογικά ο Φιλήμων αντιπροσώπευε την ύψιστη ενόραση για τον Γιούνγκ και ήταν δύναμη per se, διακριτή από τα ατομικά περιεχόμενα του ασυνείδητου. Ανήκε σε εκείνες τις φαντασιώσεις που δεν προκαλούσε το ατομικό ασυνείδητο αλλά παράγονταν από μόνα τους και είχαν τη δική τους ζωή. Έτσι ο Φιλήμων εξισώθηκε με τον Αρχαίο των Ημερών, τον Οδοιπόρο της Αυγής, τον Γκουρού που μιλάει πέρα από το χρόνο και τις γνωστές διαστάσεις. Ο Γιούνγκ συνομιλεί μαζί του περπατώντας στον κήπο, μια σχέση περιπατητική ανάμεσα σε μια ενσαρκωμένη ύπαρξη και μια λεπτή οντότητα που ζούσε στα όρια του ιδανικού και του πραγματικού[29].
Ο Γιούνγκ ανέπτυξε τη δική του ψυχαναλυτική πρακτική στη μελέτη του για το ασυνείδητο, την τεχνική της ενεργητικής φαντασίας. Έλεγε πως ως αποτέλεσμα του πειραματισμού του έμαθε πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι από θεραπευτικής άποψης η ανακάλυψη των ιδιαίτερων εικόνων που βρίσκονται πίσω από τα συναισθήματα. Ουσιαστικά η διαδικασία της συνειδητοποίησης των εικόνων είναι το γενικό αποτέλεσμα της ερμηνείας των ονείρων, αλλά μπορεί να αγγίξει βαθύτερες όψεις του εαυτού, μέσω της ενεργητικής φαντασίας[30].Η ενεργητική φαντασία, ως θεραπευτική οδός, χτίζει γέφυρες ανάμεσα στη συνείδηση και τα περιεχόμενα του ασυνείδητου. Οι εικόνες του ασυνείδητου είναι αυτοαπεικονίσεις διαδικασιών της ψυχικής ζωής, που μπορούν να απελευθερωθούν από την παράλυση και την παθητικότητα που τις διακατέχει, μέσω του δημιουργικού οραματισμού. Όλα τα παραπάνω βέβαια απαιτούν μια εξατομικευμένη μεταχείριση για κάθε διαφορετικό ασθενή. Ο Γιούνγκ δεν πίστευε σε γενικές μεθόδους θεραπείας, καθώς θεωρούσε ότι για κάθε άτομο αποδίδει μόνον η ατομική κατανόηση[31].Η αναγνώριση των στοιχείων του ασυνείδητου και της εσωτερικής τους τάξης, η αποδοχή τους, η ομαλή ένταξή τους στη ζωή του συνειδητού, διευρύνει και εμπλουτίζει σε απίστευτο βαθμό την προσωπικότητά μας και σύντομα ο άνθρωπος διαπιστώνει ότι ο εαυτός του δεν αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από το νευρωτικό και ανασφαλές εγώ, αλλά και από όλες τις δημιουργικές ενέργειες και «μορφές» του ασυνείδητου, που είναι η ζωογόνος ρίζα της ύπαρξής του. Το συνειδητό ωριμάζει, διευρύνεται και καθίσταται πλέον σαφής η αίσθηση του σκοπού στη ζωή μας[32].
Το Προσωπικό Ταξίδι
Προσπαθώντας το 1913 να αντιμετωπίσει τη βαθιά αβεβαιότητα που του προκάλεσε η διαφωνία του με τον μέντορά του Σίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud), μια ρήξη η οποία είχε ξεκινήσει από τις προσωπικές τους διαφωνίες πάνω σε θέματα σεξουαλικότητας και ερμηνείας των ονείρων, αλλά και πάνω σε διαφορές τους ως προς το θέμα θρησκείας, απομονώθηκε για αρκετά χρόνια και αφοσιώθηκε στην αναζήτηση του εαυτού του. Άρχισε να καταγράφει τα δικά του εσωτερικά οράματα, διαλόγους και δυναμικές ζωγραφιές, εμπνευσμένες από τα οράματα που είχε και την ενεργητική φαντασία, ένα είδος αυτοματισμού της σκέψης[33].Μέσα από αυτά τα αρχέγονα σύμβολα που όρισε ως μάνταλα, έκφραζε ένα φυσικό σύμβολο της ολότητας, έμφυτο στον άνθρωπο. Ένα αρχέτυπο που εμφανίζεται στην ψυχολογική εξέλιξη του ανθρώπου μέσα από τα όνειρα ή σε άλλες εσωτερικές εικόνες, καθώς και σε εξωτερικές μορφές της ανθρώπινης έκφρασης. Καθώς εργαζόταν στα προϊόντα της φαντασίας του και τις εικόνες, ένα ερώτημα άρχισε να τον βασανίζει. Πού οδηγεί αυτή η διαδικασία; Πού στοχεύει; Όταν άρχισε να σχεδιάζει τις μάνταλα είδε πως όλα τα μονοπάτια, όλα τα βήματα που είχε ακολουθήσει τον οδηγούσαν σε ένα σημείο, στο κεντρικό σημείο. Ήταν η ατραπός προς το κέντρο, προς την εξατομίκευση, σύμβολο της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Σκεφτόταν πως ο Εαυτός έμοιαζε με τη Μονάδα. Η μάνταλα αντιπροσώπευε αυτή τη μονάδα που αντιστοιχούσε στη μικροκοσμική φύση της ψυχής του[34].Στο προσωπικό του ταξίδι, η θηλυκή φωνή της Ψυχής του μάχεται μαζί του, προκειμένου να αναγνωρίσει και να ισορροπήσει τις δικές του αντιθέσεις. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, η περιφρόνηση, η κρίση, η περηφάνια, η απείθεια, η αμφιβολία, η σύγχυση, η οργή και ο φόβος ξεφλουδίζονται και χάνονται. Η ανάγκη για ανάπτυξη της υπομονής –ένας τρόπος ύπαρξης καρτερικός, δεκτικός, ανθεκτικός, όπως είναι το θηλυκό στοιχείο εσωτερικά (η Άνιμα)– γίνεται πλέον ξεκάθαρα εμφανής. Ανακαλύπτει πως η σκέψη και το συναίσθημα, χρειάζονται το ένα το άλλο. Ορίζει δύο αρχετυπικές μορφές μεγάλης σπουδαιότητας ως Άνιμα και Άνιμους[35]. Από τη μία ανήκουν στην ατομική συνείδηση και από την άλλη έχουν τις ρίζες τους στο συλλογικό ασυνείδητο, σχηματίζοντας έτσι ένα συνδετικό κρίκο ή γέφυρα ανάμεσα στο προσωπικό και το απρόσωπο, το συνειδητό και το ασυνείδητο. Κατανοεί αυτές τις μορφές ως λειτουργικά συμπλέγματα που συμπεριφέρονται με τρόπο αντισταθμιστικό, όσον αφορά στην εξωτερική προσωπικότητα[36].Το παράδοξο εδώ είναι ο ισχυρισμός του ότι, «η υψηλότερη αλήθεια και το απόλυτο παράλογο είναι ένα και το αυτό». Επιπλέον, «η μίξη του λογικού με το μη-λογικό παράγει το ύψιστο νόημα» και «το πάντρεμα της τάξης με το χάος προκαλεί τη γέννηση του θεϊκού παιδιού». Οπότε, το έργο είναι να μπορεί κανείς να συγκρατεί τα αντίθετα ενωμένα, «ο στόχος δεν είναι τα ύψη αλλά το κέντρο» – το κέντρο του Εαυτού, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως «ο Θεός μέσα μας»[37].Εδώ ο Γιούνγκ κατανοεί πως χρειάζεται να ζήσει ως ολότητα, ώστε το θεϊκό πνεύμα και το ανθρώπινο ζώο να λειτουργούν ενωμένα σε ένα αρμονικό σύνολο. Κατανοεί ότι τα αντίθετα είναι αδέλφια, ότι ο «άλλος», το διαφορετικό, βρίσκεται μέσα στον καθένα μας. Η άποψή του βρίσκεται σε αρμονία με την Παλαμική άποψη περί της τριπλής συνύπαρξης του σώματος, του ενστίκτου ή επιθυμητικού, του λογικού ή νοητικού και του συναισθηματικού, όλα ενωμένα και καθαγιασμένα σε ένα αρμονικό σύνολο από τον ίδιο τον Θεό. Έτσι δεν είναι ανάγκη να καταφεύγει κανείς στη καθολική αν όχι Βαρλαμική αντίληψη των Δυτικων. “Νέκρωσε το σώμα σου με τη λογική, με τη νόησή σου”. Ουδεν παραπλανητικότερον τούτου. Αν αγωνίζεσαι να νικήσεις το σώμα και τις φυσικές του ενορμήσεις με τη λογική σου καταλήγεις να χάσεις την αυθεντικότητα του ΕΓΩ σου και να καταλήξεις σε έναν ψευδή και νευρωσικό εαυτό γεμάτο από συμπλέγματα.και ενδοψυχικές συγκρούσεις. Η πλέον ορθή και υγιής αντιμετώπιση των παρορμήσεων και ενστικτωδών ενορμήσεων, είναι να τις καθαγιάζεις πνευματικά εστιάζοντας στην αγάπη του Θεού για σένα και από εσένα προς αυτόν.
Τα Συνέδρια Έρανος
Ήταν ιδιαίτερα σημαντική η συμμετοχή του Γιούνγκ στα συνέδρια Έρανος, τα οποία ξεκίνησαν ως σημείο συνάντησης Δύσης και Ανατολής για τη θρησκεία και την πνευματικότητα. Με το πέρασμα των χρόνων εξελίχθηκαν σε συναντήσεις ανταλλαγής ιδεών για την επιστήμη και τον ανθρωπισμό, τη θρησκεία και το μύθο, την ψυχολογία και τη γνώση. Ήταν για εκείνον μια τεράστια ευκαιρία να συναντήσει πολλούς αξιόλογους μελετητές, να ταξινομήσει τις σκέψεις του και να εμβαθύνει την ενόρασή του μέσα από τις συζητήσεις. Θυμόταν με ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη τα αμέτρητα βράδια που κυλούσαν μέσα σε ένταση και πληροφορίες παρέχοντας ό,τι χρειαζόταν πιο πολύ, δηλαδή προσωπική επαφή με άλλα επίπεδα γνώσης. Τα συνέδρια Έρανος λάμβαναν χώρα στις ακτές της λίμνης Ματζιόρε στο σπίτι της Όλγκα Φρέμπε-Καπστάιν (Olga Froebe Capstein), μιας Ολλανδής με έντονο ενδιαφέρον για τον συμβολισμό στην τέχνη και την ψυχολογία του Κ. Γκ. Γιούνγκ[38]. Οι διαλέξεις που δόθηκαν εκεί, χρωστούν πολλά στην επιρροή αυτής της προσωπικότητας πάνω στους ομιλητές της και στις γνώσεις που εκείνοι απέκτησαν χάρη σε αυτή τη μεγάλη πνευματική μορφή. Όποιος συμμετείχε στις συζητήσεις ή στα συνέδρια έφευγε με μόνιμες πνευματικές και προσωπικές εντυπώσεις. Για τον Γιούνγκ είχαν πει πως, όποιος τον γνώριζε, βίωνε την ακατάπαυστη παραγωγικότητα του μυαλού του κατά τις καθημερινές συζητήσεις, γύρω από ένα κυκλικό τραπέζι και τη δύναμη με την οποία άρπαζε τις νέες ενοράσεις, καθώς πλησίαζε και ρωτούσε τους ομιλητές που συμμετείχαν με νέα θέματα. Ο Γιούνγκ έδωσε το ψυχολογικό πλεονέκτημα στα Συνέδρια Έρανος και τα συνέδρια Έρανος απάντησαν με υψηλό πνευματικό πλεονέκτημα για την γιουγκιανή ψυχολογία[39].
Επίλογος

Manjuvajra μάνταλα με 43 θεότητες
Η ψυχολογική προσέγγιση του Γιούνγκ στην ψυχολογία είναι διαφορετική από εκείνη άλλων επιστημόνων. Για τον Ελβετό ψυχολόγο είναι εσωτερική προέκταση του ανθρώπου και εκδήλωση των περιεχομένων του, όχι μόνο μέσα από τον χωρόχρονο αλλά σε βάθος χρόνου και εικόνων. Ο Γιούνγκ, ως γνήσιος μελετητής, ήταν ανοιχτός σε πολλά ρεύματα γνώσης όπως η αλχημεία, η φιλοσοφία, οι τέχνες, η σχέση του ανθρώπου με τα χρώματα και τους ήχους. Τον ενδιέφερε η ανάπτυξη και η ιστορία της ανθρωπότητας από μια σφαιρική επιστημονική άποψη. Κατόρθωσε να εμπνεύσει πολλούς επιστήμονες και της εποχής του και μεταγενέστερους και να υπάρξει μια συνέχεια του έργου του και της σκέψης του μέσα από τους πολλούς άμεσους ή έμμεσους μαθητές του. Το έργο του επηρέασε βαθιά την ανθρώπινη σκέψη ενώ λειτουργεί σαν μαγνήτης για όσους έχουν αυτό το πνεύμα αναζήτησης που απαιτείται από τον εξελιγμένο άνθρωπο.

Ο Κάρολος Γουσταύος Γιούνγκ προς το τέλος της ανθρώπινης βιωτής του
Όσοι τον γνώρισαν σαν φυσικό πρόσωπο γοητεύτηκαν βαθιά και άλλαξαν όχι μόνο τρόπο σκέψης αλλά και παρουσίας μέσα στον κόσμο, μεταδίδοντας μια νέα προσέγγιση των πραγμάτων με ρίζες όμως πανάρχαιες και αυθεντικές. Όλα τα βιβλία που έγραψε δεν είναι παρά υποπροϊόντα μιας εσωτερικής πορείας εξατομίκευσης, ακόμη και όταν ερμητικοί δεσμοί τα συνδέουν με το παρελθόν και πολύ πιθανόν με το μέλλον. Το πραγματικό έργο, έλεγε, ολοκληρώνεται σιωπηλά και αγγίζει κάποια χορδή στο νου μερικών ανθρώπων. Η σκέψη του θα μας θυμίζει πάντα ότι όλοι χρειαζόμαστε βελτίωση και ότι η στενότητα αντίληψης στην προσέγγιση του κόσμου είναι μια βάση που μας στερεί την κατανόηση της αλήθειας. «Σήμερα», έλεγε ο Γιούνγκ, «κανείς δεν προσέχει αυτό που θα βρίσκεται πίσω από τις λέξεις, τις βασικές ιδέες που υπάρχουν εκεί. Ωστόσο το μοναδικό πράγμα που υπάρχει αληθινά είναι η ιδέα. Αυτό που έχω κάνει με το έργο μου είναι ότι έδωσα νέα ονόματα σε εκείνες τις ιδέες, σε εκείνες τις πραγματικότητες. Σκεφτείτε για παράδειγμα τη λέξη Ασυνείδητο. Διάβασα το βιβλίο ενός κινέζου Βουδιστή του Ζεν και μου φάνηκε πως μιλούσαμε και οι δύο για το ίδιο πράγμα και ότι η μοναδική διαφορά ανάμεσά μας ήταν το ότι είχαμε δώσει διαφορετικά ονόματα στην ίδια πραγματικότητα. Έτσι η χρήση ή μη της λέξης Ασυνείδητο δεν μετράει. Αυτό που έχει σημασία είναι η ιδέα που βρίσκεται πίσω από τη λέξη». Είχε, επίσης αναφέρει σε μια επιστολή του ότι «στέκω φρουρός του θησαυρού και του φωτός μου, επειδή είμαι βέβαιος ότι κανείς δε θα μπορούσε να ωφεληθεί αν τα έχανα, ενώ για μένα θα ήταν μεγάλη, αν όχι μοιραία, απώλεια. Αποτελούν το πολυτιμότερο αγαθό όχι μόνο για εμένα, αλλά πάνω από όλα επειδή ο δημιουργός έχει ανάγκη τον Άνθρωπο για να φωτιστεί η δημιουργία του». Επιθυμία του ήταν να προβάλλει το φως της συνείδησης μέσα στην απύθμενη θάλασσα του Ασυνείδητου που είναι ο ίδιος ο Θεός. Αυτός είναι ο ζωντανός μύθος που κληροδότησε ο Γιούνγκ στο σύγχρονο άνθρωπο, αν και φυσικά δεν είναι για όλους. Σύμφωνα με τον ίδιο, η προβολή της συνείδησης δεν ισοδυναμεί με τη λογική. Μάλλον είναι η προβολή του εσωτερικού φωτός που απορρέει από το μυστηριώδες κέντρο του ατόμου, επιτρέποντάς του να κατευθύνεται προς το βασίλειο των σκιών με ένα σταθερά δυναμικό τρόπο. Πίστευε πως η φύση μάς δημιούργησε μόνο μετά από αιώνες, έτσι ώστε με τη σειρά μας και εμείς να την ατενίσουμε σε όλη της την παροδικότητα και να την αποκαλύψουμε στην ολότητά της. Όλα τα στοιχεία της φυσικής δημιουργίας είναι ιερά αντικείμενα που μας περιμένουν να τα προσεγγίσουμε. Έτσι με μια λέξη θα γίνουμε ο καθρέφτης ολόκληρης της δημιουργίας των ζώων, των δέντρων, του ποταμού, της πέτρας και ίσως του ίδιου του Θεού, επειδή τελικά είμαστε η συνείδηση του κόσμου και η αντανάκλαση του λουλουδιού. Όπως έλεγαν και οι αλχημιστές, ο άνθρωπος πρέπει να τελειώσει το έργο που άφησε ατελείωτο η Φύση. Ο Γιούνγκ ήταν ένας επιστήμονας ικανός να εκφράσει τις ανακαλύψεις του στη συνηθισμένη γλώσσα των ανθρώπων, ήταν επίσης και μία παράξενη ύπαρξη που διηγούνταν απίθανες εμπειρίες σε μια γλώσσα η οποία δεν ήταν ακαδημαϊκή. Έδωσε νέους όρους σε εκείνα τα μυστήρια που απορρέουν από την αιώνια παράδοση του ανθρώπου. Αρκετά πριν από το θάνατό του άρχισε μια περίοδος προετοιμασίας, ένα είδος απόσυρσης μέσα σε ένα εσωτερικό βασίλειο. Μήνες πριν από τον θάνατό του έγραψε πως «είναι πολύ πιθανό να βλέπουμε τον κόσμο από λαθεμένη γωνία και ίσως βρούμε τη σωστή απάντηση αλλάζοντας οπτική γωνία, παρατηρώντας τον από άλλη πλευρά, δηλαδή όχι από τα έξω αλλά από τα μέσα. Ο επικείμενος θάνατος και το όραμα του κόσμου, εν όψει του θανάτου, είναι αληθινά μια περίεργη εμπειρία. Η αίσθηση του παρόντος απλώνεται μακριά, πέρα από το σήμερα, κοιτάζοντας πίσω στους αιώνες που πέρασαν και μπροστά στο αγέννητο ακόμη μέλλον». Πέθανε στην πατρίδα του στο Κούσναχτ, καθώς πλησίαζε τα ογδόντα έξι του χρόνια. Έχοντας αφιερώσει τόση πολύ σκέψη στον θάνατο, περίμενε το τέλος του με γαλήνη, ένα τέλος που του είχαν αναγγείλει τα όνειρα αρκετά πιο πριν. Σε ένα από τα τελευταία του όνειρα είδε μια μεγάλη κυκλική πέτρα που έφερε την επιγραφή: «Για σένα, σαν σημάδι Ολοκλήρωσης και Ενότητας». Η κεντρική εικόνα της αλχημείας, η φιλοσοφική λίθος που τον απασχόλησε ως σύμβολο επίτευξης του Εαυτού.
Παραπομπές – Σημειώσεις
[17] Merritt, Dennis L. (2012). The Cry of Merlin: Jung the Prototypical Ecopsychologist, WY: Fisher King Press, σ. 61.
[18] Snowden, Ruth. (2011). Understanding Jung: Flash, UK: Hachette σ. 3.
[19] Jung, C. G. (1969). The Archetypes and the Collective Unconscious, (trans. by R.F.C. Hull). Princeton: Princeton University Press, σ. 4.
[20] Tacey, David. (2012). The Jung Reader, Oxford: Routledge, σ. 196.
[21] Jung, C.G. (1953), Collected Works, vol. 7, “The Structure of the Unconscious” (1916), (Transl. by R. F. C. Hull. ed. Herbert Read, Michael Fordham, & Gerhard Adler). New York: Pantheon Books, παρ. 437–507, σσ. 263–292.
[22] Tarnas, Richard (2006). Cosmos and Psyche. New York: Penguin Group. σ. 50.
[23] Brown, R.S. (2014). Evolving Attitudes. International Journal of Jungian Studies, 6(3), 243-253.
[24] Papadopoulos, Renos K. (1992). C.G. Jung: Psychopathology and Psychotherapy, N.Y.: Taylor & Francis, σ. 311.
[25] Von Franz, Marie-Louise (1990). Dreams and Death – a Jungian Interpretation. Cultrix, Sao Paulo, σ. 9.
[26] Zhu, Caifang (2013). Jung on the Nature and Interpretation of Dreams: A Developmental Delineation with Cognitive Neuroscientific Responses , Behav. Sci. 2013, 3, σσ. 662-675.
[27] Jung, C.G. (2014), The Symbolic Life: Miscellaneous Writings, Oxford: Routledge, σ. 223.
[28] Jung, C.G. (2014), Modern Man in Search of a Soul, Oxford: Routledge, σ. 18.
[29] Brooke, Roger. (2003). Pathways Into the Jungian World: Phenomenology and Analytical Psychology, Oxford: Routledge, σ. 29.
[30] Aite, Paolo and Mann, Robert W. (2008). Landscapes of the Psyche, Milano: Ipoc Press, σ. 98.
[31] Nelson-Jones, Richard, (2006). Theory and Practice of Counseling, London: SAGE, σ. 67.
[32] Forsyth, James. (2003). Psychological Theories of Religion, N.J.: Prentice Hall, σ. 90.
[33] Gale, John, Robson, Michael and Georgia Rapsomatioti. (2013). Insanity and Divinity: Studies in Psychosis and Spirituality, Oxford: Routledge, σ. 57.
[34] Smith, Curtis D. (1990). Jung’s Quest for Wholeness: A Religious and Historical Perspective, Ν.Υ.: State University of New York Press, σ. 94.
[35] Hurding, Roger. (1994). Forever Jung. Third Way, Vol 17( 3), April, σσ. 11-14.
[36] Jung, Emma. (1985). Animus and Anima, Ν.Υ.:Spring Publications, σσ. 1-3.
[37] Smith, Curtis D. (1990). Jung’s Quest for Wholeness: A Religious and Historical Perspective, Ν.Υ.: State University of New York Press, σ. 77.
[38] Kirsch, Thomas B. (2012). The Jungians: A Comparative and Historical Perspective. Oxford: Routledge, σ. 6.
[39] Miller, David L. (2004). At the Edges of the Round Table: Jung, Religion, and Eranos. In Lyn Cowan, (ed.), Barcelona 04 / Edges of Experience: Memory and Emergence / Proceedings of the 16th International IAAP Congress for Analytical Psychology, Einsiedeln: Daimon Verlag, 2006, σσ. 129-144.
Βιβλιογραφία
-
- Jung, C.G. (1953), Collected Works, vol. 7, “The Structure of the Unconscious” (1916), (Transl. by R. F. C. Hull. ed. Herbert Read, Michael Fordham, & Gerhard Adler). New York: Pantheon Books.
- Jung, C. G. (1969). The Archetypes and the Collective Unconscious, (trans. by R.F.C. Hull). Princeton: Princeton University Press.
- Jung, C. G., F.C. Hull (ed) (1987) C.G. Jung Speaking, Bollingen Series, Princeton: Princeton University Press.
- Jung, C. G. (2009) The Red Book (Liber Novus) (trans Sonu Shamdasani, Mark Kyburz and John Peck), N.Y.: W. W. Norton & Company.
- Jung, C.G. (2014). The Practice of Psychotherapy: Second Edition, Oxford: Routledge.
- Jung, C.G. (2014), The Symbolic Life: Miscellaneous Writings, Oxford: Routledge.
- Jung, C.G. (2014), Modern Man in Search of a Soul, Oxford: Routledge.
- Jung, C.G. (2015). Collected Works of C. G. Jung: Second Edition, Oxford: Routledge.
Άλλοι συγγραφείς
-
- Aite, Paolo and Mann, Robert W. (2008). Landscapes of the Psyche, Milano: Ipoc Press.
- Brooke, Roger. (2003). Pathways Into the Jungian World: Phenomenology and Analytical Psychology, Oxford: Routledge.
- Brooke, Roger. (2015). Jung and Phenomenology, Oxford: Routledge.
- Cooper-White, Pamela (2006). Many Voices: Pastoral Psychotherapy in Relational and Theological Perspective, Minneapolis: Fortress Press.
- Fike, Matthew A. (2013). The One Mind: C. G. Jung and the Future of Literary Criticism, Oxford: Routledge.
- Gale, John, Robson, Michael and Georgia Rapsomatioti. (2013). Insanity and Divinity: Studies in Psychosis and Spirituality, Oxford: Routledge.
- Jung, Emma. (1985). Animus and Anima, Ν.Υ.: Spring Publications.
- Killick, Katherine & Joy Schaverien (2013). Art Psychotherapy and Psychosis, Oxford: Routledge.
- Kirsch, Thomas B. (2012). The Jungians: A Comparative and Historical Perspective. Oxford: Routledge.
- Merritt, Dennis L. (2012). The Cry of Merlin: Jung the Prototypical Ecopsychologist, WY: Fisher King Press.
- Miller, David L. (2004). At the Edges of the Round Table: Jung, Religion, and Eranos. In Lyn Cowan, ed., Barcelona 04 / Edges of Experience: Memory and Emergence / Proceedings of the 16th International IAAP Congress for Analytical Psychology, Einsiedeln: Daimon Verlag, 2006.
- Nelson-Jones, Richard, (2006). Theory and Practice of Counseling, London: SAGE.
- Forsyth, James. (2003). Psychological Theories of Religion, N.J.: Prentice Hall.
- Progoff, Ira (2013). Jung’s Psychology and its Social Meaning : An introductory statement of C G Jung’s psychological theories and a first interpretation of their significance for the social sciences, Oxford: Routledge.
- Smith, Curtis D. (1990). Jung’s Quest for Wholeness: A Religious and Historical Perspective, Ν.Υ.: State University of New York Press.
- Snowden, Ruth. (2011). Understanding Jung: Flash, UK: Hachette.
- Tacey, David. (2012). The Jung Reader, Oxford: Routledge.
- Staude John-Raphael (2014). The Adult Development of C.G. Jung (RLE: Jung), Oxford: Routledge.
- Tarnas, Richard (2006). Cosmos and Psyche. New York: Penguin Group.
- Papadopoulos, Renos K. (1992). C.G. Jung: Psychopathology and Psychotherapy, N.Y.: Taylor & Francis.
- Von Franz, Marie-Louise (1990). Dreams and Death – a Jungian Interpretation. Cultrix, Sao Paulo.
- Weisstub, Eli B. (1997). Archetype and relation in Religious Experience. In Mattoon, Mary Ann (ed),Zürich 95, Open Questions in Analytical Psychology: Proceedings of the Thirteenth International Congress for Analytical Psychology, Einsiedeln: Daimon Publishers.
- Young-Eisendrath, Polly & Terence Dawson (2008), The Cambridge Companion to Jung. Cambridge: Cambridge University Press.
- Πατήρ Βασίλειος Θερμός: Αναζητώντας το Πρόσωπο, Εκδόσεις Αρμός, 1998.
Επιστημονικός και περιοδικός τύπος
- Brabazon, Michael (2002), Carl Jung and the Trinitarian Self, Quodlibet Journal. Volume 4 Number 2-3, (Summer).
- Brown, R.S. (2014). Evolving Attitudes. International Journal of Jungian Studies, 6(3), 243-253.
- Hurding, Roger. (1994). Forever Jung. Third Way, Vol 17( 3), April, σσ. 11-14.
- Lance S. Owens (2010) The Hermeneutics of Vision: C. G. Jung and Liber Novus, The Gnostic: A Journal of Gnosticism, Western Esotericism and Spirituality, Issue 3, July, σσ. 23–46.
- Zhu, Caifang (2013). Jung on the Nature and Interpretation of Dreams: A Developmental Delineation with Cognitive Neuroscientific Responses , Behav. Sci. 2013, 3, 662-675.
Σύνδεσμοι
Ι.Φ.
Πρόσφατα Σχόλια