Όλη η Ελλάδα στα βήματα του Άσωτου Υιού αλλά και του πρεσβύτερου αδερφού. Μέρος 3ο

Χαρακτηριστικά του πατέρα

Ο πατέρας της παραβολής ξέρει πότε μιλά και πότε όχι. Πότε μοιράζει την περιουσία ολόκληρη, χωρίς να πή λέξι. Και πότε δεν δίδει ούτε ένα ερίφιο και επεξηγεί το γιατί. Πότε και ποιόν γιο του ασπάζε­ται, χωρίς άλλα σχόλια. Πότε και ποιόν γιο του δεν ασπάζεται, αλλά τον παρακαλεί και τον συμβουλεύει, πατρικά και βραχύλογα.

Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και επεξηγήσεις. Απαιτείται χρόνος, προσωπική αυτοπαρακολούθησι και δοκιμασία, για να καταλάβωμε -αν καταλάβωμε- περί τίνος πρόκειται.

Έχει σημασία λοιπόν να ξέρη κανείς πότε θα πή σε κάποιον κάτι. Και μέχρι που θα προχώρηση. Στη συνέχεια σταματά την επεξήγησι, χωρίς να προχωρή, ενώ το θέμα δεν λύθηκε, δεν τακτοποιήθηκε.

Δεν ρωτά τον νεώτερο γιο του τί σκέφτεται να κάμη και πότε. Γι’ αυτό τον αφήνει ελεύθερο να μείνη στο σπίτι όσες μέρες θέλει μετά τη μοιρασιά της περιουσίας (αυτός φεύγει «μετ’ ου πολλάς ημέρας»). Ούτε τον έρωτα που θα πάη· αν σκέφτεται να πάη κοντά ή μακριά («εις χωράν μακράν), ή αν θα πάρη όλα τα πράγματα του ή τα μισά («συναγαγών άπαν­τα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν»).

Ούτε τον πρεσβύτερο υιό ρώτησε τί αποφασίζει, αφού άκουσε όσα του είπε η πατρική του αγάπη. Τον αφήνει ελεύθερο να αποφασίση όταν και όπως θέλει. Αφήνει το θέμα ανοιχτό. Απλώς περιορίζεται στο να του πή τι έπρεπε να κάμη: «Ευφρανθήναι και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».

Και η παράκλησι, η προτροπή του πατέρα, μένει αναπάντητη, το τέλος άγνωστο. Κόβεται η συζήτησι απότομα, σταματά, μένει ακέφαλη. Γιατί δεν τελειώνει; Γιατί δεν φτάνει σε τελεία και παύλα;

Έτσι γίνεται. Δεν βρίσκεται τέλος με συζητήσεις στα θέματα αυτά και με ανθρώπους πού βρίσκονται σ’ αυτή την κατάστασι. Δεν υπάρχει τέλος σε συζητήσεις για θέματα που η φύσι τους ξεπερνά πάντα λόγον και αίσθησιν. Άλλωστε ούτε και το πρόβλημα, η αρρώστια του νεωτέρου, τακτοποιήθηκε με συζητή­σεις, άλλα με μια φαινομενική εγκατάλειψι, άφεσι στο να μάθη δια του πάθους του. Έτσι είναι. Μόνον ο Θεός να κάμη το θαύμα Του.

Κουβέντες και προτροπές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα σε ανθρώπους πού έχουν καταπιή το μί­σος, τη λογική της αυτοδικαιώσεως, της καταδίκης όλων των άλλων. Μπορούν να σου αραδιάσουν ατέλειωτα σε στιγμή χρόνου· να συσσωρεύουν αναρίθ­μητες δικές τους αρετές και εγκλήματα των άλλων. Όσα δεν ελέχθησαν -και δεν λέγονται- μπορούν να τα εκστομίσουν, για να εξοντώσουν τον αδελφό τους και να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Άλλα δεν αλλά­ζουν γνώμη. Δεν μπορούν να μετανοήσουν. Δεν αγαπούν. Είναι ξένο προς τη φύσι τους. Αυτή είναι η κόλασί τους.

Πώς μπορείς ν’ αγαπάς αυτούς πού δεν αγαπούν;

Αυτό είναι ένας μεγάλος σταυρός. Σου αρνούνται την αγάπη· είναι κόλασι γι’ αυτούς. Υποφέρουν, βασανί­ζονται. Άλλα πώς μπορείς να τους συμπαρασταθής, να τους συνδράμης, χωρίς αγάπη; Αυτοί ζητούν όχι τη σωτηρία, αλλά την καταδίκη, την εξόντωσι πάντων. Έτσι καταδικάζουν και τον εαυτό τους. (Θεολογία και πολιτεία κολάσεως.)

Ο πατέρας παρατρέχει τα επιχειρήματα του πρεσβύτερου γιου. Δεν του κάνει καμιά κριτική: ούτε τον ψέγει για κάποιο λάθος του, ούτε του αναφέρει κάτι καλό πού έκαμε. Δεν χρειάζεται να καθυστέρηση κα­θόλου μέσα στη λογική αυτή, πού δεν οδηγεί πουθενά άλλου, εκτός από το αδιέξοδο της κολάσεως. Δεν μπορεί κανείς να του αρνηθή την κάποια καλή του προσπάθεια, αλλά το κακό ήταν ότι δεν είχε κατα­λάβει ότι και ο ίδιος ήταν άσωτος, δεν ήταν μόνον ο αδελφός του.

Η παραβολή και εμείς σαν Ελληνικό Έθνος

Έχει άμεση σχέσι η παραβολή αυτή με τον Θεό Πατέρα και την ιστορία της ανθρωπότητας, (σ.γ.: αλλά και του Ελληνικού Έθνους) πού χαρα­κτηριστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, σε δύο γιους.

Εμείς που βρισκόμαστε; Ποιόν από τους δυο αντιπροσωπεύαμε;

Δεν είναι εύκολο να πούμε. Είναι επικίνδυνο βιαστικά να απαντήσωμε- αυτό μας διδάσκει η παραβολή.

Ο νεώτερος υιός από την αρχή, πού ζήτησε στανικά το επιβάλλον μέρος της ουσίας (και ποιος του είπε ότι είχε δικαίωμα να κάμη κάτι τέτοιο;), μέχρις ότου δαπανήση τα πάντα, και γίνη ισχυρός λιμός σ’ όλη τη μακρινή χώρα, και πεθάνη της πείνας αυτός και οι πολίτες της χώρας εκείνης… Μέχρις ότου γί­νουν όλα αυτά, ήταν ζαλισμένος, δεν ήταν στα καλά του, ήταν εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να διακρίνη, να καταλάβη τί έκανε. Μόνο μετά από όλα αυτά «ήλθεν εις εαυτόν».

Άρα, αν βρισκώμαστε στην κατάστασι αύτη του νεώτερου γιου, πριν ελθη εις εαυτόν, σημαίνει ότι είμαστε στην πραγματικότητα εκτός εαυτών και δεν ξέρομε που βρισκόμαστε, τι μας γίνεται, τι αντιπροσωπεύαμε. Ή και αν νομίζωμε ότι ξέρομε -πού συ­νήθως αμετροεπείς και αλαζόνες όπως οι περισσότεροι Έλληνες νομίζομε- πέφτομε έξω. Και μόνο αν έλθωμε εις εαυτούς κάποτε, με τη βοήθεια του Θεού, θα ανακαλύψωμε τη φτώχεια, τη γυμνότητα τον εξευτελισμό της αξιοπρέπειάς μας.

Άλλα και ο πρεσβύτερος υιός δεν είναι λιγότερο εκτός εαυτού. Η καλύτερα, αυτός δεν παρουσιάζεται ποτέ στην παραβολή να έρχεται εις εαυτόν, δηλαδή να έρχεται προς τον Πατέρα, να αισθάνεται και να ομο­λογή με τη ζωή και τη συμπεριφορά του την ανθρώ­πινη αδυναμία. Περί πολλών ψεύδεται και αλλοφρονεί: Κάνει πεισματικά το θέλημα του -«ωργίσθη και ουκ ήθελεν είσελθείν»- και νομίζει ότι έχει όλο το δίκιο με το μέ­ρος του. Ενώ κρίσις δικαία είναι εκείνου που δεν κά­νει το δικό του θέλημα αλλά μόνο το θέλημα του ουρανίου Πατρός.

Ο πρσβύτερος αυτοδικαιώνεται με τα λόγια του και ταυτόχρονα αναιρείται με τη διαγωγή του, αποδεικνυόμενος κενός οιηματίας, ξένος προς το ήθος του ουρανίου Πα­τρός. «Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι»: Υπολογίζει τον χρό­νο, την κτίσι όχι την αιωνιότητα, την άκτιστη χάρι, πού μια ροπή κάνει θεολόγο τον ληστή πού μετανοεί.

Κατηγορεί τον αδελφό του για ασωτεία και ανταρσία και ο ίδιος δεν υπακούει στον πατέρα του. Ενώ διαλαλεί τη διαρκώς άψογη στάσι του -«ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον»- την ίδια στιγμή όχι εντολή αυστηρή για δουλειά αρνείται, αλλά παράκλησι πα­τρική για συμμετοχή σε οικογενειακή χαρά καταπα­τεί.

Συμπέρασμα, δεν είναι εύκολο μόνοι μας να πούμε που βρισκόμαστε, γιατί μπορεί να πέφτωμε έξω, μπορεί να είμαστε εκτός εαυτών και να μην το ξέρωμε, να μην το αντιλαμβανώμαστε.

Τί φοβερό να είσαι τόσο μακριά, ενώ βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι! Και το ακόμη φοβερότερο, να εφαρμόζης τις εντολές και να μην καταλήγης στη γεύσι του μόσχου του σιτευτού, να μη γίνεσαι δαιτυμών λαμ­πρός του μεγάλου Συμποσίου πού προσφέρεται «υπέρ της Οικουμένης».

Στην ουσία σαν ελληνικό Έθνος είμαστε άσωτοι είτε έχουμε ταυτιστεί με τον νεώτερο είτε με τον μεγαλύτερο γιο. Σαν διεστραμμένος λαός, αλαζονικός, ευμετάβολος, ατίθασος, παραπαίων ως μέθυσος από τις ενστικτώδεις παρορμήσεις του, απαιτούμε να γίνει το δικό μας και ΟΧΙ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ. Έτσι δεν έχουμε αφήσει εντολή του Θεού που να μην καταπατήσουμε. Ας πάρουμε τις δέκα εντολές της Παλαιάς Διαθήκης σαν μέτρο παραβιάσεως και παρακοής του θείου θελήματος και αντικατάστασής του με το δικό μας θέλημα σαν λαός και σαν άτομα:

Εντολή 1η: Εγώ είναι ο Κύριος και Θεός σου και για σένα δεν υπάρχουν άλλου θεοί πλην εμού. Και το κυνήγι του πλούτου, του κέρδους, το χρηματιστήριο, η καθημερινή ενημέρωση από τη Wall Street Journal, αυτά δεν είναι έτεροι θεοί στο βωμό των οποίων χιλιάδες Έλληνες θυσιάστηκαν και θυσιάζονται με εγκεφαλικά κι εμφράγματα; Κι η Αφροδίτη δεν είναι μια άλλη θεά που έχει χιλιάδες λάτρεις και πιστούς στην ελληνική επικράτεια; Κι η ακηδία; Η παθητικότητα, η ανοχή κι ο συμβιβασμός με κάθε διαστροφή, ανηθικότητα, δεν είναι άλλοι θεοί, χάλκινα, και μαρμάρινα ομοιώματα δαιμόνων όψεις;

Εντολή 2η: Δεν θα προφέρεις το όνομα του Κυρίου και Θεού σου επί ματαίω. Πήγατε σε αίθουσες δικαστηρίου να δείτε πόσες φορές ψευδομαρτυρούν και για τους πιο δευτερεύοντες και τριτογενείς λόγους οι ¨Ελληνες κι οι Ελληνίδες καθημερινά, έτσι για ψύλλου πήδημα;

Εντολή 3η: Έξι ημέρες θα εργάζεσαι και την έβδομη θα αναπαύεσαι αφιερώνοντάς της στο Κύριό σου. Εδώ δίνονται λυσσαλέες μάχες να εργάζονται οι Έλληνες δουλοπάροικοι στις ξένες πολυεθνικές 7 ημέρες την εβδομάδα, να καταργηθεί η Κυριακή αργία, αν κι ακόμη δεν έχει επιβληθεί το μέτρο νομικά μοονότι περιέχεται στα μνημόνια. Όσοι δε αντιδρούν σε τέτοιο επίπεδο πνευματικής ωρίμανσης βρίσκονται, ώστε φέρνουν σαν επιχείρημα «αν δουλεύουμε τις Κυριακές δε θα μας μένει χρόνος να βλέπουμε τα παιδιά μας!» Καμμιά αναφορά στην ανάγκη για επικοινωνία με τον πατέρα και Θεό μας, στην προσευχή και τον εκκλησιασμό.

Εντολή 4η: Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου για να ευτυχήσεις και να ευλογηθεί η γη η αγαθή που θα σου δώσει ο Κύριος. Εμείς εφεύραμε τα ΚΑΠΗ για να απαλλαγούμε από τους υπερήλικες ενώ έχουμε τόσο ανάγκη την εμπειρία και τη γνώση τους κι εμείς και τα παιδιά μας, αλλά βαριόμαστε και στενάζουμε με την παρουσία τους ιδίως αν υπάρχει αρρώστια στη μέση. Αν και πεθάνουν στο ΚΑΠΗ κατευθείαν τους στέλνουμε από το ψυγείο στην εκκλησία, ούτε στο σπίτι δεν τους φέρνουμε για μια βραδιά, την τελευταία τους, το σπίτι τους, αυτό που με κόπο και ιδρώτα κατασκεύασαν για να κληρονομήσουμε και να χαιρόμαστε εμείς.

Εντολή 5η: Ου μοιχεύσεις. Στενάζουν τα ροζ ξενοδοχεία, οι ακρογιαλιές και τα ΙΧ κάθε βράδι κι ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα από τους μοιχούς και τις μοιχεύουσες. Τα υπόλοιπα ευκόλως εννοούνται.

Εντολή 6η: Ου κλέψεις. Το κλέψιμο είναι εθνικό σπορ, του κράτους προς τον πολίτη και του πολίτη προς το κράτος. Η ευρρυθμία και η ισορροπία των σχέσεων πολιτών και κυβέρνησης συνίσταται στην ανοχή κι αποδοχή της κλοπής και από τα δύο (δήθεν αλληλοσυνεργαζόμενα) συνεργαζόμενα μέρη.

Εντολή 7η: Ου φονεύσεις. Οι αμβλώσεις σε ένα μαραζωμένο, θνησιγενές κράτος, προτού να λάβουν τις ευλογίες της νομικής κατοχύρωσης ήσαν γύρω στις; 100 με 110.000 νεκρά έμβρυα τον χρόνο. Μετά τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου οι οποίες έλυσαν τα χέρια των Ελλήνων και των Ελληνίδων οι αμβλώσεις φόνοι, απογειώθηκαν στις 300.000 νεκρά εν δυνάμει ελληνόπουλα το χρόνο που δεν θα δουν ποτέ το φως και δεν θα χαρούν ποτέ τα δώρα που προσφέρει ο Δημιουργός Πατέρας μας στην ευλογημένη τούτη γωνιά της γης που καθημερινά μετατρέπουμε από Παράδεισο σε Κόλαση.  Δεν αναφερόμαστε στις αυτοκτονίες οι οποίες από το 2010 έχουν αυξηθεί κατά 30% λόγω της οικονομικής εξαθλίωσης.

Εντολή 8η: Δεν θα ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή. Αφήνουμε στους αναγνώστες να κρίνουν την αμετροέπεια και τις αλληλοκατηγορίες και ψεύτικες καταγγελίες σε κάθε επίπεδο,  της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Χαίρονται να εκτοξεύουν ψεύτικες, αήθεις, αμαυρωτικές για τον συν-Έλληνα αδερφό τους κατηγορίες. Σε τέτοιο επίπεδο ηθικής εξαθλίωσης έχουμε καταβυθιστεί ως λαός και διαμαρτυρόμαστε για όσα βάσανα και κακουχίες αντιμετωπίζουμε.

Εντολή 9η: Δεν θα επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου,

και εντολή 10η: Δεν θα επιθυμήσεις το σπίτι του διπλανού σου, το χωράφι του, τα ζωντανά του και όσα ανήκουν στον γείτονά σου.

Για την γυναίκα του γείτονα και πόσο τη λιμπίζεται ο διπλανός του, θα λέγαμε είναι πταίσμα συγκρίνοντάς την σαρκική έλξη με την κακεντρεχή ευχή-κατάρα που του δίνουμε να του ψοφήσει η γίδα για να φανεί πόσο άριστη και ανώτερη είναι η δική μας.

Εμείς ως πατέρες πνευματικοί τι ρόλο παίζουμε;

Υπάρχει μια ισορροπία στην όλη ιστορία, γιατί ο πατέρας όλα τα ρυθμίζει θείως, όλα τα υποφέρει. Σηκώνει γαλήνια τον σταυρό της όλης περιπέτειας του σπιτιού. Και τα δυο παιδιά του είχαν προβλήματα· βα­σανίστηκαν και τον βασάνισαν. Αυτός όμως έπραξε άψογα, θεϊκά. Ούτε τον νεώτερο υιό χαρακτήρισε άσωτο ούτε τον πρεσβύτερο επέπληξε, επειδή του μίλησε άπρεπα. Η συμπεριφορά του φανερώνει απέραντη αγάπη και φέρνει παρηγοριά.

Έφ’ όσον έχομε έναν τέτοιο Πατέρα, μπορούμε να ελπίζωμε. Μπορούμε να βρούμε τον δρόμο για το σπίτι, μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας.

Στη ζωή μας ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε παι­διά του Θεού· και υπόδειγμα για την επιστροφή προς τον ουράνιο Πατέρα είναι ο νεώτερος υιός. Βρισκόμαστε όμως και στη θέσι του πατρός ή του πνευμα­τικού πατρός. Τότε πάλι το πώς πρέπει να συμπερι­φερθούμε προς τα τέκνα ή πνευματικά μας τέκνα μας φανερώνει ή συμπεριφορά του «ανθρώπου» της πα­ραβολής.

Αν βρισκώμαστε στην κατάστασι του νεωτέρου πού επέστρεψε ή επιστρέφει, τότε μπορούμε να ανεχώμαστε τον άλλο, το παιδί μας. Τότε μπορούμε να νοιώθουμε -και να το ομολογούμε- ότι είμαστε αδύ­νατοι, πολύ αδύνατοι -«χωρίς αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (βλ. Ίω. 15, 5)-, άλλα δεν πρέπει να απογοητευώμαστε, γιατί έχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών» (Έβρ. 4, 15).

Αν βρισκώμαστε είτε στην κατάστασι του νεώ­τερου υιού σε χώρα μακρινή ζώντες ασώτως, είτε στην κατάστασι του πρεσβύτερου υιού, πού δικαιώνει τον εαυτό του και καταδικάζει τους άλλους, τότε οπωσ­δήποτε θα παραποιούμε τη διαγωγή του αληθινού Πατρός. Παρ’ όλη την πιθανώς καλή μας διάθεσι, θα βασανιζώμαστε και προ παντός θα βασανίζωμε.

Σύμφωνα μ’ αυτά μπορούμε να διακρίνωμε δύο εκτροπές συμπεριφοράς πατρός ή πνευματικού πατρός:

Α’. Οι πρώτοι -κατά το παράδειγμα του νεωτέ­ρου προ της επιστροφής- παρουσιάζονται ως πολύ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοί και ανεκτικοί. Δεν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογούν τους νέους. Δεν τους θεραπεύουν αρρώστιες (δεν έχουν τέτοια ικανό­τητα). Οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά τους, τα θεω­ρούν φυσικά, δικαιολογημένα ή και τέλεια. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης αλλά συνέπεια αδιαφορίας και επιπολαιότητας· προσπάθεια να αποκτήσουν την πρόσκαιρη φιλία των παιδιών. Αυτοί οι δάσκαλοι-πατέρες καλύπτουν την ανικανότητα και άγνοια τους με υποτιθέμενη φιλανθρωπία και κατανόησι, ενώ πρό­κειται για πραγματική καταφρόνησι και εγκατάλειψι του ανθρώπου, ο όποιος έχει ανάγκη από τα μέγιστα και τίμια.

Αυτούς τους οδηγούς ακολουθούν οι νέοι για λί­γο, ξεγελασμένοι από την επίφασι της τόλμης τους και τον παραπλανητικό φιλελευθερισμό τους. ‘Αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπουν, αν έχουν γνήσιες απαι­τήσεις και δυνατή πνευματική κράση, γιατί αντιλαμ­βάνονται την επικίνδυνη κουφότητα τους. Αυτοί είναι αλλότριοι, ξένοι προς τη ζωή, τη φύσι και βαθιά δί­ψα του ανθρώπου. «Και οι άνθρωποι αλλοτρίω ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, δτι ουκ οίδασι των αλλότριων την φωνήν» (Ίω. 10, 5). (Σ.γ.:Πολλοί σύγχρονοι ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές παίζουν αυτόν τον συμβιβαστικό χωρίς να ξεκαθαρίζουν τα αυγά και τα καλάθια ρόλο, δικαιολογώντας την κάθε παρέκκλιση και ηθική παρανομία).

Β’, Οι δεύτεροι μένουν φαινομενικά στο σπίτι του πατέρα -παράδειγμα ο πρεσβύτερος υιός- ενώ βρίσκονται μακριά από το πνεύμα και το μεγαλείο της αγάπης του.

Αύτοχειροτονούνται πνευματικοί πατέρες, επειδή «τοσαύτα έτη» δουλεύουν. Και ενεργούν ως βάναυσοι επιτιμητές των άλλων. Ο προσωπικός τους αγώνας για μετάνοια και ταπείνωσι, κατά τα λεγόμενα τους, έχει τελειώσει. Τώρα ασχολούνται με τα προβλήμα­τα των άλλων (και συνήθως αυτόκλητοι). Ό,τι κά­νουν, δεν υπαγορεύεται από άδολη πατρική αγάπη -τους είναι ξένη- αλλά από μια μοχθηρή καρδιά και αδικαιολόγητη τιμωρητικότητα, για τα χρόνια τους αγγίζει τη ζηλοφθονία. Έτσι σύντομα γίνεται σ’ όλους έκδηλη η εσωτερική τους ακαταστασία και εκδικητική μανία. Η φωνή και η συμπεριφορά τους είναι ξένη προς τη φωνή του γνή­σιου ποιμένα, πού θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων και «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά» (Ίω. 10, 3).

Γι’ αυτό οι άνθρωποι τους εγκαταλείπουν. Και όσο απομακρύνονται -και δικαιολογημένα- τόσο αυτοί δαιμονίζονται, εκσφενδονίζοντας απειλές και κατάρες γι’ αυτούς πού δεν ζητούν τις συμβουλές τους.

Δεν μπορούμε, δεν μας είναι επιτρεπτό, να δείξωμε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη επιείκεια η αυστηρότητα απ’ όση έδειξε ο ουράνιος Πατέρας. Η διαφορετικά να πούμε: και η επιείκεια και η αυστηρότητα μας είναι ανεπαρκείς και περιττές για τον άλ­λο. Αυτό πού χρειάζεται, είναι να παύσωμε, αν μπο­ρούμε, να ζούμε τον κατά φαντασίαν βίο, και να ζούμε για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα. Έτσι θα ζούμε και για όλους. Και δι’ ημών θα φανερώνε­ται Εκείνος, ο Αρχηγός της ζωής, και όχι οι σχε­τικές και άνευ αξίας δικές μας απόψεις και ενέργειες. (Σ.γ.:Αυτός είναι και ο τρόπος προσέγγισής μας προς τον ταλαίπωρο ελληνικό λαό. Συγχωρητική διάθεση αλλά και ξεκαθάρισμα της θείας βούλησης και του θείου θελήματος στο οποίο οφείλουμε να υποταχτούμε).

Αυτός πού επέστρεψε η επιστρέφει βλέπει μόνο την αναξιότητά του («ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Γι’ αυτό διακρίνει και εκπλήσσεται από την αγάπη του Θεού. Βλέπει τον εαυτό του πρώτο των αμαρτωλών και τους άλλους καθαρούς. Αυτός ο άνθρωπος αγαπά «καθ’ ομοιότητα του Θεού» (Αββάς Ισαάκ, λόγος πα’), αγαπά με την αγάπη του Θεού, πού σώζει και κρίνει. Δι’ αυτού αγαπά και φανερώνε­ται μόνον ο Θεός. Αυτός γίνεται Θεός κατά χάριν και όχι θεολόγος κατά φαντασίαν. Το πρώτο είναι δύσκο­λο και δυσεύρετο, το δεύτερο ευτελές και καθημερινό.

Οι αγιαζόμενοι, οι Άγιοι, μας παρηγορούν, μας σώζουν. Αυτοί μπορούν να αναλάβουν το έργο του πατρός, γιατί λένε την αλήθεια με τον λόγο και τη ζωή τους. Παρουσιάζουν ότι ο αγώνας τους υπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεί ν’ αλλάζη, αλλά δεν τελειώνει, μέχρι να μπή ο άνθρωπος στον τάφο. Το έργο της με­τανοίας ακολουθεί όσο ζούμε. Η ήμερα της ταφής μας είναι η ώρα του σαββατισμού.

Και μείς, πού είμαστε αδύνατοι, πού έχομε προβλήματα, τους ακούμε, τους εμπιστευόμαστε το είναι μας, τους πλησιάζαμε, θέλομε, όσο γίνεται περισσό­τερο, να μένωμε κοντά τους. Γιατί νοιώθουμε ότι μας νοιώθουν, μας ευεργετούν, μας θεραπεύουν, όσο σκλη­ροί κι αν είναι -όταν είναι. Η φιλανθρωπία τους είναι δραστική, σωτήρια, και η αυστηρότητα τους φιλάνθρωπη.

Χωρίς την αγάπη του Θεού Πατρός και την παρουσία των Αγίων, που κάνουν αισθητή τη στοργή και το φως Του, η ζωή στη γη σκοτεινιάζει και κρυώ­νει σαν κόλασι. Οι πολίτες της «μακρινής χώρας» σε καταστρέφουν στέλνοντας σε να βόσκης χοίρους, πά­θη σαρκός. Και οι «δίκαιοι» -τύπου πρεσβύτερου υιού- σε καταδικάζουν δεν δέχονται τη μετάνοια σου.

Υπάρχει όμως πάντοτε ο Πατέρας που σε γέν­νησε, σε πονά και σε σώζει.

Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο, εφ’ όσον έχομε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας.

 

Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη με σχόλια από Ευαγγελάτο Γεώργιο

πηγή:http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=3449:η-παραβολή-του-ασώτου-υιού-αρχιμ-βασιλείου-γοντικάκη&Itemid=226

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.