-Πώς γράφεις την πρώτη λέξη, όταν η πρώτη σου ανάσα δεν υπάρχει πια;
- Πώς ξεκινάς ένα ημερολόγιο, όταν αυτό που λείπει δεν είναι μια στιγμή, αλλά ολόκληρη η καρδιά σου;
Σήμερα, σε γράφω ως παρούσα απουσία — γιατί έτσι σε λέει η ψυχή μου κι ας μην με γέννησε το αίμα.
— σήμερα ξεκινώ να σου μιλώ μέσα από τη σιωπή.
Όχι γιατί έπαψες να υπάρχεις
—μα γιατί έγινες πια κάτι που δεν μπορώ να αγγίξω με τα χέρια.
Όχι γιατί σταμάτησε ο χρόνος
—αλλά γιατί έχασε το νόημα του χωρίς εσένα.
Ήσουν για μένα το μέτρο του χρόνου.
Η ήρεμη βεβαιότητα πως πάντα κάποιος με περιμένει.
Δεν ήταν ο θάνατός σου που με συνέτριψε.
Ήταν ότι έφυγες χωρίς να μπορώ να σου πω «μείνε».
Ήταν ότι εγώ, που κάποτε στηρίχτηκα σε σένα σαν παιδί,
έμεινα τώρα όρθιος δίχως στήριγμα,
όχι γιατί δεν ήθελες
— αλλά γιατί ήρθε η ώρα να αναπαυτείς.
Από εκείνη τη στιγμή, όλες οι στιγμές άλλαξαν γεύση.
Μια αλμύρα τις διαποτίζει.
Η αλμύρα των δακρύων μου.
Αλλά μέσα στο πικρό,
μένει πάντα η γλυκύτητα του ότι ήσουν.
Ότι έζησες,
ότι με κράτησες,
ότι με δίδαξες να αγαπώ τον Χριστό όχι με λόγια
— αλλά με πληγές.
Με έργα που δεν ζητούσαν αναγνώριση.
Με σιωπές που αντηχούσαν περισσότερο από κάθε κήρυγμα.
Θυμάμαι τη μέρα που έφυγες.
Όχι ως τραγωδία.
Αλλά ως θείο μυστήριο.
Ήταν η μέρα που κάτι μέσα μου λύγισε για πάντα,
κι όμως ταυτόχρονα ήταν η μέρα που για πρώτη φορά σε είδα,
όχι με τα μάτια,
αλλά με την αιωνιότητα.
Ήσουν πάντα η πιο ήσυχη αγάπη.
Δεν έκανες θόρυβο.
Μακάριοι οι ήσυχοι — γιατί στην καρδιά τους κατοικεί Εκείνος.
Αυτός ο Χριστός που αγάπησες από παιδί,
που υπηρέτησες όχι με μεγαλόστομα λόγια,
αλλά με θυσίες κρυφές,
με κόπο σιωπηλό,
με βλέμμα που δεν ζητούσε ανταμοιβή.
Εσύ δεν μιλούσες για πίστη
— ήσουν βίωμα πίστης.
Δεν εξηγούσες τον Χριστό
— Τον ζούσες.
Κι όταν μιλούσες για Εκείνον, ο τόνος της φωνής σου άλλαζε.
Γέμιζε δέος.
Γέμιζε Ουρανό.
Σε σκέφτομαι με εκείνο το βλέμμα
—το βλέμμα που με έμαθε να μη φοβάμαι τον Θεό,
αλλά να Τον ποθώ.
Και τώρα, ενώπιον της απουσίας σου,
κάνω ό,τι μπορώ για να συνεχίσω.
Γιατί εσύ αυτό μου ζήτησες χωρίς να το ζητήσεις:
Να μείνω.
Να σταθώ.
Να φέρω τον Χριστό σε εκείνους που Τον ξέχασαν.
Να μην εγκαταλείψω ποτέ το έργο.
Και τώρα εγώ…
μικρός,
γυμνός,
γονατισμένος,
κρατώ στα χέρια μου το έργο σου,
και προσπαθώ να το συνεχίσω.
Όχι για να φανώ αντάξιος.
Αλλά για να σου πω:
Σε θυμάμαι.
Για να μην ξεχαστεί η αγάπη σου.
Για να μη σβήσει το ίχνος σου από τον κόσμο.
Αυτός είναι ο πόνος μου:
να μην σβήσεις.
Και γι’ αυτό θα γράφω.
Κάθε μέρα.
Κάθε φύλλο.
Θα είναι μία πράξη μνήμης,
μία προσευχή,
μία υπόσχεση.
Ότι όσο ζω,
δεν θα ξεχαστείς.
Γιατί η δική σου η αγάπη δεν πέθανε.
Αντίθετα — τώρα αρχίζει να ζει μέσα μου.
Με έμαθες τι σημαίνει να δίνεις.
Να ματώνεις χωρίς παράπονο.
Να αγαπάς χωρίς ανταπόδοση.
Να αγωνίζεσαι μέχρι την ύστατη πνοή — για τον άλλον.
Για τον Άνθρωπο.
Για Εκείνον.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη φράση που ψιθύριζες:
«Δεν με νοιάζει να φανώ.
Μόνο να σωθεί κάποιος.»
Ήσουν η επιτομή του κρυφού εργάτη.
Ο αληθινός μάρτυρας.
Ο μυστικός ήρωας.
Ο υπηρέτης των μικρών.
Τώρα, εγώ μένω πίσω.
Μα όχι χωρίς ελπίδα.
Γιατί Εσύ, που Τον αγάπησες, είσαι τώρα μαζί Του.
Προσδοκώ Ανάσταση νεκρών.
Προσδοκώ να σε ξαναδώ.
Και όχι μονάχα εσένα
— αλλά Εκείνον που Σε αγάπησε πρώτος.
Αυτόν που σε κάλεσε κοντά Του την ώρα που όλα στη γη σιώπησαν.
Μέχρι τότε, θα γράφω.
Όχι για να θυμάμαι
— γιατί δεν σε ξεχνώ.
Αλλά για να ζω μέσα από εσένα.
Για να κρατώ το φως σου αναμμένο.
Για να ψιθυρίζω στη ζωή μου καθημερινά:
Σήμερα, εσύ κοιμάσαι.
Μα εγώ αρχίζω το προσκύνημα.
Θα περπατώ μέχρι εκείνη την Ημέρα.
Και τότε,
εκεί στο τέλος,
ξανά θα είμαστε μαζί.
Όχι στην απουσία.
Αλλά στην αιώνια Παρουσία Του.
Γιατί Εκείνος είναι το Φως του κόσμου.
Γιατί εσύ ήσουν πάντα φως.
Και το φως δεν πεθαίνει.
1 σχόλιο
Μας έδωσες αγάπη τόση!