Το κέντρο του κόσμου. Μέρος Β΄

Αθήνα, Βαβυλώνα, Περσέπολις, Ρώμη, Παρίσι, Αγία Πετρούπολη, Λονδίνο, Νέα Υόρκη – πάντα κάποια πόλη διαφιλονικούσε το πρωτείο. Όχι απλώς ως μεγάλη πόλη, αλλά ως πρώτη πόλη στον κόσμο. Σήμερα αδυνατούμε να το αντιληφθούμε, αλλά «άλλοτε», στα βάθη του χρόνου, η πόλη δεν ήταν πραγματικότητα, παρά ανακάλυψη. Η έξοδος από την ποιμενική ζωή και η είσοδος σε ευρύτερους οικισμούς γέννησε την πόλη όχι απλώς ως συγκρότημα πολλών οικισμών, αλλά σαν κοιτίδα της ζωής – περίπου σαν έργο τέχνης. Η αρχιτεκτονική, πρώτη και καλύτερη θυγατέρα της πόλης, επινόησε την ομορφιά και την αρμονία οικοδομώντας.   Απ’ όπου και ο τίτλος πρωτεύουσα πόλη. «Ανήσυχη, ταραχώδης, αέναα διαφορετική, δυναμική, δραματική, αδιαπέραστη και αφομοιωτική, η Νέα Υόρκη είναι σήμερα ό,τι ήταν το Παρίσι πριν από εκατό χρόνια – η πρωτεύουσα μιας εποχής» γράφει ο Έντουαρντ Σαΐντ. Προβιβάζοντας μια πόλη εκατομμυρίων σε κέντρο του κόσμου, ουσιαστικά της αποδίδουμε και όλα τα γνωρίσματα της ισχύος – οικονομικής, πολιτισμικής, πνευματικής και βέβαια πολιτικής.

Μονάχα στη μεγάλη πόλη μπορεί το πνεύμα να απλωθεί σε μεγάλους κυματισμούς και να μετατρέψει τις ιδέες των ατόμων σε άτρωτο καθεστώς.

Συγκρίνοντας μια πολιτειούλα της περιφέρειας με το κέντρο είναι σαν να παραβάλλουμε το νύχι του ποδιού με το κεφάλι. Στην περιφέρεια όλα είναι στοιχειώδη, υποβιβασμένα, πενιχρά. Ή τουλάχιστον έτσι τα αντιλαμβάνονται οι τυχεροί άτυχοι κάτοικοί της. Απεναντίας στην κοσμοπρωτεύουσα, όπου η ανθρωπότητα παρελαύνει παντοιοτρόπως, οι κάτοικοι έχουν την αίσθηση ότι ανώτερη βαθμίδα δεν υπάρχει. Η ίδια η Ιστορία, αυτοπροσώπως, έχει εκεί την κατοικία της, βασίλισσα κατά κανόνα ή έστω αιχμάλωτη. Ευνόητο λοιπόν είναι, αφού χωρίζουμε τον κόσμο σε κέντρο και περιφέρεια, να μαντέψουμε το φρόνημα όχι τόσο του προνομιούχου όσο του επαρχιώτη, του αποκομμένου από τα νάματα της μυθικής διασημότητας.

Αθήνα, Βαβυλώνα, Περσέπολις, Ρώμη, Παρίσι, Αγία Πετρούπολη, Λονδίνο, Νέα Υόρκη – πάντα κάποια πόλη διαφιλονικούσε το πρωτείο. Όχι απλώς ως μεγάλη πόλη, αλλά ως πρώτη πόλη στον κόσμο.

Η φιλοθεάμων περιέργεια ιεραρχείται. Δεν ταξιδεύουν στις μεγάλες πόλεις ο αγρότης και ο τεχνίτης, δεν φθονούν το μεγαλείο τους ο ιερέας και ο κοινολαΐτης. Αντίθετα οι άνθρωποι που ορέγονται τη δύναμη (επιχειρηματίες, τυχοδιώκτες, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, ηθοποιοί, αθλητές) τρέφουν όνειρα μεγαλείου. Ο στενός κύκλος τούς πνίγει, η υποτυπώδης ζωή τούς ταπεινώνει. Άρα δεν τους μένει άλλη λύση παρά να δοκιμάσουν την τύχη τους σε ξένο τόπο. Προτιμούν να αποτύχουν στην πρωτεύουσα του κόσμου παρά να γεύονται την πενιχρή επιτυχία ζώντας σε περιθωριοποιημένους μυχούς του κόσμου. Δεν είναι περίεργο ότι η Νέα Υόρκη – μετανάστιδα κι αυτή, από το Γιορκ- βρίθει και πνίγεται από την παρουσία των αουτσάιντερ, των ετεροχθόνων κάθε κοπής και προελεύσεως. Και μόνο η φυσική παρουσία μέσα στην κοσμούπολη αποτελεί αναγνώριση, επαφή με τη βαθύτερη ζωή.

Σε κάθε πόλη υπάρχει στάθμη ζωής· όριο ανάδειξης· μηχανισμοί εμφάνισης και εξαφάνισης. Όταν αναλογιζόμαστε τον Ρουσώ να το σκάει από τη γενέθλια πόλη του τη Γενεύη για να φτάσει πεζή στο Παρίσι, τι άλλο μπορούμε να σκεφτούμε από το γεγονός ότι μαγνητιζόταν εξ ενστίκτου από την πόλη όπου θα συναντούσε το πεπρωμένο του; Ο Μαρξ στο Λονδίνο, ο Ντοστογιέφσκι στην Πετρούπολη, ο Τζόις και ο Μπέκετ στο Παρίσι (ο Παπαδιαμάντης στην Αθήνα, ο Καραθεοδωρής στο Μόναχο, ο Καζάν στο Χόλιγουντ) αφήνουν ανάλογη εντύπωση. Όπερ σημαίνει ότι ο «κάτοικος» δεν είναι αυτόνομη δύναμη, ικανή να αποδώσει όπου κι αν βρεθεί. Περίπου σαν θηρίο ή φυτό, γυρεύει το κατάλληλο κλίμα, οσμίζεται τον αέρα και ξενιτεύεται.

Υπάρχει κάτι το βαθύτατα δραματικό στον άνθρωπο που πνίγεται από το αίσθημα ότι δεν ζει στην κοινωνία που του αναλογεί, ότι μόνο αν γίνει απότακτος της πόλης του και πάρει των ομματιών του θα βρει τη γαλήνη και τις πηγές της δημιουργικότητας. Αλλά και στις χαμηλότερες βαθμίδες της κοινωνίας η μετακίνηση κατέχει μεταφυσικό ρόλο. Ο δέκατος ένατος και ο εικοστός αιώνας βρίθουν από παραδείγματα μανιακών για την πόλη. Όλοι οπτασιάζονται την πρωτεύουσα (να βρεθούν εκεί όπου επειδή τα μάτια είναι άπειρα κανείς δεν βλέπει, εκεί όπου συναντώνται οι φυλές και οι θρησκείες, εκεί όπου το παρόν σφιχταγκαλιάζεται με το μέλλον).

Έτσι βέβαια καθιερώθηκε -όχι άδικα- και ο τυχοδιωκτισμός που τοποθετούσε στα περιλάλητα αστικά κέντρα το νόημα της ζωής. Μονάχα στη μεγάλη πόλη μπορεί το πνεύμα να απλωθεί σε μεγάλους κυματισμούς και να μετατρέψει τις ιδέες των ατόμων σε άτρωτο καθεστώς. Συνεπώς δεν έχουν άδικο εκείνοι που φαντάζονται μια παγκόσμια κοσμόπολη, όπου όλοι θα κατοικούν και κανείς δεν θα είναι μετανάστης. Αν το κέντρο είναι παντού στον κόσμο, τι χρειάζονται τα ταξίδια; Η εποχή των γεωγραφικών ανακαλύψεων έχει οριστικά λήξει. Επιπλέον, κανείς δεν θα μπορεί πλέον να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του· αν παντού είναι Νέα Υόρκη, τότε τι «νέο» θα παρουσιάζει η «Υόρκη»;

Στην πρωτεύουσα των εκατομμυρίων ψυχών και των αμέτρητων νεκρών αναπέμπεται μια ανήκουστη προσευχή του πλήθους προς την ίδια την Ιστορία. Το νόημα της ζωής, όπως λένε οι Γερμανοί, είναι η ίδια η ζωή. Οι ίδιοι πάλι λένε ότι κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του ένα μυστικό που αν μαθευόταν θα τον έκανε μισητό σε όλους τους άλλους. Άρα το νόημα της πόλης είναι η ίδια η πόλη και το ακοινοποίητο μυστικό της είναι η ίδια της η ύπαρξη. Μεγαλείο και σήψη αυτονομούνται. Όλοι οι κοσμοπολίτες πεθαίνουν κάποτε, αλλά η πατρίδα τους παραμένει αθάνατη.

Πηγή: www.lifo.gr

Άρθρο του Κωστή Παπαγιώργη 14/9/2019 στον ερανιστή

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.