Συγκλονιστικά είναι όσα περιγράφει σε μήνυση που κατέθεσε ενώπιον της Εισαγγελίας Λάρισας μία 23χρονη, η οποία επέβαινε στη μοιραία επιβατική αμαξοστοιχία των Τεμπών. Η μήνυση κατατέθηκε το Δεκέμβριο του 2023, από την ίδια και δύο φίλες της οι οποίες επίσης ταξίδευαν με το τρένο το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου. Όσα αναφέρονται σε αυτή, προκαλούν πραγματικά ανατριχίλα. Όχι μόνο για τις στιγμές του δυστυχήματος, αλλά και όσα ακολούθησαν μετά.

Η νεανική της ψυχή έχει «χαραχτεί ανεξίτηλα» από το τραγικό συμβάν. Όπως αναφέρει «…φοβάμαι ότι θα πεθάνω την επόμενη στιγμή, δεν απολαμβάνω τη ζωή, τη νεότητά μου που θάφτηκε κι αυτή στα συντρίμμια και μετά μπαζώθηκε όπως ο τόπος του εγκλήματος..»

Η 23χρονη φοιτήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχε ταξιδέψει στην Αθήνα λίγες μέρες πριν την τραγωδία. Ήταν το πρώτο της ταξίδι, χωρίς την οικογένειας της, αλλά δεν «ανησυχούσε καθώς αφελώς θεωρούσα το τρένο το ασφαλέστερο μεταφορικό μέσο, αγνοώντας προφανώς την επί δεκαετίες έλλειψη συντήρησης και εκσυγχρονισμού των σιδηροδρομικών υποδομών». Η 23χρονη μάλιστα έλεγε στις φίλες της «ότι δεν με φοβίζει το ταξίδι με το τρένο, γιατί δεν είναι δυνατόν να πεθάνουν τόσοι πολλοί άνθρωποι ταυτόχρονα». Ωστόσο, όπως αναφέρει «η πραγματικότητα με διέψευσε με τον χειρότερο τρόπο..».

«Άκουγα ουρλιαχτά»
Η 23χρονη περιγράφει όσα έγιναν το μοιραίο βράδυ.

«…Θυμάμαι ότι ξύπνησα από τον ήχο, ήταν πάρα πολύ δυνατός. Σαν τρακάρισμα, ένα μεγάλο «μπαμ», σαν σύγκρουση. Και μετά για κάποια δευτερόλεπτα, έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, άνοιξα τα μάτια μου. Κατάλαβα ότι ήμουν στη θέση μου, κρατούσα με το ένα χέρι το τραπεζάκι μπροστά μου και το άλλο χέρι μου ήταν στο παράθυρο, στην αριστερή πλευρά μου, το οποίο είχε σπάσει εντελώς και είχε γεμίσει θραύσματα.

»Άκουγα ουρλιαχτά, τα παιδιά από απέναντι φώναζαν «Τι ζούμε;». Προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται, στην αρχή νόμιζα ότι ήταν όνειρο και θα ξυπνήσω, ευχόμουν να ήταν απλώς ένας εφιάλτης και να μην είχε συμβεί ποτέ, παρέμεινα στη θέση μου και δεν κουνήθηκα κάποια δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή ο ήχος χάθηκε, σαν να συνέβαιναν όλα υπόκωφα, σαν ταινία που είναι σε σίγαση αλλά καταλαβαίνεις την ένταση που επικρατεί.

»Πριν προσπαθήσω να σηκωθώ, έκανα το σταυρό μου και άρχισα να πιάνω το σώμα μου, για να δω αν είμαι αρτιμελής και αν έχω κάπου ανοιχτό τραύμα, γιατί πονούσα, αλλά δεν μπορούσα να δω τι είναι ακριβώς. Έβαλα δύναμη στο χέρι μου, ως αντίσταση, για να σηκωθώ στηριζόμενη στο τραπεζάκι. Πάνω μου δεν είχα τίποτα, ούτε τσάντα, ούτε κινητό, το δερμάτινο παλτό μου, με το οποίο είχα σκεπαστεί, είχε πέσει στο πάτωμα και είχε λιώσει. Θυμάμαι ότι, όσο προσπαθούσα να σηκωθώ, η Ξ…., που καθόταν απέναντί μου, από την πλευρά του παραθύρου, φώναζε ότι έχει πλακώσει το πόδι της μια βαλίτσα. Με τη βοήθεια ενός παιδιού ευτυχώς μπόρεσε να απεγκλωβιστεί.

»Τα αγόρια που κάθονταν απέναντι μας είχαν ανέβει με τα πόδια πάνω στις θέσεις και κρατιούνταν από τα ντουλαπάκια, για να μπορούν να προχωράνε προς το πίσω μέρος του βαγονιού. Ο διάδρομος δεν είχε σχεδόν καθόλου χώρο, κι εγώ, όταν σηκώθηκα, ήμουν πλάγια πάνω στις θέσεις, δεν χωρούσα να σταθώ όρθια κανονικά, γιατί το βαγόνι είχε πάρει κλίση, ήταν σαν να είχαμε συμπιεστεί και το βαγόνι είχε συρρικνωθεί. Ήρθε ένα αγόρι ακριβώς στο παράθυρο που καθόμουν, ανέβηκε πάνω στις θέσεις και μετά στο παράθυρο, είχε το ένα χέρι στο παράθυρο και το άλλο χέρι στη θέση και κοιτούσε μήπως μπορούσαμε να πηδήξουμε από εκείνη τη μεριά, αλλά η φωτιά έκαιγε πολύ κοντά μας και δεν ξέραμε ακόμα που ήμασταν, νομίζαμε ότι ήμασταν σε γκρεμό. Τον παρακάλεσα να μην πηδήξει, εάν πηδούσε από εκεί, θα καιγόταν ζωντανός… Με καθησύχασε ότι δεν θα πηδούσε, απλώς κοιτούσε αν θα μπορούσαμε να βγούμε από εκεί

»Κάποια στιγμή, μέσα στον πανικό και την αλλοφροσύνη, φώναξε μια κοπέλα «Ηρεμήστε όλοι! Πρέπει να ηρεμήσουμε, πρέπει να δούμε πώς θα βγούμε». Και φώναξε ότι βρήκαν ένα παράθυρο, στο πίσω μέρος του βαγονιού, το οποίο μάλλον ήταν ήδη σπασμένο, απλώς κάποιοι το καθάρισαν γύρω γύρω, για να μην κοπούμε από τα θραύσματα. Το παράθυρο αυτό ήταν πιο μικρό από το δικό μας, αλλά ήταν ασφαλέστερο να βγούμε από εκεί. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να περπατήσουμε μέχρι το παράθυρο αυτό, που ήταν η μοναδική διαφυγή μας, καθώς το βαγόνι είχε πάρει μεγάλη κλίση, το ένιωθα σαν να κατέρρεε εσωτερικά…

»Αφού βγήκαν οι φίλες μου και τα αγόρια από απέναντι, εγώ έμεινα πιο πίσω. Πάγωσα. Κοκκάλωσα. Δεν μπορούσα να προχωρήσω. Έβαλα τα κλάματα, προσπαθούσα από κάπου να κρατηθώ, φώναζα «Δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ!». Μία κοπέλα με καθησύχασε, με έπιασε από τα μπράτσα και μου είπε: «Είμαστε καλά, τώρα πρέπει να βγούμε, έρχεται η φωτιά. Μπορείς να το κάνεις! Πρέπει να το κάνεις!». Γύρω άκουγα φωνές ότι πρέπει να βγούμε, γιατί μας πλησιάζει τη φωτιά και θα καούμε ζωντανοί. Πολύ λίγα πράγματα καταλάβαινα, απλώς ακολούθησα την κοπέλα και πήγαινα, δεν είχα αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Μόνο μία εσωτερική υπόμνηση: «Πρέπει να βγούμε, έρχεται η φωτιά, πρέπει να βγούμε, η φωτιά θα μας κάψει. Πρέπει…».

«Αλληλεγγύη και αυταπάρνηση»

»Ακολουθώντας τα παιδιά μπροστά μου, έφτασα στο παράθυρο. Ανέβηκα στο παράθυρο, που ήταν σε μεγάλο ύψος. Δεν ήξερα που θα έπεφτα, έπρεπε όμως να τολμήσω, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Πίσω έφταναν οι καπνοί, οι φλόγες, ο βέβαιος θάνατος… Δύο αγόρια, δεν θυμάμαι τα πρόσωπά τους, με έπιασαν αγκαλιά και με κατέβασαν, για να μην σπάσω τα πόδια μου. Πάτησα σε έναν σωρό από λαμαρίνες, κάποιοι είχαν ρίξει βαλίτσες και μπουφάν, για να μην κοπούμε. Κάθε φορά που θυμάμαι εκείνες τις εφιαλτικές στιγμές, με συγκινεί η αλληλεγγύη και η αυταπάρνηση των «άγνωστων σωτήρων», στους οποίους θα είμαι για πάντοτε ευγνώμων.

Πατώντας όπου μπορούσα, σε λαμαρίνες, σε βαλίτσες, σε συντρίμμια, προχώρησα, αναζητώντας τις φίλες μου. Θέλαμε να βεβαιωθούμε ότι είμαστε και οι 4 έξω και ότι είμαστε όλες καλά. Κοιτούσαμε δεξιά αριστερά, για να καταλάβουμε που ήμασταν, από τη μία η φωτιά, από την άλλη το βαγόνι μας κρεμασμένο στον γκρεμό, κάτι containers, βαγόνια παρά πίσω. Μπροστά μας είχε εμπόδια, ο κόσμος περίμενε σε ουρά για να περάσουν από ένα σχετικά χαμηλότερο σημείο. Ήταν μάλλον η πλατφόρμα, ανάμεσα από τα container της εμπορικής αμαξοστοιχίας, θα περνούσαμε από εκεί, προκειμένου να βγούμε στην απέναντι πλευρά, πάνω στις γραμμές που ήταν ελεύθερες από εμπόδια.

»Πάνω στην πλατφόρμα ήταν 2-3 παιδιά που βοηθούσαν τους άλλους να ανέβουν, γιατί και πάλι ήταν ψηλά, δεν μπορούσε κανείς να ανέβει μόνος του. Πιάστηκα από μία αλυσίδα, μάλλον ήταν η ένωση, με τράβηξαν τα παιδιά προς τα πάνω, οι πίσω μου με έσπρωξαν για να ανέβω. Πάνω στην πλατφόρμα είχε κάτι σαν γράσο, γλιστρούσε πολύ και φοβούμουν μην πέσω. Δεν θυμάμαι πώς κατέβηκα, μάλλον πήδηξα και μάλλον με έπιασαν και πάλι, γιατί ήταν πολύ μεγάλο το ύψος για να πηδήξω μόνη, δεν θυμάμαι καθόλου…

»Αφού πλέον είχαμε ξεπεράσει τα εμπόδια και βρεθήκαμε στις ελεύθερες από εμπόδια σιδηροδρομικές γραμμές, προχωρούσαμε ακολουθώντας κάποια άτομα, δεν ξέρω αν ήταν μόνο από το δικό μας βαγόνι. Είδαμε φωτιά και από την άλλη κατεύθυνση. Προχωρήσαμε για κάποια μέτρα. Από την άλλη πλευρά είχε πλαγιά, ένα ύψωμα με βλάστηση, δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε. Δεν είχαμε πολλούς φακούς, για να δούμε καθαρότερα, γιατί είχαν χαθεί τα κινητά μας σχεδόν όλων μας. Περίπου 20-25 άτομα προχωρούσαμε πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές χωρίς προσανατολισμό, μάλλον αντίθετα από τη φορά του τρένου μας, ώστε να απομακρυνθούμε από τις μεγάλες φλόγες και τον κίνδυνο κάποιας έκρηξης.

»Όσο περπατούσαμε πάνω στις ράγες, η Ε… πήρε τηλέφωνο τους δικούς της από το κινητό της Έ…, που ήταν η μόνη που είχε μαζί της το κινητό της. Εγώ δεν κάλεσα τους δικούς μου, για να μην εξαντληθεί η μπαταρία του κινητού, γι’ αυτό ζήτησα από τον πατέρα της Ε… να καλέσει τον δικό μου και να τον ενημερώσει. Η φίλη μου η Ε… φώναζε στο τηλέφωνο με τον πατέρα της ότι έχουμε πάρει φωτιά, ότι θα πεθάνουμε, ότι δεν ξέρουμε πού είμαστε, όπως πράγματι δεν ξέραμε ακόμα που ήμασταν, μέχρι που κάποιος φώναξε από μακριά ότι ήμασταν στα Τέμπη.