Ξυπνώντας από ένα ευφορικό όνειρο και μια ουτοπική φαντασίωση
Ήταν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν κατέφθανε η αμερικάνικη βοήθεια στην Ελλάδα, πλούσια και αστείρευτη στα πεινασμένα και ασυνήθιστα σε τόση αφθονία μάτια μας. Για όσους είχαν πρόσβαση στην Αμέρικα, όπως συνέβαινε σε κάποιους από μας, όταν κατέφθαναν τα μπαούλα με τις κονσέρβες, και τα τενεκεδένια βάζα με χυμό πορτοκαλιού και κίτρινο βούτυρο ή τυρί.
Στα μάτια μας η Αμερική,τότε με αυτή τη λέξη εννοούσαμε τις ΗΠΑ και στα παιδικά μας μάτια δεν υπήρχεούτε ο Κάναντα ούτε η Λατινική Αμερική, ήταν η χώρα του παραμυθιού και ο επίγειος παράδεισος.
Ήμουνα από τους τυχερούς να έχω θείους που έμεναν στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης γι’ αυτό στο σχολείο ερχόμουνα με δερμάτινα μπουφάν και έγχρωμες γαλότσες που έκαναν τους συμμαθητές μου να ζηλεύουν και να σιγοψιθυρίζουν πόσο ευνοημένος και τυχερός ήμουνα, να έχω μπάρμπα από το Μπρούκλιν.
Έτσι σιγά-σιγά μου βγήκε και το παρατσούκλι «Αμερικάνος» στο σχολείο πράγμα που αν δεν υπερηφανευόμουνα με έκανε να νιώθω μοναδικός και ο ευνοούμενος της ζωής.
Όταν ήρθε το χριστουγεννιάτικο δώρο του 1952 και το άνοιξε η μάνα, έμεινα έκθαμβος. Περιείχε στολίδια για το χριστουγεννιάτικο δένδρο που έλαμπαν στα παιδικά μου μάτια λες και ήταν από γνήσια διαμάντια, χρυσό και ασήμι. Πιο πολύ όμως με εντυπωσίασε η φάτνη με τον Χριστούλη ν’ αναπαύεται μέσα στην γυάλινη φάτνη, την Παναγιά, τον Ιωσήφ ν’ ακουμπά στη ράβδο του, τους βοσκούς, τα πρόβατα και τους μάγους να έρχονται να προσκυνήσουν το θείο βρέφος. Όλα αυτά φάνταζαν μαγευτικά, θεσπέσια και μοναδικά.
Την ίδια στιγμή, τα δένδρα των άλλων παιδιών ήταν μίζερα, ύψους 20 με 30 εκατοστά κι αντί για στολίδια και διακοσμητικές χριστουγεννιάτικες μπάλες, τοποθετούσαν πάνω στα κλαδιά μπαμπάκια, συμβολισμός του χιονιού σύμφωνα με την παράδοση ότι το βράδυ των Χριστουγέννων έπεφτε χιόνι στη Βηθλεέμ.
Φυσικά όσοι συμμαθητές έρχονταν στο σπίτι μου και τους έδειχνα περήφανος το δένδρο, έμεναν με ανοικτό το στόμα. Και τότε ένιωθα ισχυρός, τυχερός, μοναδικός, πλούσιος συγκρινόμενος με τη φτώχια των άλλων.
Αργότερα με τα άλλα δέματα που ακολούθησαν γνώρισα τα chewing gum τις λεπτές εκείνες πλάκες μαστίχας με την ιδιαίτερα γεύση που τη μάσαγες ξανά και ξανά και δεν σ’ έπαιρνε να την καταπιείς. Όταν πολύ αργότερα στο τέλος του 59 με 60, ήρθε η γνωστή κόκκινη τσίχλα καμμιά σύγκριση μ’ εκείνες. Ήταν η εποχή του χοιρομεριού (ham) και του tomato kethsup να γλύφεις τα δάκτυλά σου. Πολύ αργότερα η βιομηχανία ΚΥΚΝΟΣ στα Σαβάλια αποπειράθηκε να παράξει ντοματόπαστα σαν το ketchup με μικρή επιτυχία.
Χωρίς να ξέρω ή ν’ ασχολούμαι με τα πολιτικά, η Αμερική (ΗΠΑ) μου δημιούργησε την εντύπωση ότι ήταν η πιο μεγάλη και ισχυρή χώρα στον πλανήτη που πάνω από όλα εκπροσωπούσε και υπεράσπιζε φανατικά τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας μεταξύ των λαών. Η άλλη πλευρά, ο κομμουνισμός, φάνταζε στο νού μου σαν το τέρας, η δικτατορία του προλεταριάτου μου φάνταζε σαν δυο σιδερένια χέρια που έπνιγαν κάθε φωνή αντίδρασης, που στραγγάλιζε τα ανθρώπινα δικαιώματα κατεβάζοντας τανκς και ποδοπατώντας άνδρες, γυναίκες παιδιά όταν διαμαρτύρονταν.
Η κρίση της Κούβας υπήρξε για μένα ο πρόδρομος της πολιτικής σκέψης. Ξαφνικά άρχισα να παρακολουθώ στα περίπτερα τις επικεφαλίδες των εφημερίδων. «Ὁ Κέννεντι έστειλε τελεσίγραφο στον Κρουτσώφ», «Από στιγμή σε στιγμή επίκειται ο τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος». Στην απελπισία τους οι δικοί μου άρχισαν ν’ αποθηκεύουν όσπρια, μακαρόνια, αλεύρι και κονσέρβες.
Οι Ρώσοι τελικά υποχώρησαν και μια κραυγή ανακούφισης βγήκε από τα στήθη όλων μας. Εμείς, οι συγγενείς μου κι εγώ, ζούσαμε τα γεγονότα λες και η Κούβα ήταν νησί του Αιγαίου. Κλαίγαμε ακόμη και για τους θείους που σαν αμερικανοί πολίτες θα έφευγαν στρατιώτες για έναν ακόμη πόλεμο όπως παλιότερα με τους Japs (Ιάπωνες). Μόνο που τώρα οι εχθροί ήταν οι πρώην σύμμαχοι των ΗΠΑ, οι Σοβιετικοί.
Η υποχώρηση της ΕΣΣΔ τέλειωσε με μια περιφανή νίκη του Κέννεντι, τον θαύμασα τον αγάπησα θα έλεγα. Τούτο γιατί υπερασπίστηκε με σιδερένια πυγμή δείχνοντας τόλμη, θάρρος, και υπευθυνότητα τ’ ανθρώπινα ιδεώδη, ό,τι εκπροσωπούσε και πίστευε η ελεύθερη ανθρωπότητα. Έτσι ο Κέννεντι έγινε το ίνδαλμά μου.
Στα 17 μου χρόνια, έφηβος υποψήφιος για το πανεπιστήμιο, δεν ήμουνα πολιτικοποιημένος με την στενή έννοια του όρου, ήμουν όμως αμερικανόφιλος και σεβόμουνα τις αρχές του ελεύθερου κόσμου, χωρίς καλά-καλά να ξέρω ποιος ήταν αυτός ο Δυτικός πολιτισμός, οι αρχές του, σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, τη μαρξιστική αν θέλετε κομμουνιστική οπτική. Είχα συγγενείς αριστερούς, κάποιοι από αυτούς είχαν κακοπάθει σε φυλακές και ξερονήσια κι αν και λυπόμουνα για τις ταλαιπωρίες τους,η περιφρόνηση και η εμπάθεια με την οποία εκφράζονταν σε θέματα θρησκείας, η υλιστική τους αντίληψη «δεν υπάρχει Θεός», «αυτά είναι παραμύθια για τα μικρά παιδιά», με απομάκρυναν από κοντά τους και ένιωθα μια έμφυτη απέχθεια γι’αυτούς, έστω κι αν ανθρώπινα, τους συμπαθούσα.
Η δολοφονία του Κέννεντι το Νοέμβρη του 1963 υπήρξε σοκαριστική για μένα. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί, η CIA, ο Χούβερ, ο Τζόνσον, ο Λη Χάρβει Ώσβαλντ που είχε επισκεφθεί την ΕΣΣΔ, ο Εβραίος Ρούμπυ, που δολοφόνησε τον «δολοφόνο», η επιτροπή Γουώρεν με το επιπόλαιο και βιαστικό «άντε νατελειώνουμε» πόρισμά της, με άφησε άναυδο και σε πλήρη σύγχυση. Είναι δυνατόν οι Αμερικανοί να δολοφονούν τους προέδρους τους και μετά να χάνονται τα ίχνη των δολοφόνων μέσα από μια συνεχή αλλεπάλληλη σειρά φόνων που κάλυψαν με ένα πέπλο σιωπής τα κίνητρα και τους ηθικούς αυτουργούς;
Κάτι άρχισε να χαλάει μέσα μου, να με βάζει σε σκέψεις, άρχισα να αμφισβητώ τα ιδανικά και τις αρχές αλλά και την πολιτική διαδικασία και τις μεθοδεύσεις όσο και τις σκοπιμότητες του δυτικού κόσμου.
Μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο διαπίστωσα από τους πολιτικοποιημένους συναδέλφους αριστερούς και μη, πως ούτε ο σοβιετικός, ούτε ο καπιταλιστικός κόσμος κατείχε την αλήθεια, ούτε πίστευε στα ιδανικά τα οποία διακήρυττε πως εκπροσωπούσε και υπερασπιζόταν. Ήταν όλα ψεύτικα λόγια χωρίς ουσία, φτηνή προπαγάνδα, επιπόλαια φληναφήματα, φρούδα όνειρα και ανέφικτες ουτοπίες.
Έτσι φθάσαμε μετά την πτώση των σοβιετικών, του τείχους του αίσχους, την εκτέλεση του ζεύγους ΝικολάιΤσαουσέσκου κ.τλ., να αντικρίσουμε το χυδαίο πρόσωπο της Αμερικής και του καπιταλισμού. Έχοντας την αίσθηση ότι καταρρίφθηκε το αντίπαλο δέος, ότι δεν υπάρχει πλέον αντίσταση και φόβος από την κατακερματισμένη, απολωλότα εργατική τάξη, σιγά-σιγά ο καπιταλισμός και η τραπεζική ολιγαρχία άρχισε να αποκαλύπτει το εγκληματικό, τερατώδες στην ουσία δαιμονικό, πρόσωπό της. Η άρχουσα τάξη συμμετέχοντας σε μυστικές,αποκρυφιστικές λέσχες οργανώσεις, όπως ο τεκτονισμός, οι πεφωτισμένοι, οι Scull & Bones, οι Bildebergers, αισθάνθηκε παντοδύναμη. Ακόρεστη για πλούτο, και δύναμη, αποδείκνυε καθημερινά με τις παραβιάσεις κάθε ηθικού νόμου και ηθικής αρχής, πως ό,τι γίνεται με στόχο το κέρδος, το ατομικό συμφέρον, την υπεροψία της εξουσίας, αποσκοπεί στην ενστικτώδη ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου και το ακόρεστο γέμισμα τουωστομαχιού δεν υπόσχεται τίποτα περισσότερο από την παλινδρόμηση του «πολιτισμένου homo sapiens» σε ορδές βάρβαρων νεαντερτάλιων του τύπου «homo catastrophicus».
Έτσι περνάμε στο επόμενο εφιαλτικό σενάριο αποκύημα εμπειρίας του φίλου και σεβαστού πρέσβεως επί τιμή, Λεωνίδα Χρυσανθόπουλου το οποίο όχι απλώς υιοθετούμε αλλά το θεωρούμε ότι μας εκφράζει σε μέγιστο βαθμό.
Ευαγγελάτος Γεώργιος
Πρόσφατα Σχόλια