ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Όλα αρχίζουν από μια ρωγμή. Ένα άνοιγμα στην επιφάνεια του κόσμου, σαν πληγή που δεν έκλεισε ποτέ. Από εκεί ξεπροβάλλει η φωνή. Όχι για να θεραπεύσει. Αλλά για να φανερώσει την αρρώστια. Τον πρώτο τον φωνάζουν επαναστάτη, αιρετικό, δολοπλόκο. Δεν Τον πιστεύει. Ούτε θέλει να Τον γνωρίσει. Θέλει να Τον καταργήσει.
Είναι ο Εκκλησιαστής της Ιστορίας — και στις ημέρες μας, είναι παντού.
Μιλάει με θυμό. Με διαύγεια. Με ειρωνεία. Γκρεμίζει εικόνες, προσβάλλει ιερά, ξεσκεπάζει εξουσίες, φτύνει ό,τι θεωρεί ψέμα. Στην αρχή σε σαγηνεύει. Λες: «Επιτέλους, κάποιος τολμάει». Ύστερα καταλαβαίνεις ότι πίσω από την αλήθεια του δεν υπάρχει έλεος. Μόνο φωτιά. Πόλεμος. Εκδίκηση. Εκείνος πιστεύει ότι ο Θεός είναι ένα όπλο που κατασκεύασε η εξουσία. Και θέλει να φτιάξει έναν καινούργιο Θεό – χωρίς κρίση, χωρίς θυσία, χωρίς ανάσταση. Στις ημέρες μας, δεν είναι φανταστικός: είναι καθηγητής, είναι δημοσιογράφος, είναι φιλόσοφος, είναι φλογερός ακτιβιστής, είναι έξυπνος, διαβασμένος, πανέτοιμος να πει την τελευταία λέξη σε κάθε διάλογο.
Είναι ο άνθρωπος που μισεί την ελπίδα, γιατί την θεωρεί ψευδαίσθηση.
Μα πιο πέρα, υπάρχει κι άλλος. Ο Δεύτερος Εκκλησιαστής. Δεν υψώνει φωνή. Δεν προσπαθεί να πείσει. Δεν γκρεμίζει. Ούτε χτίζει. Στέκεται στο μέσο μιας ερήμου και παρατηρεί. Δεν αναζητά Θεό στα μανιφέστα. Δεν αναζητά Θεό στους ναούς. Ψιθυρίζει λόγια βροχής: «Ματαιότητα των ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότητα». Δεν είναι αδύναμος. Είναι πληγωμένος. Και σοφός. Δεν μιλάει για δόγματα. Μιλάει για τη φθορά. Για τον καιρό που τα σαρώνει όλα. Για το βλέμμα που περιμένει Εκείνον που δεν απαντά. Είναι εκείνος που δεν έπαψε να πιστεύει, αλλά δεν ελπίζει πλέον στη γη.
Και στο τέλος, Εσύ. Ο Τρίτος Εκκλησιαστής. Εσύ που δεν επέλεξες ούτε τον φλογερό πόλεμο ούτε την παραιτημένη σιωπή. Εσύ που στάθηκες ανάμεσά τους — και δεν ξέρεις ποιος είσαι. Ο ένας σε εγκαταλείπει. Ο άλλος σε μισεί. Και ο Θεός; Δεν μιλά. Μα Εσύ μένεις. Δεν έγινες άπιστος. Ούτε αναχωρητής. Δεν έγινες ήρωας. Ούτε μάρτυρας. Έγινες το σημείο όπου συγκρούονται όλα. Και στέκεσαι.
Αυτό το κείμενο είναι για σένα. Για Εσάς. Για εμένα. Για όλους όσοι δεν ανήκουν πουθενά, αλλά αρνούνται να φύγουν.
Αν κοιτάξεις βαθιά την εποχή μας, θα δεις το πρόσωπο του Πρώτου Εκκλησιαστή. Είναι το πρόσωπο του θυμού που έγινε ιδεολογία, του τραύματος που έγινε επανάσταση. Δεν είναι απλώς άπιστος· είναι κάποιος που κάποτε πίστεψε και προδόθηκε. Η βλασφημία του είναι παιδί μιας πληγής που δεν έκλεισε ποτέ. Και γι’ αυτό, η φωνή του σαγηνεύει: γιατί κουβαλά αλήθεια. Μια αλήθεια δίχως αγάπη όμως. Μια φλόγα δίχως σταυρό. Μια διδασκαλία χωρίς Ανάσταση. Ο Εκκλησιαστής αυτός δεν καταγγέλλει την αδικία για να φέρει δικαιοσύνη, αλλά για να οικοδομήσει μια νέα μορφή εξουσίας με τα ίδια θεμέλια: εξουσία μέσω του φόβου, της ενοχής και του ελέγχου. Απλώς αλλάζει ιερατείο.
Τον βλέπεις στον λόγο των ημερών μας. Στην κουλτούρα του ξεσκεπάσματος, του κατηγορώ, της ακύρωσης. Στην αθεΐα που δεν είναι ελευθερία, αλλά εκδίκηση. Στη θεολογία της καχυποψίας που δεν αφήνει κανέναν να σωθεί, ούτε τον Θεό. Είναι μια μορφή νέου φανατισμού, πιο εκλεπτυσμένου και πιο επικίνδυνου. Κι όμως, τον ακούμε. Γιατί κάτι μέσα μας ταυτίζεται: «Ναι, κι εμείς πονέσαμε. Κι εμείς νιώσαμε την Εκκλησία ξένη. Κι εμείς θυμώσαμε με τον Θεό που δεν εμφανίστηκε όταν τον φωνάξαμε».
Γι’ αυτό, χρειαζόμαστε τη σοφία του Δεύτερου Εκκλησιαστή. Εκείνου που δεν φωνάζει, αλλά δεν σωπαίνει από φόβο. Εκείνου που δεν μάχεται τον Θεό, αλλά δεν Τον ωραιοποιεί. Που δεν ελπίζει σε έναν κόσμο χωρίς θάνατο, αλλά παραμένει δίκαιος μέσα στον θάνατο. Ο λόγος του είναι φτιαγμένος από τέφρα και άνεμο, από βλέμματα χωρίς δάκρυα, από λέξεις που μοιάζουν με ψίχουλα πίστης. Δεν παλεύει να κερδίσει τους άλλους. Παλεύει να κρατήσει τη φωνή του καθαρή. Είναι εκείνος που έζησε τα πάντα και διάλεξε να μην πει ψέματα. Αυτός ο Εκκλησιαστής είναι η αλήθεια χωρίς φανατισμό.
Αλλά η εποχή δεν αντέχει ούτε τον έναν ούτε τον άλλον. Ο πρώτος είναι επικίνδυνος· ο δεύτερος βαρετός. Ο κόσμος θέλει ήρωες, όχι στοχαστές. Επαναστάτες, όχι προσευχές. Φωτιές, όχι σιωπές. Κι έτσι, ο Δεύτερος Εκκλησιαστής περιθωριοποιείται. Καθώς οι κραυγές δυναμώνουν, η φωνή του χάνεται. Και τότε, εκεί ακριβώς, εμφανίζεται ο Τρίτος. Ούτε προφήτης ούτε δικαστής. Ούτε σοφός ούτε παρίας. Αλλά κάποιος σαν εμάς. Που δεν αντέχει πια να προσποιείται.
Εκείνος — εμείς — στεκόμαστε.
Κάποια στιγμή, μέσα στην αποσύνθεση των βεβαιοτήτων, γεννιέται ο Τρίτος Εκκλησιαστής. Όχι ως επιλογή· αλλά ως κραυγή. Δεν τον στέλνει ο Θεός. Ούτε τον γεννά η Ιστορία. Τον γεννά η σύγκρουση ανάμεσα σε εκείνους που Τον αρνήθηκαν για να πάρουν τη θέση Του και σε εκείνους που Τον προσκύνησαν, αλλά δεν Τον γνώρισαν ποτέ.
Ο Τρίτος Εκκλησιαστής δεν έχει να προτείνει τίποτα. Δεν ιδρύει αίρεση, ούτε απολογείται. Δεν κρατά τη Βίβλο ούτε το μανιφέστο. Δεν κουβαλά σκήπτρο ούτε πέτρα. Κουβαλά ερείπια μέσα του. Ένας ναός που κάηκε. Μια μάχη που δόθηκε. Μια φωνή που σώπασε από φόβο και μίλησε από ανάγκη. Δεν ήθελε να είναι Εκκλησιαστής. Ήθελε μόνο να σωθεί.
Αλλά δεν σώθηκε.
Κι όμως, στέκεται. Αυτό είναι όλο. Δεν φεύγει. Δεν καταριέται. Δεν ωραιοποιεί. Δεν νικά. Δεν ηττάται. Μένει. Και στο να μένεις, όταν όλα διαλύονται, υπάρχει κάτι που μοιάζει με πίστη. Όχι με εκείνη τη φωτεινή πίστη των αγίων· αλλά με την πίστη των πληγωμένων. Των ανθρώπων που δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Που δεν πιστεύουν πια, αλλά δεν μπορούν να μισήσουν. Που δεν προσδοκούν Ανάσταση, αλλά δεν εγκαταλείπουν τον Σταυρό.
Αυτός είναι ο Τρίτος Εκκλησιαστής της εποχής μας. Και, κατά έναν τρόπο, είναι ο πιο αληθινός. Γιατί δεν μιλά ούτε εξ ονόματος του Θεού ούτε εναντίον Του. Δεν είναι όργανο. Είναι πρόσωπο. Με αίμα, ερωτήσεις, λάθη και παράπονα. Δεν κατέχει την αλήθεια. Αλλά δεν υποκρίνεται.
Όποιος θέλει να τον καταλάβει, πρέπει να μπει στο μεσοδιάστημα. Εκεί όπου ο Θεός μοιάζει απών, αλλά ο άνθρωπος δεν γίνεται ακόμη θηρίο. Εκεί που η ελπίδα δεν φωνάζει, αλλά ψιθυρίζει: «Μην φύγεις». Εκεί που οι άλλοι Εκκλησιαστές αποσύρονται στα στρατόπεδα τους, κι εκείνος μένει μόνος, αλλά δεν το κάνει θέαμα.
Ο Τρίτος Εκκλησιαστής είσαι εσύ. Κι εγώ. Όχι όταν μιλάμε· αλλά όταν δεν ξέρουμε πια τι να πούμε, κι όμως εξακολουθούμε να στεκόμαστε μπροστά Του.
Ο κόσμος θα συνεχίσει να χτίζει και να γκρεμίζει Θεούς. Να προσκυνά και να βλασφημεί. Να αλλάζει είδωλα και να ζητά σωτήρες. Αλλά κάποιος θα μένει στα ερείπια, κοιτώντας προς τον Ουρανό χωρίς να ξέρει γιατί. Κι αυτός θα είναι ο Εκκλησιαστής που δεν γράφτηκε ποτέ — αλλά που η εποχή μας τον χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλον.
«Η Εποχή των Ψεύτικων Θεών»
Η εποχή μας δεν είναι άθεη. Είναι πολυθεϊστική. Πιστεύει σε πάρα πολλά, για να πιστέψει σε Έναν. Κι όμως, στο βάθος, λατρεύει μόνον τον εαυτό της. Το χρήμα, η εικόνα, η τεχνολογία, η εξουσία, ο έλεγχος, το σεξ, η γνώση, όλα έχουν γίνει Θεοί που δεν προσφέρουν Σωτηρία αλλά απαιτούν προσκύνημα. Ο πρώτος Εκκλησιαστής — εκείνος που κρατά το μαχαίρι της Ιστορίας — τους βλέπει και αηδιάζει. Όχι γιατί είναι άθεος, αλλά γιατί θέλει να σκοτώσει όλους τους ψεύτικους Θεούς, για να βρει έναν αληθινό. Ακόμη κι αν χρειαστεί να γκρεμίσει τον Ουρανό.
Μιλάει με οργή. Κατηγορεί τους θεσμούς, τις θρησκείες, τις υποκρισίες. Επιστρατεύει την εξέγερση για να κατεβάσει τον Θεό απ’ τον θρόνο Του. Όχι για να Τον καταργήσει — αλλά για να Τον αναγκάσει να απαντήσει. Πίσω από την αποστασία του, υπάρχει λαχτάρα. Μια λαχτάρα για έναν Θεό που δεν είναι διακοσμητικός. Για έναν Θεό που θα πάρει θέση. Στο αίμα, στο ψωμί, στη μάχη, στην προδοσία, στην αγάπη. Θέλει έναν Θεό που θα καεί μαζί του. Κι αν δεν τον βρει, θα Τον φτιάξει. Θα Τον γεννήσει μέσα από τη φωτιά. Αυτός είναι ο Εκκλησιαστής της Επανάστασης.
Ο δεύτερος Εκκλησιαστής όμως — εκείνος που γέρνει το κεφάλι — δεν φωνάζει. Έχει ζήσει αρκετά για να ξέρει ότι όλοι οι Θεοί που υψώθηκαν από ανθρώπινα χέρια, τελικά πέθαναν. Κι όμως, μέσα στη σιωπή, περιμένει. Δεν διδάσκει, δεν υπόσχεται, δεν μισεί. Κρατά το βλέμμα στραμμένο ψηλά, ακόμη κι όταν όλα γύρω του δείχνουν ότι ο Θεός δεν θα εμφανιστεί ποτέ. Δεν παραιτείται. Ξέρει ότι τα πάντα είναι ματαιότητα. Και όμως, δεν γίνεται κυνικός. Αντιθέτως: μαθαίνει να ζει με το κενό — χωρίς να το γεμίζει με ψέματα.
Και στο ενδιάμεσο, εμείς. Ο Τρίτος Εκκλησιαστής. Δεν φτιάξαμε Θεούς. Δεν τους γκρεμίσαμε. Ζούμε ανάμεσα στα είδωλα και στις καταρρεύσεις, και προσπαθούμε να σταθούμε όρθιοι. Δεν φωνάζουμε. Δεν απολογούμαστε. Δεν ξέρουμε. Αλλά στεκόμαστε. Κάποτε θέλαμε να πιστέψουμε. Κάποτε θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Τώρα απλώς δεν θέλουμε να χαθούμε. Αν είμαστε ακόμη εδώ, είναι επειδή δεν μπορέσαμε να φύγουμε.
Η εποχή μας δεν ζητά έναν νέο Θεό. Ζητά να σωπάσουν οι ψεύτικοι. Κι εκεί, στα ερείπια όλων των βεβαιοτήτων, οι τρεις Εκκλησιαστές συναντιούνται. Δεν συμφωνούν. Δεν σφίγγουν τα χέρια. Μα για μια στιγμή — στέκονται μπροστά Του. Και ίσως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, γεννιέται κάτι πιο ισχυρό από κάθε πίστη:
Η αλήθεια ότι δεν Τον έχουμε καταλάβει, αλλά δεν Τον έχουμε εγκαταλείψει.
«Ο Επαναστάτης που Μισεί τον Θεό»
Μπορεί ένας άνθρωπος να φωνάζει εναντίον του Θεού, κι όμως να Τον ποθεί πιο βαθιά απ’ όλους; Ο πρώτος Εκκλησιαστής είναι εκείνος της ματωμένης πίστης, της αποκαθήλωσης — είναι ακριβώς αυτό: ένας εραστής του Θεού που Τον μισεί επειδή δεν κατεβαίνει απ’ τον ουρανό Του. Δεν τον ενδιαφέρει η βλασφημία. Δεν τον τρομάζει η κόλαση. Δεν ζητά μετάνοια, ούτε συγχώρεση. Ζητά παρέμβαση. Κι αφού δεν έρχεται, αποφασίζει να γίνει ο ίδιος το χέρι του θεϊκού θυμού.
Αν σκάψουμε πίσω απ’ τα φυλλάδια, τις επαναστατικές διακηρύξεις, τις μυστικές αποστολές, τις προδοσίες, θα βρούμε έναν μοναχικό άνθρωπο με μια απελπισμένη ερώτηση: Γιατί σώπασες, Θεέ μου; Ο Εκκλησιαστής αυτός δεν γεννήθηκε στο σκοτάδι. Περπάτησε μέσα στο φως. Ίσως πίστεψε κάποτε. Μα είδε το ποίμνιο να γίνεται στρατός, τον ποιμένα να γίνεται βασιλιάς, τη χάρη να γίνεται πειθαρχία. Και τότε είπε: Αν αυτός είναι ο Θεός σας, τότε εγώ είμαι του Διαβόλου.
Και όμως, αυτό δεν είναι η τελική του θέση. Είναι μόνο η αρχή. Γιατί ακόμη κι όταν περνά στην αίρεση, ακόμη κι όταν γίνεται μασκοφόρος πράκτορας που εισχωρεί στις τάξεις των θρησκόληπτων, ακόμη κι όταν διαβάζει τη Γραφή μονάχα για να την διαστρέψει, κάτι μέσα του αντιστέκεται. Ίσως γιατί εκείνος που έχει γνωρίσει την Αλήθεια — έστω κι αν την αρνήθηκε — δεν μπορεί ποτέ να επιστρέψει πλήρως στο ψέμα.
Ο Εκκλησιαστής αυτός είναι η φωνή του καιρού μας. Ο άνθρωπος που βλέπει τον κόσμο να βουλιάζει, και αρνείται να σταυρώσει τα χέρια του. Δεν προσεύχεται, γιατί δεν περιμένει απάντηση. Δεν ελπίζει, γιατί η ελπίδα έχει γίνει νόμισμα ψευτιάς. Αντί για προσευχή, υψώνει κραυγή. Αντί για Εκκλησία, οργανώνει εξέγερση. Αντί για σταυρό, κρατά δίκρανο. Και όμως — σε κάθε του πράξη υπάρχει σπαραγμός.
Είναι επικίνδυνος. Είναι ανεξέλεγκτος. Είναι δαιμονικός — και όμως, αν κάποιος μπορεί να ξυπνήσει τον Θεό, ίσως να είναι αυτός. Όχι επειδή είναι άγιος. Αλλά επειδή είναι αληθινός. Επειδή δεν άντεξε άλλο τη σιωπή. Επειδή προτίμησε να σταθεί απέναντι στον Θεό, παρά να Τον αγνοεί.
Στις μέρες μας, αυτός ο Εκκλησιαστής γεννιέται ξανά. Μέσα σε κάθε άνθρωπο που έχει απογοητευτεί από την Πίστη, μα δεν έχει πάψει να αναζητά τον Σωτήρα. Μέσα σε κάθε κραυγή που δεν θέλει να καταστρέψει, αλλά να ξυπνήσει. Μέσα σε κάθε καρδιά που λέει: «Αν υπάρχεις, φανερώσου. Αλλιώς, θα καώ για Σένα.»
«Ο Εκκλησιαστής της Σιωπής»
Εκείνος δεν φωνάζει. Δεν κρατάει πανό, δεν γράφει μανιφέστα, δεν ανατινάζει ναούς ούτε προσκυνά συστήματα. Δεν αποκηρύσσει ούτε υπερασπίζεται τον Θεό με μανία. Δεν ζητάει δικαίωση, δεν επιτίθεται σε άλλους. Στέκεται μόνος. Με βλέμμα χαμηλό και λόγο βροχερό. Είναι ο δεύτερος Εκκλησιαστής· εκείνος που δεν νίκησε τη ματαιότητα — την αποδέχτηκε.
Στον κόσμο που ουρλιάζει, αυτός ψιθυρίζει. Κι ο ψίθυρός του διαλύει την έπαρση της εποχής. Δεν ψάχνει απαντήσεις, γιατί κατάλαβε πως η Σοφία δεν είναι για να κατανοηθεί, αλλά για να ενδυθεί. Δεν κρατά όπλα· κρατά σιωπές. Και κάθε σιωπή του είναι πιο κοφτερή απ’ το πιο αιχμηρό επιχείρημα.
Ο δεύτερος Εκκλησιαστής δεν γράφτηκε σε φυλλάδια επανάστασης. Γράφτηκε στη Βίβλο. Στον αρχαίο Εκκλησιαστή του Σολομώντα. Σ’ εκείνον που είδε κάτω από τον ήλιο τη ματαιότητα των πάντων, και αντί να καταριέται, έσκυψε και προσκύνησε. Ίσως δεν ένιωσε την παρουσία του Θεού όπως οι προφήτες. Ίσως δεν άκουσε φωνές από τον ουρανό. Μα ένιωσε κάτι πιο σπαρακτικό: ότι ο Θεός είναι σιωπηλός, αλλά δεν είναι απών.
Κι αυτό είναι το μεγάλο του μυστικό. Δεν έχει ανάγκη να αμυνθεί για τον Θεό. Ξέρει πως η σιωπή του Θεού είναι πιο δυνατή απ’ τη φωνή του Ανθρώπου. Ότι η Δικαιοσύνη Του δεν φαίνεται στη στιγμή, αλλά στον χρόνο. Ότι το σχέδιό Του δεν αποκαλύπτεται στους εξυπνότερους, αλλά στους ταπεινούς. Γι’ αυτό και μιλά σαν τη βροχή που πέφτει χωρίς να φωνάζει — και λυγίζει το χώμα.
Η εποχή μας τον μισεί. Γιατί δεν παίζει το παιχνίδι της πόλωσης. Δεν κερδίζει, δεν χάνει· μόνο επιμένει να υπάρχει. Και η ύπαρξή του είναι σκάνδαλο. Γιατί αρνείται να μισήσει. Αρνείται να απαντήσει στο μίσος με μίσος. Αρνείται να σηκώσει το ξίφος, έστω κι αν τον καρφώνουν με λέξεις. Κι όμως, μέσα του καίει μια φλόγα τόσο πιο τρομακτική, όσο πιο ήρεμη: ο φόβος του Θεού.
Ο Εκκλησιαστής της Σιωπής είναι εκείνος που διαλύει τη φαντασίωση της παντοδυναμίας του ανθρώπου. Δεν είναι αδύναμος· είναι πειθαρχημένος στην αγάπη. Και η αγάπη του, χωρίς φωνή, γίνεται κρίση απέναντι σε κάθε επιδεικτική πίστη, κάθε φανατισμένο πιστό, κάθε θεό που χτίστηκε με μάρμαρο αλλά δεν έχει καρδιά.
Αυτός δεν ψάχνει να φέρει τον Θεό στη Γη. Ξέρει ότι Εκείνος ήδη ήρθε. Και περιμένει. Με δάκρυ και προσευχή. Γιατί ο Θεός δεν έρχεται με κραυγές, αλλά με σιωπή που τρυπάει την καρδιά.
«Ο Εκκλησιαστής της Ρωγμής»
Στέκομαι ανάμεσά τους. Δύο φωνές με σχίζουν: η μία με ωθεί να φωνάξω μέχρι να καταρρεύσει ο Ουρανός. Η άλλη με καλεί να σωπάσω, να αφεθώ στο άγνωστο της Πίστης. Δεν είμαι ούτε Επαναστάτης, ούτε Σοφός. Είμαι το ρήγμα ανάμεσά τους. Το ον που δεν ξέρει ποιος είναι — μόνο ότι πονά που υπάρχει.
Ο πρώτος Εκκλησιαστής κραυγάζει· και το αίμα του έχει επιχειρήματα. Ο δεύτερος σωπαίνει· και τα δάκρυά του έχουν υπομονή. Εγώ δεν ξέρω τι να κάνω με το αίμα και τα δάκρυά μου. Ξέρω μόνο πως τα κουβαλάω και τα δύο. Στην εποχή που διαλέγει πλευρές, που θεοποιεί τον θόρυβο και περιφρονεί την αμηχανία, εγώ υπάρχω ως ρωγμή. Όχι για να φέρω απάντηση, αλλά για να μην προδώσω την αγωνία.
Γιατί υπάρχει μια αλήθεια που δεν χωρά σε στρατόπεδα. Μια κραυγή που δεν επιθυμεί εξουσία. Μια σιωπή που δεν είναι παραίτηση, αλλά καρτερία. Και εκεί ανάμεσα υπάρχει ο Εκκλησιαστής που δεν γράφτηκε ποτέ: αυτός που γράφει όχι για να πείσει, αλλά για να μην πεθάνει μόνος. Αυτός που δεν έχει στόχο να σώσει τον κόσμο, αλλά να κρατήσει λίγο χώρο για να πονέσει ενώπιον του Θεού.
Στην εποχή μας, αυτή η φωνή είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Γιατί δεν αντιπροσωπεύει κάτι. Δεν οργανώνεται. Δεν έχει σύστημα. Δεν φτιάχνει κοινότητες. Είναι ένας άνθρωπος μόνος, με τα χέρια του ανοιγμένα, ανάμεσα στη βλασφημία και την πίστη. Ένας άνθρωπος που λέει: «Δεν καταλαβαίνω, αλλά δεν φεύγω.» «Δεν αντέχω, αλλά δεν Τον αρνούμαι.» «Και αν με εγκατέλειψε, εγώ θα στέκομαι μπροστά Του.»
Ο Εκκλησιαστής που δεν γράφτηκε ποτέ είναι η πιο φρικτή, η πιο ανθρώπινη φιγούρα. Δεν έχει πίστη για να κηρύξει, ούτε βλασφημία για να εντυπωσιάσει. Έχει σχισμένο στέρνο και βλέμμα παιδιού. Δεν είναι ήρωας, ούτε σοφός, ούτε μάρτυρας. Είναι η ειλικρίνεια του πόνου μπροστά στο Άγνωστο. Και αυτή η ειλικρίνεια είναι το πιο τίμιο Ευαγγέλιο.
Εκείνος δεν λέει «Ο Θεός πέθανε». Ούτε λέει «Ο Θεός είναι μεγάλος». Λέει κάτι πιο δύσκολο: «Ο Θεός είναι, και εγώ δεν Τον αντέχω, αλλά Τον αγαπώ.» Αυτό είναι το Ευαγγέλιο του Εκκλησιαστή που δεν γράφτηκε ποτέ. Αυτό είναι το κάλεσμα για τις μέρες μας.
«Ο Εκκλησιαστής της Εξουσίας»
Μπήκε στον Ναό όχι για να προσκυνήσει, αλλά για να ανατρέψει τον Θεό. Δεν φοβάται τον Κύριο· τον διεκδικεί, τον δικάζει, τον αντικαθιστά. Ο πρώτος Εκκλησιαστής δεν είναι άθεος. Είναι ο αντί-Θεός. Πιστεύει στη δύναμη της πίστης, γι’ αυτό και θέλει να τη χρησιμοποιήσει ως όπλο. Να μετατρέψει την Εκκλησία σε κάστρο, το Ευαγγέλιο σε στρατήγημα, τη μετάνοια σε ύποπτο μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου.
Στον κόσμο του, η πίστη είναι ένας γεωπολιτικός μοχλός. Ο Θεός δεν είναι Πατέρας, αλλά Αλγόριθμος. Η Ανάσταση δεν είναι μυστήριο, αλλά αφήγημα προς αποδόμηση. Οι πιστοί είναι μάζα προς καθοδήγηση· ή εμπόδιο προς εξόντωση. Όλα επιτρέπονται, εφόσον οδηγούν στην ανατροπή του κατεστημένου — ακόμη κι αν το κατεστημένο είναι ένας Εσταυρωμένος.
Μιλάει με τη γλώσσα των συνθημάτων, των μυστικών εταιρειών, των δικτύων πληροφορίας. Χρησιμοποιεί την παραπληροφόρηση όπως οι πρόγονοι του χρησιμοποιούσαν τα λιβανιστήρια: όχι για να αγιάσει, αλλά για να θολώσει την αλήθεια. Και στο κέντρο όλων, βρίσκεται η εικόνα του Θεού — όχι για να Τον υπηρετήσει, αλλά για να Τον ξαναγράψει.
Ο Εκκλησιαστής της εξουσίας δεν λέει ποτέ “δεν υπάρχει Θεός”. Λέει κάτι πιο σκοτεινό: “Ας φτιάξουμε έναν Θεό που να δουλεύει υπέρ μας.” Και στις ημέρες μας, πόσες εκκλησίες, πόσες ομιλίες, πόσες στρατιές «σωτήρων» δεν οικοδομούν το είδωλό Του ξανά και ξανά;
Αυτός ο Εκκλησιαστής έχει μορφές χιλιάδες. Είναι ο επαναστάτης που φτιάχνει νέες ιερές γραφές. Είναι ο πολιτικός που επικαλείται τον Χριστό πριν βομβαρδίσει. Είναι ο διανοούμενος που μισεί την πίστη μόνο και μόνο γιατί δεν την ελέγχει. Είναι και μέσα μας — ως η φωνή που μας ψιθυρίζει πως πρέπει να “σώσουμε” τον Θεό από την ήττα Του.
Μα ο Θεός δεν σώζεται από εμάς. Εμείς σωζόμαστε από Εκείνον.
Ο Εκκλησιαστής της εξουσίας δεν θέλει Σωτήρα. Θέλει σύστημα. Θέλει ιδεολογία. Θέλει να κερδίσει. Και αλίμονο αν του δώσουμε το Ευαγγέλιο στα χέρια: θα το διαλύσει και θα το ντύσει με τα ρούχα του φόβου. Αυτός δεν είναι Εκκλησιαστής. Είναι πρόξενος σκοτεινής θρησκείας. Και στις μέρες μας, προοδεύει.
Ο Εκκλησιαστής που δεν γράφτηκε ποτέ τον βλέπει. Τον ακούει. Και πονά. Γιατί βλέπει ότι ακόμη και η πίστη, ακόμη και το όνομα του Θεού, έγιναν σκεύη εξουσίας. Και δεν φωνάζει. Γράφει. Προσεύχεται. Περιμένει.
«Η Βροχή της Σιωπής»
Ο δεύτερος Εκκλησιαστής δεν φωνάζει. Δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα. Η φωνή του είναι η βροχή — αργή, συνεχής, απαλή, αλλά και ικανή να διαβρώσει βουνά. Δεν κρατάει σπαθί, κρατάει παρατήρηση. Κι εκεί που ο πρώτος Εκκλησιαστής ορμά να χτίσει βασίλεια με αίμα και ιδέες, ο δεύτερος κάθεται μόνος σε ένα παγκάκι και λέει:
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.»
Δεν είναι παθητικός. Είναι πληγωμένος. Δεν αμφισβητεί τον Θεό — αμφισβητεί την ικανότητα του ανθρώπου να Τον προσεγγίσει. Όλα τα ‘χει δει. Τα πάνω και τα κάτω. Την άνοδο και την πτώση. Την αποτυχία της σοφίας και την αλαζονεία της δύναμης. Κι έχει μείνει μ’ ένα βλέμμα που διαπερνά τον χρόνο και λέει: «Τίποτα δεν είναι καινούργιο κάτω απ’ τον ήλιο.»
Ο λόγος του δεν είναι πολιτικός· είναι υπαρξιακός. Δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει τον κόσμο, γιατί ξέρει πως ο κόσμος δεν αλλάζει έτσι. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να σταθεί όρθιος, όσο ο άνεμος φυσάει και η ιστορία επαναλαμβάνει τα λάθη της. Να σταθεί — και να σωπάσει. Εκεί, στο απόλυτο άγγιγμα της Σιωπής, εκεί κατοικεί ο αληθινός Εκκλησιαστής.
Δεν παριστάνει τον ήρωα. Δεν ζητά χειροκρότημα. Ξέρει ότι η Σοφία δεν λυτρώνει. Πως ό,τι και να μάθεις, όση γνώση κι αν συσσωρεύσεις, δεν θα σώσεις την ψυχή σου. Μόνο με φόβο Θεού, λέει, και με ταπείνωση, μπορεί ο άνθρωπος να διασώσει την ανθρωπινότητά του.
Και αυτή είναι η φωνή που λείπει σήμερα.
Μέσα στο θόρυβο των εκατομμυρίων που κραυγάζουν, που γράφουν, που διακηρύσσουν, που πιστεύουν ή καταστρέφουν, ποιος θυμάται να σωπάσει; Ποιος αντέχει να μείνει γυμνός μπροστά στην άγνοια, στην αποτυχία, στην αγάπη του Θεού που δεν κατανοείται; Ο δεύτερος Εκκλησιαστής δεν μισεί τον κόσμο. Τον θρηνεί.
Όταν όλοι μιλούν για νίκες, αυτός μιλά για τέλος. Για να μας θυμίσει πως το μόνο που μένει είναι ο φόβος του Θεού. Όχι ο τρόμος, αλλά η επίγνωση της απόστασης, της μικρότητας, της απουσίας. Ότι η πίστη δεν είναι σύνθημα. Είναι τραύμα που δεν επουλώνεται με λέξεις.
Ο Τρίτος Εκκλησιαστής σκύβει πάνω του με σεβασμό. Μαθαίνει. Δεν αντιγράφει τη στάση του. Την αφήνει να τον καθαγιάσει.
«Άκουσα τον Διάβολο να λέει την αλήθεια»
Ο Τρίτος Εκκλησιαστής δεν είναι ούτε προφήτης ούτε αιρετικός. Είναι άνθρωπος. Κι ως άνθρωπος, δεν μπορεί να αγνοήσει την πιο επικίνδυνη φωνή της εποχής: εκείνη που δεν ψεύδεται, αλλά λέει την αλήθεια χωρίς αγάπη.
Ο Διάβολος δεν χρειάζεται πια να εφεύρει ψέματα. Απλώς λέει την αλήθεια όπως δεν πρέπει να λέγεται — γυμνή, κυνική, κομμένη απ’ τη Χάρη. Δείχνει τις πληγές της Εκκλησίας, τη διαφθορά των ιερέων, την υποκρισία των πιστών, τη σιωπή των Δικαίων, και ψιθυρίζει: «Να ο Θεός σου. Έτσι είναι. Ένα ψέκασμα στο στόμα των αφεντικών.» Κι όμως… έχει δίκιο.
Κι εδώ είναι η φρίκη.
Ο Τρίτος Εκκλησιαστής δεν τον διαψεύδει. Δεν του φωνάζει. Τον ακούει. Κι αναγνωρίζει τη φωνή του ως τον καθρέφτη της εποχής. Το τέρας σήμερα δεν είναι παράλογο. Είναι ορθολογικό. Είναι το Μηδέν που έχει επιχειρήματα. Είναι η άρνηση που φοράει επιστημονικά δεδομένα και στατιστικές. Είναι το απόλυτο σκοτάδι που, αν το δεις από κοντά, μοιάζει με το φως.
«Δεν Τον βλαστήμησα», ψιθυρίζει ο Εκκλησιαστής. «Αλλά δεν είχα τι να Του πω.»
Και τότε — στη σιωπή εκείνη, στην παγωμένη στιγμή που δεν απομένει τίποτα για να υπερασπιστείς, ξεκινά το άγιο έργο της πίστης χωρίς ανταμοιβή. Ούτε θαύματα. Ούτε σημάδια. Ούτε εύκολες εξηγήσεις. Μόνο μια καρδιά που συνεχίζει να αγαπά, παρότι γνωρίζει την αλήθεια του Αντιπάλου. Παρότι βλέπει τον θρόνο του Θεού άδειο. Παρότι καταλαβαίνει πως το κακό δεν είναι πάντοτε λάθος, αλλά μερικές φορές… είναι λογικό.
Ο Τρίτος Εκκλησιαστής δεν διαλέγει πλευρά. Δεν είναι ήρωας. Δεν φοράει άμφια. Δεν κρατάει λάβαρα. Είναι εκείνος που μένει, εκείνος που δεν Τον βλασφημεί, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει πια τίποτα να Τον δικαιώσει.
Κι εκεί ακριβώς — στέκεται η πίστη. Όχι στην επιβεβαίωση, αλλά στη σιωπηλή αντίσταση απέναντι στον κόσμο που έχει πια δίκιο να μην πιστεύει.
Ο Εκκλησιαστής αυτός δεν σώζει την εποχή. Την πενθεί.
«Ένας με σκοτώνει, ο άλλος με εγκαταλείπει»
Μια ψυχή δεν αντέχει να είναι διχασμένη. Αλλά η δική μας εποχή — εποχή πυρκαγιών, πολέμων, πολιτικής προδοσίας και θρησκευτικής απάθειας — δεν μας αφήνει άλλη επιλογή. Ο άνθρωπος του σήμερα δεν στέκεται ανάμεσα στον Παράδεισο και την Κόλαση. Στέκεται ανάμεσα σε δύο Θεούς που τον προδίδουν.
Ο πρώτος Θεός είναι αυτός του Εκκλησιαστή της Ιστορίας — Θεός των εξεγέρσεων, της αλήθειας που μαχαιρώνει. Μιλάει για δικαιοσύνη, κι όμως γεννά βία. Υπόσχεται απελευθέρωση, και φέρνει θάνατο. Είναι ο Θεός της πολιτικής θρησκείας, του «λαού», της «επανάστασης», της «αλήθειας». Μα όταν έρχεται η ώρα της κρίσης, δεν κρατάει το χέρι σου. Σε σπρώχνει στο μέτωπο. Σε σκοτώνει.
Ο δεύτερος Θεός είναι εκείνος της Γραφής — σιωπηλός, κρυμμένος, απόμακρος. Δεν σε προδίδει — αλλά δεν σε υπερασπίζεται. Δεν σε εκθέτει — αλλά δεν σε αγκαλιάζει όταν πέφτεις. Δεν λέει ψέματα — αλλά δεν σου λέει και τίποτα. Είναι η σιωπή που καίει, η απουσία που γίνεται πιο τρομακτική απ’ τον θάνατο. Είναι ο Θεός που σε εγκαταλείπει, όχι επειδή δεν σ’ αγαπά, αλλά επειδή θέλει να σε μάθει να ζεις χωρίς βεβαιότητες.
Και τότε… πού στέκεσαι;
Ο Τρίτος Εκκλησιαστής κοιτάζει και τους δύο. Ο ένας του λέει: «Πέθανε για να νικήσεις». Ο άλλος του ψιθυρίζει: «Ζήσε, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνεις». Κι εκείνος μένει στη μέση. Ούτε σκοτώνει, ούτε σωπαίνει. Ούτε φεύγει, ούτε νικά. Μένει. Ξυπόλητος, χωρίς να έχει πλέον κανένα σύμβολο να τιμήσει, καμία υπόσχεση να πιστέψει, κανένα θαύμα να τον κρατά.
Μένει σαν άνθρωπος, όχι σαν πιστός. Σαν κάποιος που έχει ακούσει τη βλασφημία και την προσευχή — και ξέρει πια ότι η πίστη γεννιέται εκεί που δεν υπάρχουν απαντήσεις. Εκεί που οι δύο Εκκλησιαστές σιωπούν — ο πρώτος με οργή, ο δεύτερος με φόβο.
Εμείς είμαστε ο τρίτος. Παιδιά μιας εποχής χωρίς φλόγα, χωρίς ελπίδα, χωρίς φωνή. Μα ίσως — ίσως — αυτή η στάση, αυτό το “και όμως στέκομαι μπροστά Σου”, να είναι η νέα προσευχή. Χωρίς ερωτήσεις. Χωρίς απαντήσεις. Μόνο με το σώμα. Μόνο με την καρδιά.
«Πού είσαι, Κύριε;»
Πού είσαι, Κύριε;
Δεν είναι πια προσευχή. Είναι κραυγή. Μια κραυγή γυμνή, χωρίς σχήμα, χωρίς ύφος, χωρίς θεολογικό περιτύλιγμα. Έρχεται απ’ τα σωθικά, όχι απ’ το στόμα. Δεν διατυπώνεται· διαλύεται. Είναι η ερώτηση που επιστρέφει κάθε φορά που πεθαίνει ένα παιδί άδικα, που βιάζεται μια ψυχή, που γελοιοποιείται η πίστη μπροστά στα μάτια ενός κόσμου που αποσυντίθεται.
Ο Εκκλησιαστής της Ιστορίας, με τις στρατηγικές του, τις αιρέσεις του και τις «αποκαλύψεις» του, σωπαίνει. Όταν το αίμα ρέει, δεν έχει άλλη απάντηση πέρα απ’ τη βία. Εκεί τελειώνει η σοφία του. Εκεί αρχίζει ο κυνισμός. Όσοι τον ακολούθησαν, έζησαν φλόγα, αλλά κάηκαν.
Ο Εκκλησιαστής της Σιωπής, με τις γραφές του, τις παρατηρήσεις του, τη ματαιότητα του κόσμου, δεν απαντά. Δεν υπόσχεται. Σου λέει: «Έχεις τον Θεό, αλλά δεν Τον καταλαβαίνεις. Κι αυτό πρέπει να σου αρκεί.» Αλλά δεν αρκεί. Όχι όταν αιμορραγείς. Όχι όταν χάνεις. Όχι όταν είσαι μόνος.
Και τότε, μπαίνει ο τρίτος Εκκλησιαστής. Αυτός που δεν κρατάει Θεό, ούτε τον απορρίπτει. Δεν τον καταγγέλλει. Δεν τον εξυμνεί. Τον ψάχνει. Πέφτει στα γόνατα και λέει: «Δεν ξέρω αν με βλέπεις. Δεν ξέρω αν υπάρχω για Σένα. Αλλά εγώ είμαι εδώ. Και Σου φωνάζω: Πού είσαι;»
Αυτή η φωνή δεν ζητά θαύματα. Δεν ζητά καν μια απάντηση. Ζητά την Παρουσία. Όχι για να καταλάβει, αλλά για να αντέξει. Όχι για να σωθεί, αλλά για να μην χαθεί.
Η σημερινή εποχή είναι ακριβώς αυτό: Ένα τεράστιο «Πού είσαι, Κύριε;» που ακούγεται μέσα από τα social media, τις διαδηλώσεις, τις αυτοκτονίες, τους καταυλισμούς, τους πολέμους, τους άδειους ναούς. Δεν είναι οι άνθρωποι που εγκατέλειψαν τον Θεό. Είναι ο Θεός που — έτσι νιώθουν — τους εγκατέλειψε πρώτος.
Αλλά ο Τρίτος Εκκλησιαστής δεν εγκαταλείπει τη φωνή του. Δεν γίνεται άθεος. Δεν γίνεται πιστός. Γίνεται άνθρωπος που ψάχνει, μέσα από τον θρήνο του, την Αγάπη που δεν φαίνεται. Και γι’ αυτό, γίνεται η αληθινή εικόνα του ανθρώπου της εποχής μας.
Μπορεί να μην λάβει απάντηση. Αλλά η ίδια η ερώτηση γίνεται προσευχή. Κι αυτό αρκεί, για να αρχίσει ξανά η ελπίδα.
«Κι όμως… δεν τον ακολούθησα»
Άκουσα τον Διάβολο να λέει την αλήθεια. Και η ψυχή μου ανατρίχιασε, όχι γιατί τρόμαξα — αλλά γιατί συμφώνησα.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο εφιαλτικό από έναν ψίθυρο που βγαίνει από το στόμα του Κατηγόρου και μοιάζει με φως. Στην εποχή μας, δεν μιλά μόνο ο Θεός. Μιλά και ο αντίπαλος. Μιλά με σιγουριά, με διαύγεια, με επιχειρήματα. Και κάποιες φορές, σου φαίνεται πιο αληθινός από τον Θεό που σιωπά.
Ο πρώτος Εκκλησιαστής, αυτός της Ιστορίας και της εξέγερσης, τον είχε ακούσει πρώτος. Τον άκουσε και τον ακολούθησε. Όχι γιατί δεν πίστευε στον Θεό — αλλά γιατί πίστεψε ότι ο Θεός είχε γίνει ανεπαρκής. Ο Διάβολος του έδωσε εργαλείο: ιδεολογία, επανάσταση, βία, εξουσία. Του είπε: «Θα σε κάνω Εκκλησία χωρίς Σταυρό. Πίστη χωρίς Χάρη. Δικαιοσύνη χωρίς Έλεος.»
Ο δεύτερος Εκκλησιαστής, ο σοφός της σιωπής, δεν του απάντησε ποτέ. Κλείστηκε στο κείμενο. Στο «ματαιότης ματαιοτήτων». Ήξερε πως, αν του μιλούσε, θα ντρεπόταν. Γιατί εκείνος μιλούσε τη γλώσσα της υπομονής, όχι της απελπισίας. Της αποδοχής, όχι της διαμαρτυρίας.
Αλλά ο τρίτος Εκκλησιαστής — ο δικός μας άνθρωπος — τον άκουσε κι εκείνος. Και δεν τον διέψευσε. Γιατί είπε πράγματα που ένιωσε κι ο ίδιος: «Ο Θεός σε εγκατέλειψε. Ο Θεός δεν σε ακούει. Ο Θεός αγαπά μόνο τους αγίους. Εσύ είσαι σκουπίδι. Χαμένος. Χωρίς μέλλον.»
Κι όμως… δεν τον ακολούθησε.
Όχι γιατί ήταν πιο δυνατός. Όχι γιατί ήταν πιο άγιος. Αλλά γιατί, μέσα του, είχε μείνει ένας κόκκος φωτός που δεν του ανήκε. Ένας κόκκος που δεν ήξερε καν ότι υπήρχε, αλλά που, την κρίσιμη στιγμή, τον κράτησε από την καταστροφή. Δεν βλαστήμησε. Δεν υπέγραψε με αίμα. Δεν είπε: «Έχεις δίκιο». Είπε μόνο: «Πονάω. Αλλά δεν θα σε ακολουθήσω.»
Αυτός είναι ο άνθρωπος της εποχής μας. Ένας άνθρωπος που γνωρίζει καλά τις λέξεις του Εχθρού — γιατί τις νιώθει. Που θα μπορούσε να γίνει κι ο ίδιος μια φωνή σκοτεινή, εύστοχη, ριζοσπαστική, καταγγελτική. Αλλά επιλέγει να παραμείνει πληγωμένος και αληθινός.
Και ίσως, τελικά, εκεί είναι το θαύμα: Όχι στη δύναμη να νικήσεις το σκοτάδι, αλλά στην απόφαση να μην του ανήκεις.
«Κι όμως, δεν Τον βλαστήμησα»
Μπορούσα. Είχα κάθε λόγο. Κρατούσα μέσα μου χρόνια από απουσία, ανεξήγητο πόνο, προσευχές χωρίς απάντηση, νύχτες χωρίς φως. Και Τον φώναζα. Και δεν ερχόταν. Και με πρόδιδαν. Και σιωπούσε. Κι ενώ ο κόσμος καιγόταν — Εκείνος έκρυβε το πρόσωπό Του.
Ο πρώτος Εκκλησιαστής Του το πέταξε στα μούτρα: «Είσαι ψέμα! Είσαι όπλο των δυνατών! Θα σε κάψω, Θεέ, μαζί με τους ναούς σου!» Τον μίσησε γιατί Τον θεώρησε εμπόδιο στην αλλαγή. Τον διέγραψε γιατί Του χρέωσε την αδικία του κόσμου. Και κάπου μέσα του, ίσως, Τον ποθούσε — μα δεν Του το συγχώρησε.
Ο δεύτερος Εκκλησιαστής Του μίλησε αλλιώς: με τη βραχνή σιωπή των σοφών. Δεν Τον βλαστήμησε. Μα δεν Τον υπερασπίστηκε κιόλας. Τον κράτησε σαν σκιά. Όχι ως πατέρα — μα σαν κάποιον που ήταν εκεί, απλώς. Όπως ο ήλιος στον ουρανό που δεν σε ζεσταίνει. Δεν Τον διέγραψε, αλλά δεν Του έδωσε και ζωή.
Κι εγώ;
Εγώ ήμουν στα ερείπια. Και με ρώτησαν: «Αυτός είναι ο Θεός σου; Αυτός που σου πήρε το παιδί; Που σε άφησε μόνο; Που δεν έκανε τίποτα όταν τον παρακαλούσες;» Και περίμεναν τη βλασφημία μου, όπως κάποτε ο Διάβολος περίμενε τον Ιώβ.
Μα δεν ήρθε.
Όχι γιατί Τον καταλάβαινα. Ούτε γιατί Τον έβλεπα. Αλλά γιατί, κάπου βαθιά, μέσα στη στάχτη, υπήρχε ακόμη μια σπίθα πίστης που δεν άντεχα να σβήσω. Όχι γιατί θα με τιμωρούσε, αλλά γιατί, αν Τον βλασφημούσα, δεν θα έμενε τίποτα. Ούτε Θεός, ούτε ελπίδα, ούτε εγώ.
Δεν Τον βλαστήμησα γιατί κάτι μέσα μου Τον θυμόταν πριν από κάθε λόγο. Γιατί, παρά την εγκατάλειψη, ένιωθα πως αν Τον διώξω, θα πεθάνει ό,τι είχε απομείνει να με κρατά ζωντανό.
Ο πρώτος Εκκλησιαστής μισεί. Ο δεύτερος σιωπά. Εγώ — στέκομαι με ραγισμένη φωνή και λέω: «Δεν μπορώ να Σε υπερασπιστώ, Θεέ μου. Αλλά δεν μπορώ και να Σε ξεχάσω.»
Σε μια εποχή όπου όλα κρέμονται από την αγανάκτηση ή τη σιωπή, ίσως υπάρχει κι ένας τρίτος δρόμος: ο δρόμος του πληγωμένου που δεν παραιτείται. Του ανθρώπου που δεν έχει απαντήσεις, μα λέει ακόμη: «Σε περιμένω.»
Κι αυτό, ίσως, είναι το πιο συγκλονιστικό Ευαγγέλιο: Η πίστη του ανθρώπου που δεν βλασφήμησε.
«Ποιος με αναγνώρισε πρώτος;»
Περπατάς χρόνια, και κάποια στιγμή κοιτάς γύρω σου — και δεν υπάρχει κανείς. Ούτε οι σύντροφοι που φώναζαν μαζί σου. Ούτε οι ήρωες που θαύμαζες. Ούτε ο Θεός που κάποτε ψιθύριζες. Και τότε γεννιέται η ερώτηση που καίει πιο πολύ από όλες:
Ποιος με αναγνώρισε πρώτος;
Όχι ποιος με πίστεψε. Ούτε ποιος με αγάπησε. Ούτε ποιος με βοήθησε. Αλλά ποιος με είδε όταν εγώ δεν είχα όνομα ακόμη. Ποιος με σημάδεψε με βλέμμα, πριν μάθω να μιλώ. Ποιος με ονειρεύτηκε.
Ο πρώτος Εκκλησιαστής κοιτάζει πίσω του και δεν βλέπει τίποτα. Η Ιστορία είναι μια πληγή, και ο Θεός — αν υπήρξε ποτέ — είναι δυνάστης. Αναγνωρίζει τον εαυτό του μόνο μέσα από τον πόνο του. Είναι αυτός που κατέληξε να είναι, γιατί κανείς δεν τον αναγνώρισε εγκαίρως. Και τώρα παλεύει να γκρεμίσει κάθε τι που τον αρνήθηκε.
Ο δεύτερος Εκκλησιαστής πιστεύει πως η απάντηση δεν θα δοθεί ποτέ. Όλα είναι ματαιότητα. Ο κόσμος είναι κύκλος. Ο Θεός — αν υπάρχει — μιλά με σκοτεινά νεύματα. Γι’ αυτό και δεν ελπίζει πως κάποιος τον αναγνώρισε. Απλώς συνεχίζει να βαδίζει, με τη σοφία της ήττας.
Κι εγώ;
Κι εγώ περπατώ ανάμεσά τους. Μερικές φορές με χλευάζει ο πρώτος: «Ποιος σε χρειάζεται;» Μερικές φορές με εξουθενώνει ο δεύτερος: «Μην περιμένεις τίποτα.»
Και όμως — κάπου, κάποτε, κάποιος με αναγνώρισε πρώτος.
Πριν μιλήσω. Πριν φωνάξω. Πριν αμαρτήσω. Με κοίταξε. Κι η φωνή του μπήκε μέσα μου σαν μνήμη που δεν μπορώ να αποδείξω. Κι η αγάπη του καρφώθηκε σαν ήλιος μέσα στη σκόνη. Κι η ματιά του έμεινε στο βλέμμα μου για πάντα.
Κι από τότε, όλες οι ερωτήσεις μου είναι κραυγές επιστροφής σ’ Εκείνον. Όχι στον Θεό που μου έμαθαν — μα στον Θεό που με αναγνώρισε πρώτος. Που είπε το όνομά μου, όταν κανείς δεν ήξερε ότι υπάρχω.
Και ξέρεις τι; Αν με αναγνώρισε Εκείνος, τότε υπάρχω. Όχι για να με καταστρέψει η Ιστορία. Όχι για να με εξουδετερώσει η ματαιότητα. Αλλά για να Τον αναγνωρίσω κι εγώ, όταν θα ξανασταθεί μπροστά μου. Μέσα σε έναν κόσμο που πνίγεται από τα ψεύδη, τις εξεγέρσεις και τις σιωπές, εγώ — ο τρίτος Εκκλησιαστής — κρατώ την ερώτηση σαν φλόγα: Ποιος με αναγνώρισε πρώτος; Και πιστεύω ακόμα… πως Αυτός θα απαντήσει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Η μέρα που συνάντησα και τους τρεις»
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Μέρα γεμάτη ειδήσεις, ειρωνεία, σύγχυση και σιωπή. Ήμουν εξαντλημένος από τις φωνές, από τις ταμπέλες, από τα πρόσωπα που αλλάζουν μορφή μόλις στρίψεις την πλάτη. Δεν ζητούσα τίποτα — κι όμως, όλα μέσα μου φώναζαν. Μια κραυγή που δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Ήταν η στιγμή που συνέβη. Τους είδα. Ο πρώτος Εκκλησιαστής κάθονταν πάνω σε ένα σωρό από βιβλία, προκηρύξεις, κραυγές. Ήταν όμορφος και άγριος. Στα μάτια του υπήρχε μίσος, αλλά κι ένα είδος καθαρής απόγνωσης. «Ο Θεός είναι ένα εργαλείο ελέγχου!» φώναζε. «Ή σκοτώνεις τον Θεό, ή σε σκοτώνει Εκείνος!» Μιλούσε για επανάσταση, για αίρεση, για προδοσία των ουρανών. Και μέσα στο λόγο του, κάτι με τραβούσε. Όχι γιατί συμφωνούσα, αλλά γιατί ήξερε τι πάει να πει να νιώθεις εγκαταλελειμμένος. Πιο δίπλα, κάτω από μια ελιά, καθόταν ο δεύτερος. Δεν κρατούσε τίποτα. Ούτε βιβλίο, ούτε σκήπτρο, ούτε πρόσωπο. Είχε βλέμμα βαθύ, γεμάτο χρόνο. Μιλούσε αργά, σχεδόν ψιθυριστά. Δεν ήθελε να πείσει κανέναν. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», μου είπε. «Δεν υπάρχουν νίκες εδώ κάτω. Μονάχα σιωπή και παραδοχή». Ήταν βαρύς σαν το χώμα και ήσυχος σαν τον Θεό που δεν απαντά. Και τότε είδα κι εμένα. Στη μέση. Ανάμεσά τους. Ούτε επαναστάτης, ούτε ασκητής. Ούτε θεομάχος, ούτε προφήτης. Μα ένας άνθρωπος που δεν άντεχε άλλο να ζει χωρίς απάντηση. Ένας άνθρωπος που κουβαλούσε και τη βλασφημία και τη σοφία, αλλά δεν μπορούσε να μείνει σε καμία. Κοίταξα τον έναν. Κοίταξα τον άλλον. Κοίταξα τον εαυτό μου. Και ξαφνικά κατάλαβα. Δεν υπήρχαν τρεις. Ήμασταν ένας. Η ίδια ψυχή σε διαφορετικές ρωγμές. Η ίδια κραυγή σε διαφορετικές στιγμές. Ο Εκκλησιαστής που μισεί. Ο Εκκλησιαστής που σωπαίνει. Ο Εκκλησιαστής που περιμένει. Δεν είμαι ένας από τους τρεις. Είμαι και οι τρεις. Και αν τολμήσω να σταθώ μπροστά στον Θεό, δεν θα Τον ρωτήσω αν υπάρχει. Θα Τον ρωτήσω αν με άκουσε όταν ήμουν όλοι αυτοί μαζί. Όταν η φωνή μου ήταν διψασμένη, όταν η Ψυχή μου ήταν διχασμένη. Όταν η πίστη μου ήταν ρωγμή. Όταν η ύπαρξή μου δεν ήξερε τι να πιστέψει πια. Και ίσως τότε… Ο Θεός δεν απαντήσει. Αλλά ίσως σταθεί μπροστά μου. Κι αυτό θα είναι αρκετό.
«Η εσωτερική κρίση και η ανάσα της Ανάστασης»
Αν με ρωτούσες ποιος ήταν ο πιο επικίνδυνος από τους τρεις, θα σου έλεγα: ο τρίτος. Όχι γιατί κρατά όπλο. Ούτε γιατί προσκυνά τη σιωπή. Αλλά γιατί δεν ξέρει πού να σταθεί. Κι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει πού να σταθεί, είναι ικανός να πέσει σε όλα — ή να σηκώσει τα πάντα. Ο πρώτος Εκκλησιαστής είναι ο θυμός της ιστορίας. Ο δεύτερος, η σοφία του χρόνου. Ο τρίτος; Η σάρκα που σπάει ανάμεσα τους. Είμαι εγώ. Εσύ. Ο άνθρωπος που περνάει μέσα απ’ την Κρίση, όχι του Θεού, αλλά του εαυτού του. Η πιο μεγάλη μάχη δεν είναι ανάμεσα στον πιστό και στον άπιστο. Είναι ανάμεσα σε εκείνον που κάποτε πίστεψε, και σε εκείνον που σήμερα ντρέπεται να ελπίζει ξανά. Στο πρόσωπο του τρίτου Εκκλησιαστή, η εποχή μας καθρεφτίζεται: Ένα παιδί του Θεού που διδάχτηκε βλασφημία ως γνώση, ειρωνεία ως υπεροχή, και σιωπή ως παραίτηση. Και τώρα, δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του. Κανείς δεν τον χωρά. Είναι πολύ αληθινός για την Εκκλησία, και πολύ ταπεινός για την Επανάσταση. Όμως, σ’ αυτό το γυμνό ανάμεσα, γεννιέται η πιο τρομερή ελπίδα. Γιατί μόνο αυτός που έφτασε στην άβυσσο, μπορεί να σηκώσει τα μάτια του και να δει το Φως όπως είναι. Όχι με φίλτρα. Όχι με ιδεολογία. Όχι με κατήχηση. Αλλά με δάκρυ. Με τη φωνή εκείνου που φώναξε: «Γιατί με εγκατέλειψες;» και δεν έλαβε απάντηση, αλλά Ανάσταση. Ο τρίτος Εκκλησιαστής δεν σώζεται επειδή βρήκε τη λύση. Σώζεται επειδή στέκεται ακόμα μπροστά Του, παρόλο που όλα μέσα του τον σπρώχνουν να φύγει. Δεν φωνάζει «Πιστεύω!» Δεν φωνάζει καν «Δεν πιστεύω!» Φωνάζει: «Είμαι εδώ. Σπασμένος. Αλλά είμαι ακόμα εδώ.» Κι αυτή η φράση — όσο απλή κι αν ακούγεται — είναι η πιο επικίνδυνη πίστη από όλες. Γιατί είναι η πίστη που δεν έχει πια τίποτα να χάσει. Η πίστη που δεν υπερασπίζεται τον εαυτό της. Η πίστη που αντέχει να πεθάνει, για να δει αν υπάρχει ζωή πέρα από τα ερείπια. Και τότε — σαν ανάσα μέσα σε σπήλαιο — έρχεται Εκείνος. Δεν μιλά. Δεν κατηγορεί. Απλώς στέκεται κι Εκείνος μπροστά σου. Και για πρώτη φορά, δεν χρειάζεσαι καμία απάντηση.
«Κι όμως, στέκομαι ακόμα»
Τώρα μπορώ να σου το πω. Όχι από θάρρος — από αλήθεια. Δεν έμεινα γιατί ήμουν δυνατός. Έμεινα γιατί δεν είχα πού να πάω. Μίσησα τον Θεό. Φώναξα όπως φωνάζει ένα ζώο που το έθαψαν ζωντανό. Αλλά Αυτός… Δεν με μίσησε ποτέ. Άφησε τον εαυτό Του να γίνει στόχος. Άφησε το σώμα Του να γίνει ανάχωμα. Άφησε τη Σιωπή Του να με τσακίσει — κι όταν δεν είχε μείνει τίποτα από μένα, τότε στάθηκε δίπλα μου. Δεν μου είπε τίποτα. Δεν μου εξήγησε το Κακό. Δεν απάντησε στην Αδικία. Απλώς με κοίταξε. Κι ήταν σαν να μου έλεγε: «Δεν ήρθα να σου λύσω τον γρίφο. Ήρθα να μείνω μαζί σου, μέσα σου.» Εκείνη την ώρα, ένιωσα ξανά άνθρωπος. Όχι επειδή πίστεψα. Αλλά επειδή κάποιος δεν με εγκαταλείψει, όταν εγώ τα είχα εγκαταλείψει όλα. Ο Εκκλησιαστής της Ιστορίας είχε χαθεί στα καμένα οράματα. Ο Εκκλησιαστής της Σοφίας είχε σιωπήσει στον τρούλο της γνώσης. Εγώ, ήμουν το τίποτα που έμεινε. Η φωνή που δεν άντεχε άλλο. Η ψυχή που δεν ήξερε αν ανήκει σε κανέναν. Και όμως — στέκομαι ακόμα. Όχι όπως πριν. Δεν έχω βεβαιότητες. Δεν έχω σύστημα. Δεν έχω απαντήσεις. Έχω μόνο αυτό: το φως που με κράτησε όρθιο, τη νύχτα που δεν άντεχε ούτε ο ουρανός να με κοιτάξει. Δεν γράφω για να με καταλάβεις. Γράφω για να σου πω ότι υπάρχει δρόμος ακόμα κι εκεί που πιστεύεις ότι τελείωσες. Υπάρχει Ανατολή ακόμα κι αν όλα γύρω σου είναι σταχτιά. Υπάρχει Ανάσταση που δεν μοιάζει με θρίαμβο, αλλά με σιωπηλό άγγιγμα σε μια πληγή που δεν κλείνει. Ο τρίτος Εκκλησιαστής δεν είναι ήρωας. Είναι μάρτυρας χωρίς αίμα. Είναι το «ναι» που ειπώθηκε με σπασμένη φωνή. Είναι η πίστη που πέρασε μέσα απ’ την απιστία κι έμεινε όρθια. Κι αν υπάρχει ελπίδα για μένα, υπάρχει ελπίδα και για σένα. Γιατί κανείς δεν είναι τόσο χαμένος, ώστε να μη μπορεί να σταθεί μπροστά Του ξανά. Ούτε εσύ. Ούτε εγώ. Και τώρα που όλα ειπώθηκαν, σου αφήνω αυτό τον λόγο:
«Αν κάποτε με χάσεις, αν ξεχάσεις πού ανήκεις, αν η φωνή σου σπάσει και η πίστη σου λιώσει, θυμήσου πως κάποιος στάθηκε στα ερείπια και είπε με τρεμάμενη ανάσα: Κι όμως… στέκομαι ακόμα.»

Πρόσφατα Σχόλια