Η λειτουργία του οργασμού μέσο κυριαρχίας και υποταγής. Μέρος 7ο Κεφάλαιο Β΄

Ο πλατωνικός στοχασμός περί ομορφιάς

Καιρός να ασχοληθούμε με τις βασικές  πλατωνικές έννοιες  γύρω από την έννοια του ωραίου ταξινομώντας τα όσα έγραψε στην πρώιμη φιλοσοφική του πορεία και όσα αργότερα στην φάση της φιλοσοφικής του ωριμότητας.

Πολύ νωρίς ο Πλάτων καταπιάστηκε με το πρόβλημα του «ωραίου», στον Ιππία, χωρίς όμως να καθορίσει αμέσως θετικά τα ουσιαστικά στοιχεία, που το χαρακτηρίζουν αποφασιστικά. Με τη γνωστή του διαλεχτική προσπάθεια προχώρησε στην απόρριψη μερικών απλοϊκών και πρόχειρων απόψεων, που φυσικά τις βάζει στο στόμα ενός σοφιστή, μα δε συνέχισε το δρόμο του για να φτάσει στην καταφατική απάντηση που ζητούσε το αρχικό του ερώτημα. Η φαινόμενη αυτή αδυναμία δεν είναι «ηθελημένη» και σκόπιμη, καθώς παραδέχονται μερικοί, μα η πραγματική και οδυνηρά επίμοχθη πάλη του στοχαστή με το αντικείμενο του, που αδυνατεί να το καταβάλει και κατακτήσει.

Ο Πυγμαλίων ερωτεύτηκε το άγαλμα που σκάλισε και η Αφροδίτη μετά από παράκλησή του, την μεταμόρφωσε σε Γαλάτεια την οποία και έκανε γυναίκα του. Συμβολισμός της αδυναμίας του ανθρώπου ν’ αντισταθεί στο ωραίο.

Είναι μια φάση, θα λέγαμε, του αγώνα που κάνει για την κατάχτηση των κλονισμένων από τους σοφιστές αξιών, που θα του δώσουν το στήριγμα για να θεμελιώσει το οικοδόμημα του. Μέσα στην αρνητική απάντηση του Ιππία μπορούμε να βρούμε αναντίρρητα τα σπέρματα που θα βλαστήσουν με τον καιρό και θα υψώσουν το δέντρο της Πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Δεν έχει φτάσει στην ωριμότητα να αναπτύξει τη θεωρία των Ιδεών, όμως αισθάνεται την ανάγκη τους· χωρίς να ξέρει το τέρμα του, ανοίγει το δρόμο που οδηγεί προς αυτό. Βάζει στη γενικότητα της την έννοια της «μέθεξης», χωρίς ακόμα να της έχει δώσει το όνομα, χωρίς να έχει αγκαλιάσει το πλάτος της και να έχει βυθιστεί στο ερωτικό της βάθος, έως ότου φτάσει στο Συμπόσιο.

Βρίσκεται στα πρώτα ψηλαφήματα, καθώς ανεβαίνει τη σκοτεινή σπηλιά με τους δεσμώτες, κι ακόμα οι σκιές τον τριγυρίζουν έντονα και πιεστικά, όσο κι αν τις αρνιέται με επιμονή και δύναμη αυξανόμενη ολοένα. Η πορεία τούτη της σκέψης του θα τον οδηγήσει μια μέρα στην αποκάλυψη της Ομορφιάς, της ακέραιης και μοναδικής και αιώνιας και ανάλλαγης, όπως υπάρχει στον «υπερουράνιο τόπο», που μόνο την αχνή θύμηση της κρατάμε σε τούτη τη ζωή μας. Σ.γ.: Πλατωνική διαίσθηση ή προφητική αποκάλυψη; Περιγραφή της Ομορφιάς των Πρωτοπλάστων αλλά και την νεοδημιούργητης από τον Θεό Φύσης όπως θα ήταν στον Παράδεισο ή Κήπο της Εδέμ,

Το πρόβλημα της Ομορφιάς μπαίνει στον Ιππία με τη χαρακτηριστική βαρύτητα, που διακρίνει την τοποθέτηση των προβλημάτων στην πρώτη περίοδο του έργου του. Διερωτάται: Τι είναι η Ομορφιά; ακόμα καλύτερα: δεχόμαστε πως μια κοπέλα είναι όμορφη το ίδιο καθώς συμφωνούμε και για μια λύρα, για μια χύτρα, για μια φοράδα, ή για οτιδήποτε άλλο λέμε όμορφο, ενώ βέβαια δε χωράει καμιά σύγκριση της όμορφης χύτρας με την όμορφη κοπέλα, και θα μας φαινόταν ανυπόφορη η σύγκριση ενός όμορφου πιθήκου με έναν όμορφο άνθρωπο και επιζήμια για την όμορφη κοπέλα η σύγκριση της με μια Θεά.

Κι όμως όλα αυτά είπαμε πως είναι όμορφα. Τι είναι λοιπόν εκείνο που κάνει τα σώματα να φαίνονται ωραία; Ποιο είναι το στοιχείο, που με την «παρουσία» του δίνει το γνώρισμα της ομορφιάς;

Μήπως πρέπει να παραδεχτούμε πως εκείνο που είναι ταιριαστό στο καθετί, αυτό του δίνει την ομορφιά; Μια τέτοια όμως άποψη δεν είναι ικανοποιητική, γιατί κλείνει μέσα της τον κίνδυνο να κατηφορίσουμε προς τα απατηλά σοφιστικά κριτήρια των αξιών. Όπως οι σοφιστές με διάφορα λογικά τερτίπια αποδεικνύουν. Μια τέτοια παραδοχή θα σήμαινε, άμεσα, κατάφαση στην επικίνδυνη αισθητική αντίληψη του σοφιστή Γοργία, πως η τραγωδία είναι μια απάτη, όπου πιο δίκαιος είναι εκείνος που απατά από κείνον που δεν απατά, και πιο σοφός ο απατημένος από κείνον που δεν απατήθηκε – και έμμεσα, ενίσχυση της Πρωταγόρειας αρχής «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».

Γιατί αυτό το ταιριαστό, το «πρέπον», είναι κάτι που δε βρίσκεται άρρηκτα ενωμένο με την ουσία του αντικειμένου, παρά αποτελεί μια φαινομενική εμφάνιση του· με άλλα λόγια διαστρέφει την αληθινή φύση του, όντας «απάτη» σχετικά με την ομορφιά, που θέλει να πάρει τη θέση της.

 Δεν είναι λοιπόν αυτό που ζητούμε, γιατί απλούστατα ή κάτι άλλο δίνει την ομορφιά στα αντικείμενα ή δεν είναι όμορφα, και το ταιριαστό «πρέπον», αυτό διαστρέφει την αντίληψη μας απατώντας μας.

Ας μην εγκαταλείψουμε όμως την προσπάθεια μας, γιατί δε χάνεται η ελπίδα να βρούμε τι είναι ομορφιά. Ας κάνουμε μια δεύτερη υπόθεση: η Ομορφιά καθορίζεται από τη χρησιμότητα. Εξετάζουμε το κάθε πράμα σχετικά με τη φύση του, την κατασκευή του ή τη θέση του, κι αν είναι χρήσιμο το λέμε όμορφο, αν πάλι είναι άχρηστο το λέμε άσχημο. Ένα λουλούδι που ανθίζει στη γλάστρα π.χ. είναι πανέμορφο, όταν όμως ξεραθεί για κάποιο λόγο, μας είναι η θέα του άσχημη και το πετάμε γιατί είναι άχρηστο.

Το πρώτο αντιφατικό σημείο, που παρουσιάζεται σαν αναγκαστική συνέπεια της θέσης αυτής, είναι πως η δύναμη να γίνει κάτι χρήσιμο πρέπει να είναι κάτι το «καλό», πράμα που σημαίνει πως και η δύναμη που έχουν οι πιο πολλοί άνθρωποι να κάνουν το κακό κάνοντας κακή χρήση της δύναμής τους, πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι «καλό»· ένα τέτοιο σοφιστικό συμπέρασμα όμως δεν είναι δυνατό να το παραδεχτεί ούτε ένας σοφιστής. Λοιπόν, η πρώτη μας υπόθεση για το ωραίο, χρειάζεται να συμπληρωθεί και να ενισχυθεί από κάτι άλλο, γιατί στην απλή της μορφή ως παράγωγο δύναμης, δεν άνθεξε στον πρώτο έλεγχο της Πλατωνικής λογικής, και πάει -χάθηκε- η βιαστική ελπίδα που μας είχε γεννήσει.

Φάνηκε από την έρευνα πως χρειάζεται να προσθέσουμε την έννοια του αγαθού, και να πούμε πως όμορφο είναι τούτο που είναι χρήσιμο και μπορεί να κάνει κάτι αγαθό- δηλαδή καταλήγουμε σε μια καινούργια έννοια: στο Ωφέλιμο, που το ταυτίζουμε με το Ωραίο. Όμως και μ’ αυτήν ακόμη την προσπάθεια και τη λογική ενίσχυση του βάθους της ομορφιάς, βρισκόμαστε μπροστά σε καινούργια αντίφαση και κινδυνεύουμε να φτάσουμε στο γελοίο. Γιατί το ωφέλιμο, καθώς το ορίσαμε, είναι η αιτία του αγαθού, λοιπόν η ομορφιά είναι η αιτία του αγαθού. Μα η αιτία δεν μπορεί να είναι το ίδιο πράμα με το αποτέλεσμα αυτό σημαίνει πως η ομορφιά και το αγαθό είναι διαφορετικά και συνεπώς, ούτε η ομορφιά μπορεί να είναι αγαθό ούτε το αγαθό όμορφο -συμπέρασμα όχι παραδεχτό από τον Πλάτωνα.

Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο.

Η προσεχτική εξέταση αναποδογύρισε αποφασιστικά την αρχική υπόθεση, οδηγώντας την έως τις έσχατες συνέπειες που μπορούσε να έχει- αυτές καταλήγανε σε συμπεράσματα απαράδεχτα αξιωματικά. Κι ο Πλάτων προχωρεί σε μια τελευταία προσπάθεια εντοπισμού του αντικειμένου της μελέτης του σε όρια πιο καθορισμένα και πιο ευσύλληπτα.

Η Φρύνη, όχι μόνο πανέμορφη στο πρόσωπο αλλά στην ευθυγραμμία του σώματος και απαστράπτον ετοίμολογο πνεύμα. Λέγεται ότι τα κρύφια μέρη του σώματός της ήταν αισθητικά ακόμη ωραιότερα, τα οποία έκρυβε με αισθήτα . Δεν σύχναζε καν στα δημόσια λουτρά. Αφήνοντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου διάχυτη στο πέρασμά της.

Η καινούργια υπόθεση μας φέρνει στον αισθητό κόσμο και ορίζει την ομορφιά σαν οπτική και ακουστική ηδονή, που προέρχεται από τη θέα της ζωντανής ομορφιάς, από τις εικαστικές τέχνες, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Είναι όμως φανερό πως μέσα στην καινούργια τούτη υπόθεση βρίσκεται μια λογική αυθαιρεσία- με ποια αιτιολογία περιορίζουμε την ηδονή της Ομορφιάς στις δυο αισθήσεις, της όρασης και της ακοής, αποκλείοντας όλες τις άλλες;

Η μόνη απάντηση μπορεί να είναι πως αυτό αποτελεί την αρχική μας υπόθεση. Όμως είναι ανάγκη να στηρίξουμε την αρχική αυτήν υπόθεση, αν πρόκειται να οικοδομήσουμε πάνω στα βάθρα που μας δίνει. Προσπερνούμε την προσπάθεια μιας τυπικά λογικής αντιμετώπισης των αρχικών δυσκολιών, που επιχειρεί ο Πλάτων, για να φτάσουμε “στην κατάληξη. Η ηδονή της όρασης και της ακοής έχει τούτη την αδυναμία, όταν θελήσουμε να την ταυτίσουμε με την Ομορφιά, που βέβαια πρέπει να είναι κάτι ενιαίο: είναι μια ηδονή, που το στοιχείο της ομορφιάς πρέπει να το έχει στη συμπαρουσία και των δύο αυτών αισθήσεων (συναμφότερον) και συνάμα να το κρατάει και η καθεμιά αίσθηση χωριστά.

Όμως αυτό δε συμβαίνει, αλλά την ομορφιά, αν την έχουν, μπορούν να την έχουν μόνο στη συζυγία τους και όχι χωριστά η καθεμιά. Μια τελευταία απόκριση, που θα επιχειρούσε να ενισχύσει την ηδονή των δύο αισθήσεων, θα μπορούσε να είναι πως αυτή η ηδονή είναι η καλύτερη και η πιο αζήμια- όμως αυτή μας ξαναφέρνει στην απαράδεχτη ταύτιση της Ομορφιάς με το ωφέλιμο. Έτσι καταλήγουμε στην αδυναμία και του τρίτου αυτού ορισμού της ομορφιάς, πράμα που μας οδηγεί σε οριστικό αδιέξοδο και τελική αδυναμία να καθορίσουμε σταθερά το αντικείμενο της μελέτης μας, την Ομορφιά.

Η προσπάθεια λοιπόν του Πλάτωνα φαίνεται να οδήγησε στην άρνηση. Όμως έχει ουσιαστικά τούτο το θετικό κέρδος: ανατρέπει τη θέση της ωφελιμιστικής και ηδονιστικής αντίληψης για την τέχνη με τη διαλεχτική μέθοδο, κι ανοίγει το δρόμο για την παραπέρα έρευνα.

Ακόμα κάτω από τα αρνητικά στοιχεία του διαλόγου διακρίνουμε καθαρά δυο βασικά θετικά στοιχεία της Ομορφιάς: την ενότητα της και τη δυνατότητα παρουσίας της σε οποιοδήποτε αντικείμενο, υλικό ή πνευματικό, φυσικό ή ανθρώπινο. Με άλλα λόγια, δεν πιστεύει ο Πλάτων πως η ομορφιά είναι το γνώρισμα μονάχα της τέχνης, ούτε είναι δυνατό να δεχτεί πως η Ομορφιά είναι μονάχα νοητική κατηγορία ή έστω ανθρώπινη δημιουργία χωρίς αντικειμενική καθολική υπόσταση, γιατί μια τέτοια παραδοχή θα τον οδηγούσε ολόισα στα σοφιστικά κριτήρια του «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».

Η Αφροδίτη του Αntonio Canova εκπάγλου ομορφιάς σε καλεί σε στοχασμό και σε προκαλεί να φτάσεις στην έκσταση και να υπερβείς τα χυδαία και τα αισχίονα

Ως γνωστόν ο Πρωταγόρας εισήγαγε και την έννοια του «ανθρωποκεντρισμού», με τη χαρακτηριστική ρήση «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος[1]. Η έκφραση αυτή σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέτρο της αλήθειας και της γνώσης και γι’ αυτό κάθε υποκειμενική άποψη για κάποιο θέμα έχει την άξια της. π.χ. Στην Αθήνα είναι μία ανοιξιάτικη μέρα. Ένας τουρίστας από την Σουηδία λέει πως κάνει ζέστη. Ένας τουρίστας από την Αίγυπτο λέει ότι κάνει κρύο. Και οι δύο λένε αλήθεια. Άρα η αλήθεια εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο εξετάζουμε (ερμηνεύουμε) την πραγματικότητα και επομένως είναι υποκειμενική και σχετική.

Η Ομορφιά, όσο κι αν αδυνατούμε να συλλάβουμε με ακρίβεια το εννοιολογικό της βάθος και να την καθορίσουμε, έχει κύρος αντικειμενικό, γιατί αποτελεί οντότητα που ενυπάρχει σε όσα αντικείμενα -υλικά ή πνευματικά, φυσικά ή τεχνητά- δίνουμε το χαρακτήρα του Όμορφου. Η υπεραντικειμενική της ύπαρξη ακριβώς της χαρίζει την ενότητα, την αξία και μοναδικότητα, πράμα που θα πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα και να μη γελαστούμε να ζητήσουμε χωριστές εξηγήσεις για κάθε ωραίο. Αυτή την ολότητα παλεύει να αγκαλιάσει ο Πλάτων, γιατί μονάχα έτσι θα μπορέσει να εννοήσει την Ομορφιά του καθενός όμορφου. Όπως είπαμε λίγο πρωτύτερα, αν και δεν ξέρει ακόμα τις Ιδέες, βλέπουμε καθαρά πως τις ζητάει, ανοίγοντας το δρόμο που θα τον φέρει σ’ αυτές.

Τέλος, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το σημείο μιας προκαταρκτικής κατάφασης, που μόνο διαφαίνεται βέβαια, και δεν τη συζητάει εδώ καθόλου αναλυτικά ο Πλάτων, αποτελεί όμως τον πυρήνα της Πλατωνικής σκέψης και το αρχικό σημείο εκκίνησης στην πορεία της διαλεχτικής του ανάβασης.

Δυο φορές ο Πλάτων απορρίπτει την αρχική του κρίση για καθορισμό του ωραίου, από το γεγονός ότι αυτή οδηγεί στο χωρισμό της Ομορφιάς από το Αγαθό, κι αυτό επιμένει με σταθερότητα να μη το παραδέχεται. «Μπορεί να είμαστε ικανοποιημένοι και θέλουμε να παραδεχτούμε πως το “Καλό” δεν είναι “Αγαθό” και το “Αγαθό” “Καλό”;» Για τον Πλάτωνα και όλους μας  ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι λιγότερο ικανοποιητικό από κάθε άλλο προηγούμενο».

Τούτη ακριβώς η σκέψη, που έχει τις ρίζες της βαθιά, στη γενική τοποθέτηση του Πλάτωνα απέναντι στον κόσμο και τα προβλήματα του, θα τον ακολουθήσει σε ολάκερη τη ζωή του και θα αποτελέσει δυναμικό στοιχείο στη σύνθεση της ιδεολογικής του θεωρίας και στα πολιτειακά του συμπεράσματα. Το «Καλό», που για τον Πλάτωνα γεννάει μια πραγματική λατρεία, είναι αδύνατο να βρίσκεται χωρισμένο από το Αγαθό, που αποτελεί την αρχική αιτία του κόσμου όλου, που είναι το «μέγιστο μάθημα» και η «αιτία  της επιστήμης και της αλήθειας».

Καταλήγει ο Πλάτωνας πως ένας πανάγαθος Θεός μπορεί να έφτιαξε αρχικά τον κόσμο (κόσμημα, με την απέραντη, εκστατική Ομορφιά του) Αυτή είναι η κατάφαση του Πλάτωνα στον Ιππία Μ., που τη δυναμώνουν από την πλευρά τους οι αρνητικές καταλήξεις που παρακολουθήσαμε πρωτύτερα.

Επιμείναμε στο διάλογο αυτό, γιατί αποτελεί τη μοναδική περίπτωση συγκεκριμένης και συστηματικής αντιμετώπισης του προβλήματος της Ομορφιάς από τον Πλάτωνα και κλείνει, καθώς είδαμε, τα σπέρματα των απόψεων που θα ωριμάσουν αργότερα μέσα στο σύνοδο της ιδεολογικής του προσπάθειας. Και η αρνητική χυτή θέση, που βλέπουμε στον Ιππία Μ., καθώς και στους άλλους νεανικούς διάλογους, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως είναι η αναγκαία αφετηρία του Πλατωνικού στοχασμού, που ανατρέπει πρώτα ό,τι του φράζει το δρόμο, για να μπορέσει μετά να οικοδομήσει επίμοχθα και μεθοδικά.

Είδαμε πώς απορρίφθηκε στον Ιππία Μ. ο ορισμός της Ομορφιάς, που την ταύτιζε με το ωφέλιμο στην αρχή και την έδενε με την ηδονή παρακάτω. Κι όμως ο Γοργίας φαίνεται πως έρχεται να θέσει για μιαν ακόμα φορά το πρόβλημα εκεί απ’ όπου το είχε ξεσηκώσει αμετάτρεπτα, καθώς θα πίστευε κανείς, ο προηγούμενος διάλογος. «Δεν ονομάζεις κάθε φορά όμορφα» λέει ) Σωκράτης στον Πώλο, «όλα τα όμορφα, και τα σώματα π.χ. και τα χρώματα και τα σχήματα και τους ήχους και τις ανθρώπινες ασχολίες, αποβλέποντας σε κάτι; Απλούστερα: δεν ονομάζεις όμορφο ένα σώμα προσέχοντας στη χρησιμότητα του ή στην ηδονή που προξενεί σε κείνους που το θεάζονται;

Έτσι λοιπόν και για όλα τα άλλα, και τα σχήματα και τα χρώματα, τους δίνεις την ονομασία του όμορφου ή για κάποια ηδονή που χαρίζουν ή για κάποιαν ωφέλεια ή και για τα δυο μαζί». Και αμέσως παρακάτω η ενθουσιαστική κατάφαση του Πώλου: «Όμορφα, βέβαια, τώρα δίνεις τον ορισμό, Σωκράτη, ορίζοντας την Ομορφιά με την ηδονή και το αγαθό».

Θα ήταν πολύ εύκολο να ανακαλύψουμε εδώ κάποια Πλατωνική παλινωδία ή και μια αντίφαση με τα προηγούμενα. Όμως δε θα μας ωφελούσε σε τίποτα μία τέτοια βιασύνη, γιατί δε θα μας άφηνε να δούμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε δυο διαφορετικά προβλήματα τη μια και την άλλη φορά.

Στο Γοργία δεν μπαίνει διόλου το πρόβλημα του «καλού» στην ουσία του, όπως ακριβώς είδαμε προσεχτικά να το τοποθετεί ο Σωκράτης στον Ιππία. Εδώ, όπως πολύ σωστά πρόσεξε ο Fouillée, ο λόγος είναι για τον καθορισμό των συγκεκριμένων όμορφων αντικειμένων, υλικών ή πνευματικών.

Κι αυτό χωρίς να εγγίζει ούτε στιγμή το «είναι» του κάλλους των αντικειμένων αυτών. Είναι σωστό να προσέξουμε πως σε τούτο το χωρίο ο Πλάτων δε χρησιμοποιεί ούτε μια φορά το ρήμα εστί, αλλά στη θέση του βρίσκουμε πάντα τα: λέγεις, προσαγορεύεις, καλείς. Και δεν είναι χωρίς σημασία πως και τα τρία ρήματα βρίσκονται πάντα στο 2° πρόσωπο, σαν να θέλουν να σημάνουν πως στον Πώλο ανήκει μια τέτοια γνώμη, που δεν έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει την ουσία, μόνο περιφέρεται στη φαινόμενη επιφάνεια. Ακόμα στην απόκριση: «και καλώς γε νυν ορίζει, ώ Σώκρατες, ηδονή τε καί άγαθώ οριζόμενος τό καλόν», αντίστροφα με τις αρχικές αποκρίσεις του Ιππία Μ., που περιόριζαν το πρόβλημα: «τί εστί τό καλόν, στο απλοϊκό: τί εστί καλόν», ο Πώλος, κινημένος από την ίδια αδυναμία της σοφιστικής προχειρότητας, ανίκανος να παρακολουθήσει προσεχτικά τη διαλεχτική μάχη που του έχει ανοίξει ο Σωκράτης, βιάζεται να χειροκροτήσει με ικανοποίηση το Σωκρατικό ορισμό του «καλού», έναν ορισμό που μόνος του φαντάστηκε, μια και ο Σωκράτης, όμως αν προσέξουμε, δεν έκαμε διόλου λόγο για το «καλό», αλλά για τα «καλά». Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε σε όλο τούτο το χωρίο διαχυμένη βαθύτατα την Πλατωνική ειρωνεία, που όπως πολύ σωστά έχει λεχθεί, αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της Πλατωνικής διαλεχτικής και δηλώνει όσα δεν θα ήταν αρκετός να δηλώσει ο λόγος και ο μύθος.

Ο εθισμός στο Πλατωνικό κλίμα βοηθά να εννοήσουμε πως η Σωκρατική κατάφαση στους τέτοιους ορισμούς του «καλού» ή καλύτερα των «καλών», σκεπασμένη με το διάφανο πέπλο της ειρωνείας, είναι ταυτόχρονα και θέση και άρνηση. Το ότι ο Πλάτων αφήνει σκόπιμα χωρίς απάντηση την κρίση του Πώλου, πως τάχα ο Σωκράτης ορίζει το Όμορφο με την ηδονή και το αγαθό, να μετεωρίζεται άσταθα πάνω από το μόχθο της διαλεχτικής του προσπάθειας, μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τη βοήθεια της μεστής και γόνιμης αυτής ειρωνείας, που καρπίζει από το δέντρο του καλοθεμελιωμένου λόγου (λογικής). Μ’ ένα λόγο, το παράδειγμα της Ομορφιάς στο Γοργία είναι μόνον η γέφυρα, που θα αναγκάσει το σοφιστή να περάσει στην αντικρινή όχθη, για να παραδεχτεί πως η αδικία είναι «αισχίων (αισχροτέρα) της δικαιοσύνης»· αν η γέφυρα τούτη έχει κατασκευή σοφιστική, αποτελεί και αυτό δείγμα της Πλατωνικής τέχνης, χωρίς να γεννά καμιάν αντίφαση στις θέσεις που πρωτύτερα πήρε ή αργότερα θα πάρει ο Πλάτων. Ίσαμε εδώ βρισκόμασταν σε μια περιοχή του Πλατωνικού έργου, όπου κυρίαρχη πρόβαλλε η μορφή του Σωκράτη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Στον Ιππία Μ., ο Πλάτων προσπαθεί να επιτύχει τον εννοιολογικό εντοπισμό και σύλληψη του αντικειμένου, και ενώ βρισκόμαστε στο κατώφλι του «υπερουράνιου τόπου» των Ιδεών, λείπει ακόμα η απαραίτητη εκείνη διαλεχτική ετοιμασία, που θα μας χαρίσει τη μακαρισμένη θέαση.

Ο Γοργίας, χωρίς να απομακρύνεται από το σημείο τούτο, αγγίζει το πρόβλημα σ’ ένα σημείο της σφαιρικής του επιφάνειας, για να στηριχτεί βοηθητικά σ’ αυτό και να συνεχίσει τη μάχη με τη σοφιστική ρητορική. Το «καλόν» μένει ακόμα δελεαστικά πόθος του στοχασμού, κάτι που δε στάθηκε ικανή η λογική μας προσπάθεια να το περιορίσει και να το θεαστεί.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.