Ο ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Ή ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ, κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις, ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΡΩΤΗ
Κύριε, η γυναίκα εκείνη που έπεσε σε πολλές και βαριές αμαρτίες,
καθώς ένιωσε ποιος στ’ αλήθεια είσαι,
τόλμησε να πάρει τη θέση της μυροφόρου.
Και μέσα στο θρήνο της,
έφερε σ’ Εσένα μύρα,
πριν ακόμα Σε οδηγήσουν στο μνήμα.
«Αλίμονό μου!» έλεγε,
«Γιατί μέσα μου είναι νύχτα.
Ο πόθος της αμαρτίας με κατακαίει,
σκοτάδι πυκνό, χωρίς φεγγάρι,
έρωτας που με τυφλώνει και με ρίχνει στην απώλεια…»
Μα δέξου, Κύριε,
τα δάκρυά μου που τρέχουν σαν ποτάμι,
Εσύ που τραβάς το νερό απ’ τη θάλασσα μέσα απ’ τα σύννεφα.
Σκύψε επάνω μου,
και άκου τους στεναγμούς της καρδιάς μου,
Εσύ που για χάρη μας χαμήλωσες τον Ουρανό
και κατέβηκες με ανείπωτη ταπείνωση.
Ας φιλήσω τα Πανάχραντα Πόδια Σου,
κι ας τα σκουπίσω με τις μπούκλες των μαλλιών μου —
εκείνα τα μαλλιά που κάποτε στόλιζαν την υπερηφάνειά μου.
Μα τώρα…
είναι το μαντήλι του πόνου και της μετάνοιάς μου.
Η Εύα κάποτε,
μόλις άκουσε τα βήματά Σου μέσα στον Παράδεισο το δειλινό,
κρύφτηκε από φόβο.
Εγώ όμως,
αν και γεμάτη αμαρτίες,
δεν φεύγω…
αλλά μένω, γονατίζω, παρακαλώ.
Ποιος μπορεί να μετρήσει τα βάθη των αμαρτιών μου,
ή να κατανοήσει την άβυσσο της Κρίσης Σου, Σωτήρα μου;
Μην με προσπεράσεις,
εμένα τη δούλη Σου,
Εσύ που έχεις έλεος χωρίς τέλος…
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Κύριέ μου… Η γυναίκα που κύλησε σε πάθη και αμαρτίες αμέτρητες,
σε αναγνώρισε.
Όχι με τα μάτια,
αλλά με την καρδιά που είχε γίνει στάχτη από την αμαρτία.
Και τότε…
Στάθηκε απέναντί Σου όχι ως αμαρτωλή,
αλλά σαν ιέρεια του πόνου.
Σαν μια άλλη μυροφόρα πριν από τον Σταυρό.
Έκλαιγε.
Και μαζί με τα μύρα,
Σου πρόσφερε και την ψυχή της —
τσακισμένη. Ραγισμένη.
Μα αληθινή.
«Αλίμονό μου», έλεγε.
«Μέσα μου είναι σκοτάδι.
Όχι απλώς νύχτα —
αλλά σκοτάδι γεμάτο πάθος,
γεμάτο ενοχή, γεμάτο εμένα.»
Και Εσύ,
που τραβάς τα νερά της θάλασσας μέσα απ’ τα σύννεφα…
Δέξου τώρα τα δάκρυά μου.
Όχι σαν ντροπή.
Αλλά σαν θυσία.
Σκύψε, Σε παρακαλώ,
όχι για να με δικάσεις,
αλλά για να με αγκαλιάσεις —
όπως έσκυψες κάποτε τον ουρανό και γεννήθηκες σε φάτνη.
Θα αγγίξω τα πόδια Σου…
αυτά που δεν μπόρεσε να αγγίξει η Εύα από τον φόβο της.
Αυτή κρύφτηκε στο παράδεισο.
Εγώ όμως,
μέσα στην κόλασή μου,
Σου φανερώνομαι.
Τα πλήθη των αμαρτιών μου
δεν μπορώ να τα μετρήσω.
Ούτε να τις δικαιολογήσω.
Μα Εσύ…
Σωτήρα της ψυχής μου…
μη με προσπεράσεις.
Μη με αφήσεις.
Όχι γιατί το αξίζω —
αλλά γιατί το Έλεός Σου δεν έχει τέλος.
Κανόνας της Κασσιανής
(μεταφρασμένος, ερμηνευμένος και εξηγημένος φράση προς φράση)
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σήν αἰσθομένη Θεότητα…»
“Κύριε, η γυναίκα που είχε πέσει σε πολλές αμαρτίες, μόλις κατάλαβε ποιος είσαι…”
Εδώ δεν έχουμε απλώς μια αμαρτωλή γυναίκα. Έχουμε την καρδιά κάθε ανθρώπου που κάποτε καταλαβαίνει ποιον έχει απέναντί του. Δεν είναι ένας προφήτης. Δεν είναι ένας διδάσκαλος. Είναι ο Ίδιος ο Θεός — η Θεότητα με σάρκα, ο Κριτής, ο Σωτήρας, ο Νυμφίος των ψυχών.
Και το «αἰσθομένη» — δεν είναι διανοητική γνώση. Είναι βίωμα της ύπαρξης. Σαν να λέει:
«Τώρα σε γνώρισα. Και δεν μπορώ πια να μείνω ίδια.»
«Μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν…»
“Πήρε τη θέση της μυροφόρου γυναίκας…”
Δεν έρχεται με αξιώσεις. Δεν λέει «δώσε μου» ή «θεράπευσέ με».
Απλώς φέρνει το μύρο — όχι του εμπορίου, αλλά το μύρο της μετανοίας.
Αναλαμβάνει την τάξη εκείνων που διακονούν τον Νυμφίο, που σπάζουν το δοχείο της καρδιάς τους στα πόδια Του.
«Ὀδυρομένη, μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει…»
“Και με οδυρμό, σου προσφέρει μύρα πριν τον ενταφιασμό σου…”
Ο οδυρμός — ο θρήνος — είναι η αληθινή της προσφορά.
Ό,τι φέρνει, το φέρνει πριν τον Σταυρό.
Όχι από υποκρισία, όχι από συμφέρον. Αλλά επειδή αναγνώρισε ποιος είναι.
Όταν όλοι οι άλλοι δεν κατάλαβαν, αυτή προσφέρει μύρα θανάτου στον Ζωντανό Θεό.
«Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας…»
“Αλλοίμονο μου, λέει, γιατί η ζωή μου είναι νύχτα, παραφορά ακολασίας…”
Η εξομολόγηση δεν είναι γενική. Είναι συγκεκριμένη.
Δεν καλύπτεται πίσω από ωραία λόγια.
Η γυναίκα αυτή λέει:
«Η ζωή μου είναι σκοτάδι. Η ψυχή μου κυριαρχείται από τον οίστρο (την τρέλα) της αμαρτίας.»
Αυτός είναι ο λόγος που σπάει το δοχείο. Γιατί πρώτα σπάστηκε η ψυχή της από τον πόνο.
«Ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας…»
“Ένας έρωτας σκοτεινός και χωρίς φως με κατέχει — έρωτας της αμαρτίας…”
Τι εξομολόγηση είναι αυτή!
Ομολογεί πως αγάπησε την αμαρτία. Πως ερωτεύθηκε το σκοτάδι.
Δεν λέει «έπεσα κατά λάθος». Λέει:
«Έγινα δούλη του έρωτα του ψεύτικου. Έσβησε το φως μέσα μου. Και μου έμεινε μόνο η νύχτα.»
Αυτή η φράση είναι η ρίζα κάθε μετάνοιας.
«Δέξαι μοι τὰς πηγὰς τῶν δακρύων…»
“Δέξου τις πηγές των δακρύων μου…”
Δεν έχει πια λόγια.
Έχει μόνο δάκρυα.
Και δεν ζητά δικαιοσύνη. Ζητά:
«Μη με διώξεις. Πάρε το δάκρυ μου σαν θυμίαμα.»
Δεν φέρνει δικαιοσύνη. Φέρνει συντριβή.
«Ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ…»
“Εσύ που κάνεις τα νερά της θάλασσας να ανεβαίνουν ως σύννεφα…”
Αναγνωρίζει τη δημιουργική παντοδυναμία του Χριστού.
Εσύ που κυβερνάς τα σύμπαντα,
μπορείς να δεχτείς και το μικρό μου δάκρυ σαν θεία προσφορά.
«Κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας…»
“Γείρε προς εμένα, που σου στενάζει η καρδιά μου…”
Δεν ζητά βοήθεια. Ζητά το βλέμμα Του.
«Σκύψε πάνω μου, Θεέ. Άκου τον στεναγμό που δεν λέγεται με λέξεις.»
«Ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει…»
“Εσύ που ταπείνωσες τον εαυτό σου τόσο που κατέβασες τον ουρανό…”
Αναφέρεται στην Ενανθρώπηση.
Ο Υιός του Θεού ταπεινώθηκε,
δεν θα σκύψει τώρα και σε μια ψυχή που συντρίβεται;
«Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας…»
“Θα φιλήσω τα άχραντα πόδια σου…”
Είναι η πιο ιερή πράξη ευγνωμοσύνης.
Όχι από οικειότητα.
Αλλά από λατρεία και συντριβή.
Το φιλί δεν είναι ερωτικό — είναι θυσιαστικό.
«Ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις…»
“Και θα τα σκουπίσω με τα μαλλιά της κεφαλής μου…”
Σαν να λέει:
«Δεν έχω μαντήλι. Έχω μόνο τον εαυτό μου. Και σου δίνω το πιο ταπεινό που έχω — την κίνηση αυτή της δούλης, της αγαπώσας.»
«Ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινὸν κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη…»
“Αυτούς τους πόδες, τους οποίους κάποτε η Εύα, ακούγοντάς τους να πλησιάζουν στον Παράδεισο, φοβήθηκε και κρύφτηκε…”
Συγκλονιστικό!
Η Εύα φοβήθηκε τον Θεό και κρύφτηκε.
Η Κασσιανή (και κάθε μετανοημένη ψυχή), δεν κρύβεται πια.
Τρέχει στα πόδια Του, τους αγκαλιάζει, τους πλένει.
Είναι η αποκατάσταση του ανθρώπου.
«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει…»
“Ποιος μπορεί να μετρήσει τα πλήθη των αμαρτιών μου ή να φτάσει στο βάθος των κρίσεών Σου…”
Ο Θεός είναι άβυσσος ελέους, αλλά και άβυσσος κρίσεως.
Η ψυχή δεν ζητά να γλιτώσει — ζητά να ταπεινωθεί.
Αναγνωρίζει ότι το έλεος Του είναι άπειρο, αλλά και η αγιότητά Του αμετάβλητη.
«Ψυχοσώστα Σωτὴρ μου…»
“Εσύ που σώζεις την ψυχή και το σώμα μου…”
Ο Χριστός δεν ήρθε για να δώσει απλώς άφεση,
αλλά για να σώσει την ύπαρξή μας ολόκληρη — ψυχή και σώμα, παρελθόν και μέλλον.
«Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.»
“Μη με προσπεράσεις, Κύριε. Μη με απορρίψεις. Εσύ που έχεις έλεος χωρίς μέτρο.”
Το τέλος της προσευχής είναι μια ικεσία χωρίς υπερηφάνεια.
«Μην αποστρέψεις το βλέμμα σου από μένα. Όχι γιατί αξίζω, αλλά γιατί Εσύ είσαι το ίδιο το Έλεος.»
1. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
«Οὐδὲν τοσοῦτον ἱλαρύνει τὸν Θεόν, ὡς ἡ μετάνοια.»
(Τίποτα δεν χαροποιεί τόσο τον Θεό, όσο η μετάνοια.)
➤ Ο Θεός δεν περιμένει την τελειότητα. Περιμένει τη συντριβή της καρδιάς, την ταπείνωση, την επιστροφή του ασώτου.
Ο Χρυσόστομος λέει πως το «δάκρυ» είναι μελάνι ουράνιο με το οποίο γράφεται η συγχώρεση.
2. Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος
«Εἶδα τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ οὐκ ἔτλην ἀναβλέψαι. Εἶδα ὅμως καὶ τὸν ἥλιον τῆς Χάριτος, καὶ ἀνέτειλε ἐν τῇ ψυχῇ μου.»
➤ Η ψυχή της Κασσιανής μοιάζει με αυτό: Βλέπει την πτώση, αλλά μέσα της ανατέλλει ο Χριστός. Η ελπίδα δεν είναι στην τελειότητα, αλλά στο βλέμμα Του που δεν αποστρέφεται ποτέ τον συντετριμμένο.
3. Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
«Δάκρυον ἐστίν ἰχὼρ ἐκ τῆς ψυχῆς· ὁπότε ἡ ψυχὴ ἀνοίξῃ, τότε ῥεῖ τὸ δάκρυον, ὡς ὕδωρ ζωῆς.»
(Το δάκρυ είναι αίμα της ψυχής· όταν η ψυχή ανοίξει, τότε ρέει το δάκρυ σαν νερό ζωής.)
➤ Η γυναίκα του ύμνου της Κασσιανής δεν μιλά· δακρύζει.
Το δάκρυ της είναι όλη της η ύπαρξη που λιώνει μπροστά στον Χριστό.
Ο Ισαάκ μάς λέει: Το δάκρυ είναι προσευχή σιωπής. Και είναι δεκτό στον Θεό περισσότερο απ’ όλα τα λόγια.
4. Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
«Κράτα τον νου σου στον Άδη, και μην απελπίζεσαι.»
➤ Η γυναίκα του ύμνου ζει τον δικό της Άδη: νύχτα, έρωτα ακολασίας, ασέληνο σκοτάδι.
Όμως δεν απελπίζεται. Γιατί γνωρίζει πως η αγκαλιά του Θεού είναι πλατύτερη απ’ τον Άδη.
Η μετάνοιά της είναι εμπιστοσύνη στο έλεος Του.
5. Άγιος Εφραίμ ο Σύρος
«Κατέβα σὲ βάθος κατανύξεως· καὶ ἐκεῖ θὰ συναντήσεις τὸν Θεό.»
➤ Η Κασσιανή μας οδηγεί σε αυτό το βάθος. Όχι θεωρητικά, αλλά υπαρξιακά.
Ο άγιος Εφραίμ λέει πως ο Θεός δεν κατοικεί στα ύψη της διανοίας, αλλά στα βάθη της μετάνοιας.
6. Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
«Η ψυχή ἡ ταπεινωμένη καὶ ἡ συντετριμμένη, εἶναι ὅπως τὸ ἀνοικτό λουλούδι ποὺ ἐλκύει τὴν χάρη ὡς μελίσσαν.»
➤ Η ψυχή της Κασσιανής είναι αυτό το άνθος που καίγεται από τα δάκρυα αλλά ευωδιάζει.
Ο Νικόδημος μιλά για την ταπείνωση που είναι μαγνήτης για τη Χάρη.
Η γυναίκα δεν προσεύχεται με επιχειρήματα — αλλά με βοστρύχους και λυγμούς.
7. Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
«Να μην ασχολείσαι με το σκοτάδι. Άναψε το κεράκι, και το σκοτάδι θα φύγει από μόνο του.»
➤ Η γυναίκα δεν μιλά για τους άλλους, δεν κατηγορεί.
Ανάβει το κερί της μετανοίας. Και το σκοτάδι φεύγει.
Η προσευχή της δεν είναι απολογία — είναι προσευχή φλόγας.
8. Αββάς Ισαάκ (Γεροντικόν)
«Ὁ Θεός εἶναι παρών περισσότερο στὴ σιωπή τοῦ μετανοοῦντος παρὰ στὴ φωνὴ τοῦ ρητόρος.»
➤ Στην Κασσιανή, το νόημα του ύμνου είναι στα δάκρυα, όχι στα λόγια.
Ο λόγος της Εκκλησίας λέει:
«Σώζει πιο πολύ ένα δάκρυ από χίλιες ρητορικές προσευχές.»
Πνευματικός Στοχασμός
Η γυναίκα αυτή — η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα — δεν έρχεται με αποδείξεις μεταμέλειας. Δεν φέρει μαζί της θεολογικές διακηρύξεις ούτε ρητορικές δεήσεις.
Έρχεται μόνο με δάκρυα.
Και τα δάκρυά της είναι μύρο, είναι ομολογία, είναι λατρεία.
Ένα δάκρυ μετανοίας είναι πιο πολύτιμο από χρυσάφι.
Γιατί δεν το γεννά η θλίψη, αλλά η εμπειρία της Θεότητας.
“Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων” — Αυτό αρκεί.
Ο Κύριος, που “νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ”,
δέχεται και τις προσωπικές μας θάλασσες ως προσφορά ιλασμού.
Η γυναίκα αυτή, που τόσο αγαπήθηκε στους αιώνες, δεν έχει όνομα — γιατί είναι κάθε άνθρωπος. Είσαι εσύ. Είμαι εγώ. Είναι κάθε ψυχή που επιστρέφει στον Χριστό χωρίς τίποτε άλλο παρά δάκρυα και θάρρος να πλησιάσει.
Πνευματικός Στόχος για σήμερα:
Να σταθούμε ενώπιον του Χριστού με ειλικρίνεια.
Όχι με άλλοθι. Όχι με άμυνες. Αλλά με μια καρδιά γυμνή και ταπεινή,
που λέει:
«Κύριε, τα πλήθη των αμαρτιών μου δεν με αποκλείουν από το έλεός Σου. Μόνο μη με παρίδης…»
Προσευχή Ημέρας
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος,
Εσύ που δεν απώθησες την αμαρτωλή γυναίκα,
αλλά δέχτηκες τη σιγή της και τα δάκρυά της ως ύμνο,
δέξου σήμερα και τη δική μου ταπείνωση.
Κλίνε τον ουρανό Σου και έλα στην καρδιά μου.
Σκούπισε τις πληγές μου με το έλεός Σου.
Δίδαξέ με να Σ’ αγαπώ όχι με λόγια, αλλά με βίωμα.
Μη με παρίδης, Κύριε — γιατί δεν έχω άλλο Θεό,
άλλο φως, άλλη ελπίδα παρά μόνο Εσένα.
Ελέησόν με, κατά το μέγα Σου έλεος.
Αμήν.
Τελευταία Σκέψη
Ο ύμνος της Κασσιανής δεν είναι ποίηση.
Είναι Προσευχή Ψυχής που αναγνώρισε το Φως μέσα στη Νύχτα της.
Είναι κάλεσμα και σε εμάς:
Να σπάσουμε τα δοχεία μας. Να μη φοβηθούμε. Να έρθουμε μπροστά Του — με τα δάκρυα, την ενοχή, την ταπείνωση, και την πίστη.
Και θα μας δεχτεί.
Δοξαστικό Κλείσιμο
Όλοι οι Πατέρες συμφωνούν πως η αληθινή μετάνοια δεν είναι λόγια — είναι παρουσία.
Η γυναίκα του ύμνου έγινε εικόνα της Εκκλησίας.
Προσφέρει δάκρυ αντί θυμιάματος.
Βοστρύχους αντί μανδηλίου.
Οδύνη αντί ρητορείας.
Και γι’ αυτό την αποδέχεται ο Θεός.
Ἐκ βαθέων – Ποίημα μετάνοιας βασισμένο στο Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε,
παιδί σκοτεινής ώρας γεννήθηκα,
και περπάτησα στ’ αρώματα του κόσμου,
μα ξεράθηκαν όλα στην αφή μου.
Κι όταν ήρθα να Σε δω,
ήταν πια νύχτα –
και δεν ήξερα αν ήμουν άξιος να Σε πλησιάσω
ή απλώς πεινασμένος να σωθώ.
Δεν κρατούσα μύρο στα χέρια –
μόνο θραύσματα της καρδιάς μου.
Δεν έφερα ακριβό άρωμα –
μόνο το σπασμένο μου “ελέησόν με”.
Και όμως, στάθηκες.
Δεν γύρισες το βλέμμα Σου.
Ούτε με ρώτησες ποια ήμουν,
ούτε μου θύμισες ποια έγινα.
Μόνο άκουσες τους λυγμούς μου
και τους έκανες ψαλμούς.
Σου άγγιξα τους πόδες –
και βρήκα Παράδεισο.
Σε έπλυνα με τα δάκρυα –
και βρήκα καθαρμό.
Εσύ που κυβερνάς τις βροντές,
δέχτηκες το τρέμουλο της ψυχής μου.
Εσύ που κάθεσαι σε Χερουβείμ,
δέχτηκες μια μετανοημένη ανάσα
σαν θυμίαμα Αγίων.
Και είπα τότε:
“Ο Θεός δεν κατοικεί μόνο στους Ουρανούς·
κατοικεί εκεί
όπου η καρδιά λέει ‘συγχώρεσέ με’ και σωπαίνει.”
Τώρα δεν είμαι πια εκείνη που ήμουν.
Δεν είμαι καν αυτή που ήλπιζα να είμαι.
Είμαι εκείνη που Εσύ ελέησες.
Και αυτό μου αρκεί.
Γιατί το έλεός Σου είναι
η μόνη μου πατρίδα.
Ποίημα: «Στο φως των ποδιών Σου»
Κύριε, σε νύχτα έφτασα,
με ψυχή γυμνή, χωρίς προσευχή,
μονάχα με την κραυγή μου
και μια στάμνα συντετριμμένου μύρου.
Δεν ξέρω πια τι αγάπησα,
μα ξέρω πώς πληγώθηκα.
Τα βήματά Σου άκουσα —
κι όλα μέσα μου έσπασαν.
Έσκυψα χωρίς να μιλήσω.
Δεν είχα τί να προσφέρω,
παρά μονάχα τα δάκρυά μου,
πιο πικρά κι απ’ το μύρο που ‘φερα.
Μα είδα:
το φως Σου δεν έκαψε, δεν έδιωξε.
Το φως Σου στάθηκε.
Και σαν ήλιος σε πληγή, θεράπευσε.
Κι από τότε, Κύριε, δεν ζω πια —
αναπνέω Εσένα.
Πορεύομαι πάνω στα ίχνη των ποδιών Σου
και ξέρω: εκεί με περιμένεις.
Εσύ, που για μια δακρυσμένη γυναίκα
άνοιξες τον Παράδεισο ξανά.
Προσευχή δακρύων μετανοίας & δοξολογίας
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος,
Εγώ, ο γιος της λήθης, η κόρη της σκόνης,
έρχομαι σε Σένα, όχι γιατί έχω καθαρότητα,
αλλά γιατί έχω τραύματα.
Δεν φέρνω τίποτα στα χέρια μου —
μόνο την ντροπή μου.
Μα φέρνω και κάτι ακόμα:
την ελπίδα ότι θα με δεχτείς.
Όπως δέχτηκες τη γυναίκα που Σε μύρωσε με τα δάκρυά της,
δέξου και τα δικά μου.
Καθάρισέ με, όχι επειδή το αξίζω,
αλλά επειδή Εσύ είσαι ο μόνος που αγαπά χωρίς όρια.
Κύριε, μην αποστρέψεις το πρόσωπό Σου από εμένα.
Αν Εσύ φύγεις, δεν υπάρχει φως στον κόσμο.
Βάλε στα χείλη μου τη σιωπή της Εύας
και στην καρδιά μου τη συντριβή της Μαγδαληνής.
Στάξε το έλεός Σου σαν μύρο πάνω στη συνείδησή μου,
και κάνε την ύπαρξή μου λιβάνι που ανεβαίνει στην Παρουσία Σου.
Σε δοξάζω, Θεέ μου,
όχι γιατί δεν έπεσα,
αλλά γιατί με σήκωσες.
Και Σε παρακαλώ:
κράτησέ με κοντά Σου.
Μην αφήσεις τα βήματά μου να ξεστρατίσουν ξανά.
Όπως έγειρες και κοίταξες τα δάκρυα μιας γυναίκας,
έτσι σκύψε και σήμερα στην ψυχή μου
και χάρισέ μου την ειρήνη Σου —
αυτήν που δεν τελειώνει ποτέ.
Αμήν.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΔΑΚΡΥΩΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΣ
(βασισμένη στο Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς)
Κύριε,
Στὸ σκοτάδι μου ἤρθες,
καὶ δὲν με φοβήθηκες.
Μέσα στὴν νύχτα τῆς ἀμαρτίας μου
μὲ κοίταξες μὲ βλέμμα ποὺ ἔκαιγε καὶ θεράπευε.
Ἡ ψυχή μου, δεμένη στὸ παρελθὸν,
ἔτρεξε καὶ ἔπεσε στὰ Πόδια Σου,
καὶ Σὺ, ἄναψες μέσα μου φῶς.
Πάρε Κύριε, τὰ δάκρυά μου –
μὴν τὰ λογαριάσεις,
μόνο μέτρα τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μου.
Πλύνε μὲ ἐνὸς λεπτοῦ ἁγγίγματος,
καὶ κάμε με νὰ Σ’ ἀγαπῶ πιὸ πολύ
ἀπ᾽ ὅ,τι ἤθελα νὰ ἀμαρτάνω.
Οἴμοι! ἡ ψυχή μου ζοφώδης καὶ ἀσέληνος,
καὶ ὅμως ἐκεῖ, στὴν ἄκρη τοῦ βυθοῦ,
ἡ Ἔλευσή Σου ἔφερε τὴν Ἀνάσταση.
Καμπύλωσε τὸν οὐρανό, Κύριε,
καὶ κλίθητι στὴν προσευχὴ τῆς γῆς μου.
Μὴ προσπεράσεις τὴν ἀθλιότητά μου·
κάνε τὴν, θρόνο Ταπεινώσεως,
καὶ κάθισε ἐκεῖ,
νὰ κατοικήσεις μὲς στὴν πικρὰ χαρᾶ μου.
Δόξα Σοι, ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν δούλη Σου,
καὶ τὴν κάμνεις θυγατέρα Βασιλέως.
Δόξα Σοι, ὁ ἀγγίζων τὰ πόδια μου,
καὶ διδάσκων με νὰ βαδίζω ὁδὸν ἐξομολογήσεως.
Δόξα Σοι, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
ὁ μόνος Ἀληθινός Ἔρως
ποὺ δὲν προδίδει, δὲν κρίνει,
μόνο σώζει.
Ἀμήν.
Πρόσφατα Σχόλια