Το κέντρο του κόσμου. Μέρος Α΄

Αν δεν είχα διαβάσει το άρθρο του Κωστή Παπαγιώργη προφανώς δεν θα είχα εμπνευστεί, ούτε καν σκεφτεί να αναρτήσω το άρθρο τούτο. Ήταν τη δεκαετία του 80 περίφημη καταναλωτική εποχή, όταν ήρθα τελειώνοντας την μετεκπαίδευσή μου στα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία φης Νέας Υόρκης με φοβερά εφόδια, γνώσεις και εμπειρίες από την πιο μεγάλη μητρόπολη, πραγματικά το Κέντρο του κόσμου.

Νέα Υόρκη η πόλη των πόλεων. Αν επιβιώσεις εκεί όπου και να πας θα πετύχεις

Θυμάμαι ότι πολύ συχνά όταν βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη επαναλάμβανα στη γυναίκα μου που αγαπούσε τον τόπο της, δηλαδή την Πάτρα, γέννημα θρέμμα του κέντρου της πόλης και δυσανασχετούσε πότε να γυρίσουμε στην πατρίδα.

«Καλά πήρες την ειδικότητα της Ψυχιατρικής, πήρες την ειδικότητα της Νευρολογίας  τι στο καλό επιμένεις να τελειώσεις Ψυχανάλυση, και Παιδοψυχιατρική;»

«Κοίτα γυναίκα όσο περισσότερες γνώσεις έχεις για τον άνθρωπο τόσο πιο έτοιμος είσαι ν’ αντιμετωπίσεις και τα πιο δύσκολα. Ύστερα αν κατορθώσαμε τόσα χρόνια να επιβιώσουμε στη Νέα Υόρκη τότε  καταλαβαίνεις ότι η ζωή στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, όπου και να ανοίξουμε ιατρείο θα είναι παιχνιδάκι».

Και ήξερα πολύ καλά τι έλεγα. Αφού επιβίωσα  μέσα στον υπόγειο στο Double R (RR) στους 14 δρόμους όταν αργά εκείνο το βράδυ ο τύπος με τις ψευδαισθήσεις άρχισε και χαστούκιζε όποιον έβλεπε μπροστά του και κρατώντας μαχαίρι, φως φανάρι ότι αισθανόταν απειλούμενος μας, έβριζε σκαιότητα κι ενώ όλοι έκαναν σαν τα τρομαγμένα κατσίκια, πηδώντας εδώ κι εκεί, εγώ τον πλησίασα και τον καθησύχασα διαβεβαιώνοντάς τον με ήρεμη χαλαρή φωνή,  ότι είμαστε φίλοι του δεν κινδυνεύει από μας, μέχρις ότου στον επόμενη σταθμό τον ανέλαβε εξίσου ψύχραιμα η αστυνομία.

Και την επόμενη φορά όταν ένας μανιασμένος αστυνομικός, δεν ξέρω ποιος λόγος τον έκανε έξαλλο έπεσε επάνω μου παραβαίνοντας το κόκκινο φως από τη μεριά του. Εγώ,  ήταν με πολιτικά και δεν καταλάβαινα γιατί πήγε να κτυπήσει μια οχτάρα Σεβρολέτ που οδηγούσα με μια κατσαρίδα τύπου  Βολκσβάγκεν, του παραπονέθηκα, «μα καλά να με σκοτώσεις πας;» Αυτός τότε βγήκε από το αμαξάκι του μου έδειξε την ταυτότητα του αστυνομικού το badge, και στη συνέχεια μου έβγαλε το πιστόλι και μου  το κάρφωσε στον κρόταφο. «Σε μένα ρε φώναξες;» ούρλιαξε. «Έβγα έξω», πρόσταξε. Βγήκα ενώ συνέχιζε να με βρίζει χυδαιότατα. Ομολογώ ότι εκείνη την ώρα είδα σε δέκατα του δευτερολέπτου ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΝΑ ΠΕΡΝΑ ΜΈΣΑ ΑΠΌ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ και σκέφθηκα: «Αυτό ήταν, τώρα θα με σκοτώσει!»

Κι όμως  δεν εκπυρσοκρότησε το πιστόλι του. Συγκρατήθηκε; Ήταν άδειο; Φαίνεται πως ήθελε μόνο να με τρομάξει. Ύστερα από 5 λεπτά σωστούς αιώνες, με άφησε από το λαιμό που με έσφιγγε, χαλάρωσε και μου είπε με θριαμβευτικό τόνο: «Get the hell out of here».

Τα μεγάλα βαρέλια έχουν βαθύ πάτο

 Θυμάμαι ότι μηχανικά οδήγησα μέχρι το σπίτι μου και σκεφτόμουνα αν έπρεπε να μιλήσω για αυτή την οδυνηρότατη νυχτερινή περιπέτεια στη γυναίκα μου ή όχι. Τελικά δεν της είπα κουβέντα για τουλάχιστον μια βδομάδα.  Την άλλη βέβαια ημέρα πρωί-πρωί τα είπα στον Aby Pinski τον ψυχαναλυτή για να εισπράξω: «Dr Evangelatos τα μεγάλα βαρέλια έχουν βαθύ πάτο!» Σαν να μού ‘λεγε αφού θέλεις πολλά πράγματα να πετύχεις να ξέρεις ότι πολλά θα πάθεις και μπορεί και να πνιγείς!»

 Τελικά μετά από 7 χρόνια που πάλεψα με παρόμοιες δυσκολίες και κινδύνους τέλειωσα όσα ήθελα να κάνω κι εκεί που ετοιμαζόμουνα να σου και η γιατρίνα γυναίκα του Dr , Gabriel του Έλληνα παιδίατρου που έβλεπε τα παιδιά και τους έκανε τα εμβόλια, με συνάντησε μια μέρα έξω από το ιατρείο του συζύγου της και μου τα έψαλε δεόντως μπροστά στη γυναίκα μου: «Μα καλά απέκτησες τέτοια πείρα, τόσες γνώσεις και αντί να προχωρήσεις σε (PhD) ντοκτορά στη Νέα Υόρκη σκέφτεσαι να επιστρέψεις:»

Η γυναίκα μου  φρικάρισε, «άντε τώρα να περάσουμε άλλα δυο με τρία χρόνια για το PhD και τελικά έχετε γεια βρυσούλες λόγγοι, βουνά, ραχούλες »

Τελικά αυτή με έφερε στην Πάτρα, με ανώμαλη προσγείωση αφού πρώτα ξεπέρασε, ξεπεράσαμε το εμπόδιο που λεγόταν Δ.Π. Ποιος ήταν ο Δ.Π.; Μεγάλη ιστορία αλλά αξίζει να την αναφέρουμε διότι σχετίζεται με την Αθήνα του 1980. Ο Δ.Π. ήταν φίλος από τα παλιά. Πολύ πριν φύγω για τη Νέα Υόρκη.

Είχε σπουδάσει οδοντίατρος στο Καποδιστριακό και πήγε για εξειδίκευση στο Tuft’s University της Βοστώνη. Εκεί πρέπει να πήρε όλες τις ειδικότητες της οδοντιατρικής, Δηλαδή ενδοδοντία, προσθετική και αργότερα την τοποθέτηση εμφυτευμάτων πολύ πριν υπάρξουν στην Ελλάδα οι πρώτοι εμφυτευματολόγοι. Όταν παρακολουθούσε σεμινάρια για τα εμφυτεύματα στη δεκαετία του 1970 τον φιλοξένησα στο σπίτι που έμενα. Από τότε γνωριστήκαμε στενά, αδελφικά. Μας βάφτισε μάλιστα το ένα από τα παιδιά.

Ο Δ.Π. όταν γύρισε είχα αποκομίσει τόση πείρα και γνώση που θα ήταν εντελώς λάθος να ασκήσει την οδοντιατρική για μισθολογικά ξεροκόμματα του ΙΚΑ ή για ένα επαρχιώτικο οδοντιατρείο. Έτσι αποφάσισε να μείνει στο Κέντρο της Ελλάδας, στην Αθήνα. Και όχι οπουδήποτε στην Αθήνα, στο Κέντρο του Κέντρου της Πρωτεύουσας· στο Κολωνάκι. Εκεί έγινε το πρώτο όνομα μεταξύ των οδοντιάτρων. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ο πρώτος) και ο Κωστής Στεφανόπουλος ο μακαρίτης Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον Δ.Π. έφτιαχναν τα δόντια τους.

Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως αντέδρασε όταν του είπα για την πρόθεσή μου να ασκήσω την ψυχιατρική στην Πάτρα.

Όχι, είναι λάθος αυτή η απόφαση. Θα μείνεις στην Αθήνα. Αποκλείεται να καταλάβουν οι επαρχιώτες οι Πατρινοί την ποιότητα της δουλειάς σου.

Είχε δίκιο. Μου βρήκε μάλιστα και ιατρείο. Ένας γνωστός του νευρολόγος στο Κολωνάκι θα έπαιρνε σύνταξη άρα μπορούσα να εγκατασταθώ. Μου έκλεισε και ραντεβού με πάμπλουτους ασθενείς, γόνους πλουσίων οικογενειών, βιομηχάνων και εργοστασιαρχών από  την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα να έρθουν για ένα ραντεβού από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα με το προσωπικό τους ελικόπτερο. Όμως άλλα σχεδιάζαμε ο Δ.Π. κι εγώ, κι άλλα η γυναίκα μου που δεν είχε μεγάλες φιλοδοξίες και ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο πολύ συναισθηματικά με την Πάτρα, τους γονείς της, τους γνωστούς και φίλους, που συνήθιζε να επαναλαμβάνει «άντεξα 7 χρόνια στην ξενιτειά, σε ένα αφιλόξενο μέρος σε μια τεράστια πόλη και ποτέ δεν αφομοίωσα ούτε αφομοιώθηκα αυτή τη χώρα. Μπορεί να είδα την Μαρία Κάλλας στο Κάρνεγκι Χωλ με τον Ντι Στέφανο, να είδα στο Λίνκολν Σέντερ τις ωραιότερες όπερες και μπαλέτα αλλά ποτέ δεν προσαρμόσθηκα και πάντα σκεπτόμουν την επιστροφή…».

Στο δίλημμα αυτό έδωσα την λύση να απογοητεύσω τον Δ.Π. που είχε τεράστια εμπιστοσύνη σε μένα και στις επιστημονικές μου ικανότητες και στο όνειρο που προσπαθούσε να μου περάσει για μια άνετη, αν θέλετε πολύ άνετη ζωή. Η αλήθεια είναι, και το ήξερα πολύ καλά, ότι ο Δ.Π. είχε δίκιο και το πλήρωσα ακριβά αλλά δεν έπρεπε να σκεφτώ μόνο τον εαυτό μου…

Έμεινα λοιπόν στην Πάτρα η οποία ήταν, είναι και παραμένει μια πόλη σε μαρασμό. Στη γειτονιά μου για παράδειγμα τα ίδια παλιά κτίρια που υπήρχαν και το 50 εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Οι μόνες αλλαγές είναι κάποιες άγαρμπες, άθλιες, κοινότυπες πολυκατοικίες χωρίς έμπνευση και μεράκι. Τα μαγαζιά που όφειλαν να δώσουν ώθηση και να οδηγήσουν σε ανάπτυξη την οικονομία της πόλης, όσα προσπάθησαν ν’ ανοίξουν και να αναπτύξουν εμπορευματικές δραστηριότητες, οικονομικά κίνητρα, έκλεισαν, ήδη από την εποχή τις αρχές του 1990 όταν έκλεισε η Πειραϊκή Πατραϊκή και η Πιρέλι.

Έτσι παρέμεινα σε μια φτωχή Πόλη κατόρθωσα να επιβιώσω μόνο χάρη στις ικανότητές μου και την αγάπη μου για τις ειδικότητές που έχω. Έτσι η Πάτρα έγινε το κέντρο του μικρόκοσμού μας.

Πολλοί συνάδελφοι βέβαια στην Αθήνα πρόκοψαν κι έγιναν διάσημοι εφόσον ενέδωσαν στη Νέα Τάξη Πραγμάτων που ξέρει να προωθεί τα δικά της παιδιά. Γι’ αυτό έχω γράψει παλιότερα.

Ευαγγελάτος Γεώργιος  

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.