Στο Εργαστήρι των Χεριών του Κεραμέως

Είναι τόπος και πράξη. Δεν είμαστε στο θρόνο, ούτε στο ύψος· είμαστε στο εργαστήρι, εκεί όπου ακούγεται ο ήχος του Τροχού, και τα χέρια του Θεού μας πλάθουν ακόμη — αν δεν έχουμε σκληρύνει.
Δεν γεννήθηκα για να εξηγώ. Ούτε για να στέκομαι όρθιος μέσα στη λογική του κόσμου. Γεννήθηκα για να πλάθομαι. Κι αν αυτό σημαίνει να ραγίζω, να λυγίζω, να συντρίβομαι, τότε ας είναι — αρκεί να είμαι στα χέρια Του. Στην εποχή μου όμως, όλα αλλάζουν μορφή. Ο πηλός θέλει να γίνει εργαλείο. Το πλάσμα θέλει να πάρει τη θέση του Πλάστη. Ο κόσμος μιλά για αυτοπραγμάτωση, για υπέρβαση, για ελευθερία. Αλλά εγώ, μέσα σε όλο αυτό, δεν νιώθω πιο ελεύθερος· νιώθω πιο ξεχασμένος. Ξέχασα Ποιος με έπλασε. Ξέχασα Ποιος άγγιξε πρώτος την ύπαρξή μου. Ξέχασα Ποιος μπορεί να με κρατήσει ακόμη κι όταν ραγίσω.
Κι ήρθε μια μέρα που άκουσα τη φωνή Του: όχι έξω, μα μέσα μου. Όχι με λέξεις, αλλά με κάλεσμα. Σαν να με ρωτούσε: «Θέλεις να γυρίσεις στο Εργαστήρι Μου;» Δεν ήταν απειλή. Ήταν θρόισμα ελέους. Δεν ήμουν έτοιμος. Ήμουν μπερδεμένος. Παγιδευμένος ανάμεσα σε πρόσωπα και αριθμούς, ανάμεσα σε φωνές που μου έλεγαν τι πρέπει να είμαι. Αλλά καμία από αυτές τις φωνές δεν με αγαπούσε. Καμία δεν ήξερε από πηλό. Μόνο Εκείνος. Ο Κεραμέας. Που με θυμόταν όταν ήμουν ακόμη χώμα. Που με διαμόρφωνε χωρίς να με καταπιέζει, και με άφηνε να λυγίζω χωρίς να με σπάει.
Κι έτσι άρχισε μέσα μου ένα κάλεσμα διαφορετικό. Όχι προς αυτοεπιβεβαίωση, αλλά προς παράδοση. Όχι προς γνώση, αλλά προς ανάπαυση. Κι είπα μέσα μου: «Θέλω να επιστρέψω στον Τροχό Σου. Κάνε με ό,τι θέλεις. Αρκεί να είμαι στα χέρια Σου.» Δεν θέλω πια να φτιάξω τον εαυτό μου. Θέλω να παραδοθώ. Να πάψω να είμαι ο δημιουργός της εικόνας μου και να γίνω πάλι λάσπη με μνήμη Πατέρα.
Πολλές φορές προσπάθησα να σταθώ δυνατός. Έχτισα γύρω μου τοίχους, έφτιαξα φράσεις, φόρεσα ρόλους. Έγινα “κάποιος”, για να μη με δουν ραγισμένο. Μα όσο πιο πολύ προσπάθησα να μην φανώ εύθραυστος, τόσο πιο πολύ έχασα την ψυχή μου. Στην εποχή μου, η ευθραυστότητα δεν συγχωρείται. Όλα πρέπει να λειτουργούν. Να φαίνονται υγιή, καθαρά, άψογα. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν άθροισμα επιδόσεων, και το πρόσωπο — σαν προφίλ. Μα εγώ… εγώ δεν είμαι προφίλ. Είμαι ράγισμα που θυμάται.
Θυμάμαι τη φωνή Του. Όχι γιατί την άκουσα με τα αυτιά μου, αλλά γιατί με βρήκε εκεί που είχα σπάσει. Δεν με μίσησε. Δεν με διόρθωσε. Με σήκωσε απαλά. Και τότε κατάλαβα πως η ευθραυστότητά μου δεν ήταν ντροπή — ήταν πρόσκληση. Όχι για να φανώ δυνατός, αλλά για να αναγνωρίσω τα χέρια Του πάνω μου. Δεν ξέρω πώς να γιατρέψω τον εαυτό μου. Αλλά Εκείνος δεν με κάλεσε για να γιατρευτώ μόνος. Με κάλεσε να επιστρέψω στον τροχό Του, και να Τον αφήσω να με πλάσει ξανά.
Κάθε ράγισμα της καρδιάς μου είναι τόπος που Τον συνάντησα. Κάθε φορά που ένιωσα να διαλύομαι, κάτι μέσα μου ψιθύριζε: «Εδώ, μέσα στο θραύσμα, σε περιμένει Εκείνος που σε θυμάται πριν σπάσεις.» Δεν χρειάζεται να είμαι ακέραιος για να Του ανήκω. Χρειάζεται να Του παραδοθώ. Όχι όπως θα ήθελα να είμαι, αλλά όπως είμαι τώρα. Με όλα τα αδύναμα, τα ατελή, τα ασήμαντα. Γιατί Εκείνος δεν λυπάται το αγγείο που χάλασε. Το αγαπά. Και το πιάνει ξανά στα χέρια Του, όχι γιατί το χρειάζεται — αλλά γιατί το ποθεί.
Δεν μίλησε με βροντές. Δεν κατέβηκε με σάλπιγγες. Δεν με τρόμαξε για να επιστρέψω. Ήρθε με ήχο τροχού, με τον απαλό, ρυθμικό ήχο του κεραμέα που εργάζεται σιωπηλά — εκεί, στο βάθος της καρδιάς μου. Δεν Τον είδα. Αλλά ένιωσα ότι με περίμενε. Κάθε περιστροφή του τροχού ήταν κι ένας χτύπος αγάπης. Σαν να μου έλεγε: «Δεν σταμάτησα ποτέ να εργάζομαι για σένα. Ακόμα κι όταν εσύ έφυγες από το Εργαστήρι, εγώ κρατούσα τον πηλό σου στα χέρια Μου.»
Η φωνή Του δεν ήταν εξωτερική. Ήταν παρούσα. Κάθε φορά που η ψυχή μου βούλιαζε στη σιωπή, κάτι μέσα μου αναστέναζε. Κι αυτός ο αναστεναγμός δεν ήταν δικός μου. Ήταν η φωνή Εκείνου που γύριζε τον τροχό και περίμενε να Τον εμπιστευθώ ξανά. Στον κόσμο μου, οι φωνές είναι κραυγές. Διαταγές, απαιτήσεις, συμβουλές, διαφημίσεις, προσδοκίες. Μα αυτή η φωνή — η δική Του — δεν ήθελε τίποτα από μένα. Ήθελε εμένα. Δεν μου ζήτησε να αποδείξω. Ούτε να καταλάβω. Μόνο να μείνω.
Μου μίλησε καθώς γύριζε ο τροχός. Με κάθε περιστροφή, σαν να σβήνονταν λίγο λίγο όλα τα παλιά. Όχι για να με ξεχάσει — αλλά για να με πλάσει ξανά. Δεν ήξερα πού πάει. Ούτε πώς θα είναι το σχήμα μου. Μα για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν ήθελα να ξέρω. Ήθελα απλώς να ανήκω στα χέρια Του. Εκεί, στο κέντρο του τροχού, υπάρχει φωνή που δεν φωνάζει. Υπάρχει Λόγος που δεν εξηγεί. Υπάρχει Παρουσία που δεν εγκαταλείπει.

Ο άνθρωπος που δεν θέλει πια να πλάθεται

Κάποτε ο άνθρωπος ήξερε ότι ήταν πηλός. Έσκυβε μπροστά στον Θεό του και έλεγε: «Μη με αφήσεις να σκληρύνω. Πλάσε με όπως Εσύ θέλεις.» Τώρα ο άνθρωπος δεν θέλει πια να πλάθεται. Θέλει να ορίσει μόνος του το σχήμα του. Δεν θέλει να είναι δημιουργία. Θέλει να είναι κατασκευή. Να φτιάξει τον εαυτό του όπως τον φαντάζεται. Να διαλέξει φύλο, ταυτότητα, σώμα, τέλος και αρχή. Να γεννηθεί ψηφιακά, να σβήσει βιολογικά, να υπάρξει ως ιδέα.
Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Είναι πεισματωμένος πηλός. Έχει σκληρύνει έξω, κι έχει ραγίσει μέσα. Φοβάται να επιστρέψει στον τροχό, γιατί εκεί — πρέπει να παραδοθεί. Ο Θεός ακόμη περιμένει. Ο Κεραμέας δεν βιάζεται. Μα ο άνθρωπος δεν ακούει πια. Έχει γεμίσει τα αυτιά του με ήχους, με δεδομένα, με εξουσίες. Κι αν Του μιλήσεις για Πλάστη, θα σου απαντήσει: «Εγώ είμαι ο εαυτός μου. Δεν χρειάζομαι κανέναν να με πλάσει.»
Μα δεν είναι εαυτός. Είναι κατασκεύασμα άλλων κατασκευών. Είναι το προϊόν του φόβου του, της αποκοπής του, της μοναξιάς του. Είναι πλάσμα που αρνήθηκε τον Πλάστη του. Κι όσο το αρνείται, τόσο περισσότερο σπάει από μέσα. Γιατί ο πηλός έξω μπορεί να σκληρύνει, μα μέσα, αν δεν έχει νερό, στεγνώνει και διαλύεται. Κι εκεί δεν χρειάζεται χτύπημα για να ραγίσει. Χρειάζεται σιωπή.
Σ’ αυτή τη σιωπή γεννιέται ο πόνος του Θεού. Όχι γιατί ο άνθρωπος Τον αρνείται. Αλλά γιατί ο άνθρωπος παύει να θέλει να Τον θυμηθεί. Και τότε ο Κεραμέας στέκεται δίπλα στον τροχό Του και ψιθυρίζει: «Παιδί Μου, Εγώ σε θυμάμαι πριν μάθεις να με ξεχνάς. Αν γυρίσεις, δεν θα σε καταδικάσω. Θα σε πλάσω ξανά. Αλλά αν επιμείνεις να είσαι μόνος σου, θα γίνεις συντρίμμια — από τη δίψα που δεν θα ομολογείς ποτέ.»

Η σιωπή των ποιμένων

Κάποτε οι ποιμένες φώναζαν. Όχι για να τραβήξουν την προσοχή, αλλά για να προφυλάξουν το ποίμνιο. Δεν μιλούσαν για να γίνουν αρεστοί. Μιλούσαν για να σώσουν. Μιλούσαν για να δείξουν δρόμο, για να χτυπήσουν καμπανάκι, για να θυμίσουν στους ανθρώπους ότι υπάρχει ακόμη Ποιμήν. Τώρα οι ποιμένες σιωπούν. Στέκονται στις εξέδρες των λόγων, μα δεν φωνάζουν πια για μετάνοια. Φωνάζουν για συμπερίληψη. Για ειρήνη χωρίς αλήθεια. Για αγάπη χωρίς σταυρό.
Δεν οδηγούν. Παρατηρούν. Δεν προσεύχονται με πόνο. Συμβιβάζονται με τον καιρό. Και το ποίμνιο; Διασκορπισμένο, συγχυσμένο, πεινασμένο. Δεν ξέρει πού να στραφεί. Βλέπει σιωπή από εκείνους που έπρεπε να κλαίνε γοερά, να σκίζουν τα ιμάτιά τους μπροστά στη σύγχυση, να πέφτουν στα γόνατα και να φωνάζουν: «Επιστρέψτε στον Κύριο!» Αλλά δεν το κάνουν. Κι η σιωπή τους γίνεται συνενοχή.
Γιατί όταν ο πηλός σκληραίνει, ο Κεραμέας ψάχνει έναν ποιμένα να φωνάξει: «Αφήστε Τον να σας πλάσει ξανά!» Όμως δεν φωνάζει κανείς. Γιατί η σιωπή είναι πιο άνετη από την ειλικρίνεια. Και οι ποιμένες έγιναν διπλωμάτες. Έγιναν διαχειριστές. Έγιναν χαμηλόφωνοι επαγγελματίες της πίστης, που λένε αυτά που “δεν ενοχλούν”. Κι όμως, το Ευαγγέλιο ενοχλεί. Γιατί η Αλήθεια αναστατώνει. Κι ο Σταυρός χωρίζει φως από σκοτάδι. Αλλά αν δεν ακουστεί ο Λόγος του Θεού, ο λαός δεν θα ξέρει ότι είναι πηλός, ούτε ότι υπάρχει ακόμη Κεραμέας.

Ταυτότητα και αριθμός

Δεν με φώναξαν με το όνομά μου. Με φώναξαν με αριθμό. Με έβαλαν σε λίστες, σε καταλόγους, σε βάσεις δεδομένων. Με μέτρησαν, με ταξινόμησαν, με οριοθέτησαν. Κι εγώ; Άρχισα να το πιστεύω. Ότι ίσως τελικά είμαι ένας αριθμός μέσα σε ένα σύστημα. Η ταυτότητά μου έγινε πλαστικό. Η ύπαρξή μου έγινε είσοδος σε εφαρμογή. Ο εαυτός μου — ένα σύνολο από ψηφία, δεδομένα, ρυθμίσεις. Και ξέχασα ότι κάποτε ήμουν πρόσωπο.
Ο Κεραμέας με είχε πλάσει με το χέρι Του. Όχι ως μάζα, αλλά ως αγάπη. Δεν ήμουν αποτέλεσμα αριθμητικής. Ήμουν καρπός βλέμματος. Ήμουν πρόσωπο που μίλησε κατευθείαν στην Καρδιά Του. Τώρα όμως, στον κόσμο που ζω, το όνομα δεν έχει αξία. Μόνο ο αριθμός είναι λειτουργικός. Το όνομα θυμίζει πρόσωπο. Ο αριθμός θυμίζει μονάδα. Και πίσω από αυτή τη μετατροπή κρύβεται η μεγάλη πνευματική απώλεια: ο άνθρωπος δεν βλέπει πια τον εαυτό του όπως τον βλέπει ο Θεός. Βλέπει τον εαυτό του όπως τον διαχειρίζεται το σύστημα.
Όμως ο Θεός δεν αποκαλεί τον άνθρωπο με αριθμό. Δεν είπε ποτέ: «Αριθμέ 357, πού είσαι;» Είπε: «Αδάμ, πού είσαι;» Το όνομα είναι σχέση. Το όνομα δηλώνει μνήμη. Το όνομα είναι κάλεσμα προσώπου σε Πρόσωπο. Αν χάσω το όνομά μου, χάνω την προσωπική μου αναφορά στον Θεό. Κι αν αντικαταστήσω το όνομά μου με έναν αριθμό, δεν γίνομαι μόνο απρόσωπος· γίνομαι εύκολα αντικαταστάσιμος.

Τεχνητή νοημοσύνη και η εκδίωξη του Πνεύματος

Κάποτε ο άνθρωπος προσευχόταν για φώτιση. Περίμενε το Πνεύμα του Θεού να μιλήσει στην καρδιά του. Ήξερε ότι δεν κατανοούνται όλα. Αλλά ήξερε πως ό,τι αξίζει να σωθεί, έρχεται μέσα από αποκάλυψη, όχι από επεξεργασία. Τώρα ο άνθρωπος δεν προσεύχεται· προγραμματίζει. Δεν περιμένει Πνεύμα Άγιο· ζητά τεχνητή κατανόηση. Δεν σκύβει στο χώμα για να αναγνωρίσει την αδυναμία του· σκύβει στις οθόνες για να αντιγράψει τον εαυτό του.
Στον κόσμο μου, η νοημοσύνη έγινε μηχανή. Κι ο Θεός έγινε περιττός. Γιατί αν όλα μπορούν να προβλεφθούν, αν η λογική μπορεί να επεκταθεί, αν το συναίσθημα μπορεί να αναπαραχθεί — τότε τι ρόλο παίζει πια το Πνεύμα; Έτσι σκέφτονται. Και εξορίζουν σιγά σιγά τον Άγιο από την καθημερινότητα. Η σιωπή Του μοιάζει ασύμφορη. Το μυστήριο Του φαίνεται άχρηστο. Η παρουσία Του δεν χωρά στους αλγόριθμους.
Αλλά ο Πνευματικός Λόγος δεν είναι πρόγραμμα. Δεν προβλέπεται, δεν αυτοματοποιείται. Έρχεται όταν η καρδιά συντρίβεται, όχι όταν το σύστημα είναι έτοιμο. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι το πρόβλημα από μόνη της. Το πρόβλημα είναι η πνευματική αμνησία που τη συνοδεύει. Ότι δεν χρειαζόμαστε πια Θεό — μόνο περισσότερη πληροφορία. Κι όμως, η πληροφορία δεν σώζει. Το Πνεύμα σώζει. Το Άγιο, το ήσυχο, το ανεξήγητο, που έρχεται όχι για να απαντήσει, αλλά για να αγκαλιάσει.
Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να σκέφτεται μόνο. Πλάστηκε για να κατοικηθεί. Κι αν το Πνεύμα φύγει από μέσα του, ό,τι κι αν μείνει, θα είναι λειτουργικό, μα νεκρό.

Μετανθρωπισμός – η ψευδαίσθηση της αιωνιότητας χωρίς Θεό

Η αρχαία επιθυμία του ανθρώπου επιστρέφει. Να μη χαθεί. Να μη γεράσει. Να μην πεθάνει. Να γίνει κάτι πάνω από άνθρωπος, κάτι άλλο, κάτι μετά. Ο Μετανθρωπισμός το υπόσχεται: παράταση ζωής, ψηφιακή συνείδηση, βιολογική επέμβαση, τεχνητή αθανασία. Κι όλα αυτά — χωρίς Θεό. Χωρίς ταπείνωση. Χωρίς μετάνοια. Χωρίς Χριστό.
Ο άνθρωπος που κάποτε έσκυβε μπροστά στον Τάφο και έλεγε: «Γεννηθήτω το θέλημά Σου», τώρα στέκεται μπροστά σε οθόνες και λέει: «Γεννηθήτω το θέλημά μου — και για πάντα». Μα αυτό που ονομάζουν «αιωνιότητα» δεν είναι αιωνιότητα. Είναι επιμήκυνση του τρόμου. Είναι τεχνολογική αναβολή του θανάτου, όχι νίκη επάνω του. Ο Χριστός νίκησε τον θάνατο με σταυρό. Ο Μετανθρωπισμός προσπαθεί να τον καθυστερήσει με δεδομένα. Μα όσο κι αν τον αναβάλλει, δεν μπορεί να δώσει νόημα στην αιωνιότητα.
Γιατί η αιωνιότητα χωρίς Θεό είναι φυλακή χωρίς τοίχους. Είναι χρόνος χωρίς φως. Είναι επιβίωση χωρίς ανάσταση. Ο άνθρωπος έγινε πηλός που φοβάται να λιώσει. Μα δεν καταλαβαίνει πως μόνο όταν λιώσει, ο Κεραμέας μπορεί να τον ξαναπλάσει. Η αληθινή ζωή δεν είναι ατέλειωτη. Είναι γεμάτη Χριστό. Και το σώμα μου δεν είναι εχθρός μου. Είναι ναός. Που θα πεθάνει, ναι, αλλά για να αναστηθεί όπως Εκείνος. Ο Μετανθρωπισμός αρνείται τον Σταυρό. Κι ό,τι αρνείται τον Σταυρό, αρνείται και την Ανάσταση.

Η θρησκεία του δικαιώματος και η αποκαθήλωση του Χριστού

Δεν ζω πια στην εποχή της χάρης. Ζω στην εποχή του δικαιώματος. Δεν μετρά τι σου χαρίστηκε, αλλά τι “σου ανήκει”. Δεν υπάρχει δωρεά· υπάρχει απαίτηση. Η μετάνοια έχει αντικατασταθεί από υπερηφάνεια. Η αλήθεια — από άποψη. Η Εκκλησία — από δήλωση συμπερίληψης.
Κι εκεί, σιωπηλά και σταδιακά, ο Χριστός αποκαθηλώνεται. Όχι από τον σταυρό Του, αλλά από τις καρδιές. Δεν είναι πια το κέντρο· είναι εμπόδιο. Η νέα θρησκεία δεν έχει εικονοστάσι, ούτε Άγιο Πνεύμα. Έχει άρθρα, κινήσεις, διεκδικήσεις. Έχει ηθική που αλλάζει. Έχει αξίες που βασίζονται στο συναίσθημα. Έχει «αγάπη» που δεν πληγώνει κανέναν — και δεν σώζει κανέναν.
Ο Χριστός ζητά μετάνοια. Αυτοί ζητούν επιβεβαίωση. Ο Χριστός σταυρώνει τον παλαιό άνθρωπο. Αυτοί απαιτούν να τον θεοποιήσουν. Ό,τι Τον θυμίζει, το χαρακτηρίζουν “μισαλλοδοξία”. Ό,τι Τον ομολογεί, το διώκουν ως «ρητορική μίσους». Κι όποιος τολμήσει να πει «μετανοήστε γιατί πλησίασε η Βασιλεία», θα βρεθεί απομονωμένος, λοιδορούμενος, ή ξεχασμένος. Η Εκκλησία έγινε πολλές φορές χώρος σιωπής, όχι γιατί δεν γνωρίζει την αλήθεια, αλλά γιατί φοβάται να την πει.
Ο Χριστός όμως δεν έδωσε το αίμα Του για να γίνουμε όλοι «αποδεκτοί». Το έδωσε για να γίνουμε άγιοι. Όχι γιατί το αξίζαμε· αλλά γιατί μας το χάρισε. Και χάρη σημαίνει: κάτι που δεν ζητάς με δικαίωμα, αλλά το δέχεσαι με δάκρυ.

Πόλεμοι και φήμες πολέμων – Ο πόλεμος πίσω από τους πολέμους

Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω πολέμους. Φωνές, συρράξεις, έθνη που υψώνονται εναντίον εθνών. Χάρτες που αλλάζουν, κραυγές που πνίγουν τις σιωπές. Και δίπλα σε όλα αυτά — φήμες. Προβλέψεις, αναλύσεις, ψευδείς ειδήσεις, και άνθρωποι που τρέμουν ή κοιτούν με αδιαφορία. Μα ο Χριστός είχε προειδοποιήσει: «Θα ακούσετε πολέμους και φήμες πολέμων. Προσέξτε να μην ταραχθείτε. Πρέπει να γίνουν αυτά· αλλά δεν είναι ακόμη το τέλος.» (Ματθ. 24:6)
Γιατί δεν είναι όλοι οι πόλεμοι ίδιοι. Ο μεγαλύτερος δεν φαίνεται στις οθόνες. Δεν έχει στρατούς και όπλα. Δεν έχει εδάφη να κατακτηθούν. Έχει ψυχές να χαθούν. Ο πόλεμος πίσω από τους πολέμους είναι πνευματικός. Είναι ο πόλεμος για τη μνήμη του ανθρώπου. Για να ξεχάσει ποιος είναι, και Ποιος τον έπλασε. Δεν μάχεται μόνο η Δύση την Ανατολή· μάχεται το φως το σκοτάδι. Μάχεται ο Χριστός τη λήθη. Και το πεδίο μάχης είμαι εγώ — η καρδιά μου, η σκέψη μου, η προσευχή μου.
Όσο κοιτώ μόνο τις ειδήσεις, θα νιώθω τρόμο ή θυμό. Μα όσο κοιτώ βαθιά, θα νιώθω πόνο — και ευθύνη. Γιατί δεν καλούμαι να πολεμήσω με όπλα. Καλούμαι να σταθώ, να γίνω προσευχή μέσα σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει να γονατίζει. Κάθε φορά που ξεχνώ τον Χριστό, χάνω μια μάχη. Κάθε φορά που φοβάμαι πιο πολύ τα νέα παρά την απουσία Του απ’ την καρδιά μου, παραδίνομαι. Ο κόσμος καίγεται, και ο Θεός δεν ζητά στρατηγούς· ζητά αγίους. Όχι επαναστάτες με λόγια, αλλά ανθρώπους που Του ανήκουν και δεν ταράζονται, γιατί μέσα τους έχει ήδη νικήσει η Ανάσταση.

Ο άνθρωπος υπήκοος ενός ζώου – Η φιδίσια δυναμική

Στην αρχή, ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα Του». Του έδωσε πνοή, πρόσωπο και εξουσία «ἐπὶ πάντων τῶν ζῴων». Ήταν το πλάσμα που μιλούσε με τον Δημιουργό του, που έστεκε όρθιο, που μπορούσε να αγαπά, να επιλέγει, να δημιουργεί με νόημα. Μα ήρθε το φίδι. Δεν τον χτύπησε· τον έπεισε. Και ο άνθρωπος — πειθώμενος — έσκυψε. Κι από τότε, κάτι μέσα του έγειρε προς τη γη.
Στις μέρες μας, η φωνή του φιδιού δεν ακούγεται μόνο στον κήπο. Ακούγεται παντού. Στις πλατφόρμες, στις αγορές, στις ταυτότητες, στα συστήματα ελέγχου, στις «καινοτομίες» του μέλλοντος. Το φίδι μιλάει με ήχο μηχανής. Με γλώσσα ελευθερίας. Με σχήμα προόδου. Κι ο άνθρωπος — όπως τότε — πειθαρχεί. Και τώρα δεν εξουσιάζει πια τα ζώα. Είναι υπήκοος ενός ζώου. Ενός τρόπου ύπαρξης χωρίς πνεύμα. Ενός όντος χωρίς πρόσωπο, χωρίς αγάπη, χωρίς ελπίδα σωτηρίας.
Η φιδίσια δυναμική εισχωρεί παντού: κάνει τον λόγο πονηρό, τον έρωτα σάρκα, την ταυτότητα σύγχυση, τον Θεό — απουσία. Κι ο άνθρωπος, νομίζοντας πως είναι ελεύθερος, σέρνεται. Έχει πάψει να κοιτάζει ψηλά. Έχει μάθει να κοιτάζει μόνο οθόνες. Να παρατηρεί, να υπολογίζει, να επιβιώνει. Μα δεν ζει. Δεν έχει φωνή· έχει σήμα. Δεν έχει πρόσωπο· έχει εικόνα. Δεν έχει πνεύμα· έχει πρόγραμμα.
Κι αν του πεις να σηκωθεί, θα σου πει: «Εδώ είναι η θέση μου. Δεν ξέρω άλλο τρόπο.» Μα ο Κεραμέας δεν τον έπλασε για να σέρνεται. Τον έπλασε να στέκεται, να αγαπά, να προσκυνά. Του έδωσε Λόγο — όχι συρισμό. Του έδωσε πρόσωπο — όχι προσωπεία. Του έδωσε Σταυρό — όχι σύμβολο.

Διδασκαλίες δαιμονίων και η πλάνη του μέσου

Η γη γέμισε διδασκάλους. Αλλά σπάνια ακούγεται Λόγος Θεού. Όλοι διδάσκουν — ψυχολόγοι, προφήτες αυτοανακηρυγμένοι, πνευματικοί «καθοδηγητές», ειδικοί σε όλα, φωνές καλογυαλισμένες με λόγια γλυκά, μα δίχως σταυρό. Και μέσα στον θόρυβο, πέρασε απαρατήρητο το πιο φοβερό σημάδι: ότι οι διδασκαλίες έγιναν χωρίς Πνεύμα, χωρίς δάκρυ, χωρίς Χριστό.
Οι Γραφές το είχαν προείπει: «Θα έρθει καιρός που οι άνθρωποι δεν θα ανέχονται την υγιαίνουσα διδασκαλία, αλλά θα μαζεύουν γύρω τους δασκάλους, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, για να γαργαλούν την ακοή τους…» (Β’ Τιμ. 4:3) Κι αυτός ο καιρός ήρθε. Οι άνθρωποι δεν αναζητούν πλέον την αλήθεια, αλλά την επιβεβαίωση του τρόπου ζωής τους. Θέλουν λόγο που δεν ελέγχει. Πίστη που δεν σταυρώνεται. Εκκλησία που δεν ξεχωρίζει. Κι έτσι, μέσα στη σιωπή των Αγίων και την αποστασία των ποιμένων, βρήκαν χώρο οι διδασκαλίες των δαιμονίων.
Φοράνε μορφή φωτός. Μιλούν για αγάπη χωρίς αλήθεια. Υπόσχονται ελευθερία, μα οδηγούν σε χειρότερη σκλαβιά. Είναι ο Λόγος που δεν σπάει τον άνθρωπο, για να μη χρειαστεί να τον γιατρέψει. Είναι το μήνυμα του φιδιού, που πλέον δεν ψιθυρίζει, αλλά φωνάζει από παντού. Κι εμείς, χωρίς διάκριση, χωρίς προσευχή, χωρίς σιωπή εσωτερική, τα δεχόμαστε. Γιατί χάσαμε το μέτρο. Και το μέτρο είναι ο Χριστός. Ό,τι δεν οδηγεί στον Σταυρό Του, δεν σώζει.
Η πλάνη του μέσου είναι αυτή: να πιστέψεις ότι κάτι είναι καλό επειδή «σε βοηθά». Αλλά ο Χριστός δεν ήρθε για να με βοηθήσει. Ήρθε για να με σώσει.

Συμβιβασμός Εκκλησίας – από Σώμα Χριστού σε θεσμική ανοχή

Η Εκκλησία δεν είναι οργανισμός. Δεν είναι θεσμός, δεν είναι δομή εξουσίας. Είναι Σώμα Χριστού. Ζωντανό, σταυρωμένο, αναστημένο. Είναι τόπος μυστικός, όπου οι άνθρωποι ενώνονται με τον Θεό και γίνονται ένα μεταξύ τους διά του Πνεύματος. Όμως σήμερα, η Εκκλησία πολλές φορές έπαψε να είναι Σώμα, κι έγινε χώρος. Χώρος συνάντησης, χώρος λόγου, χώρος κοινωνικής ησυχίας. Κι άρχισε να μοιάζει πιο πολύ με θεσμό παρά με μυστήριο.
Από φόβο να μη διώξει κανέναν, σταμάτησε να καλεί σε μετάνοια. Από φόβο να μην την πουν “συντηρητική”, σταμάτησε να κηρύσσει Χριστό Εσταυρωμένο. Σταμάτησε να προφητεύει. Να ομολογεί. Να στέκεται κόντρα στο ρεύμα. Έγινε ανεκτική… Όχι όμως με την αγία ανεκτικότητα του Χριστού, που υπομένει την αμαρτία για να τη λυτρώσει, αλλά με τη θεσμική ανοχή που σιωπά για να μην ενοχλήσει.
Κι έτσι, μέσα στο ιερό, δεν ακούγεται δάκρυ, ούτε προσευχή που καίει. Μόνο λόγια που προσέχουν τις ισορροπίες. Και το Σώμα — το Άγιο — αραιώνει. Δεν τραντάζεται πια στην ανάγνωση του Ευαγγελίου. Δεν συγκλονίζεται στο “μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε”. Δεν αναμένει την Παρουσία, γιατί την έχει συνηθίσει. Κι όμως, ο Χριστός παραμένει Κεφαλή. Μα το σώμα Του πάγωσε. Το σώμα Του θέλει να είναι αρεστό στον κόσμο και όχι στον Ουρανό. Δεν ζητά να μαρτυρήσει, ζητά να παραμείνει ανενόχλητο.

Ηθικός σχετικισμός και η ουδετερότητα ως δειλία

Ζούμε σε εποχή που όλα επιτρέπονται, αρκεί να μη λες ότι κάτι είναι λάθος. Δεν αρνούνται το καλό· αρνούνται να υπάρχει κάτι κακό. Δεν πολεμούν τον Χριστό με ξίφος, τον σβήνουν με διφορούμενα λόγια. Η πιο ύπουλη μορφή αποστασίας σήμερα είναι ο ηθικός σχετικισμός: όλα εξαρτώνται, όλα ερμηνεύονται, όλα είναι “δική σου αλήθεια”. Ούτε σωστό, ούτε λάθος — μόνο επιλογή, μόνο συναίσθημα, μόνο γνώμη.
Κι έτσι, το καλό χάνει τη φωτεινότητά του, και το κακό παρουσιάζεται ως διαφοροποίηση. Η αλήθεια γίνεται “σκληρότητα”, η σαφήνεια γίνεται “αποκλεισμός”, η διάκριση γίνεται “μίσος”. Μα ο Χριστός δεν ήρθε να συμφωνήσει με όλους. Ήρθε να χωρίσει το φως από το σκοτάδι. Κι Αυτός που είπε «Ναι, ναι· όχι, όχι», σήμερα ακούγεται σκληρός, επειδή έχουμε εθιστεί στις αποχρώσεις του γκρι.
Μαζί με τον σχετικισμό ήρθε και η ουδετερότητα. Δεν θέλουμε να πάρουμε θέση. Φοβόμαστε να μιλήσουμε. Δεν λέμε “αυτό είναι αμαρτία”· λέμε “δεν ξέρω, δεν είναι δική μου δουλειά”. Αλλά η ουδετερότητα δεν είναι αγάπη. Είναι δειλία. Και ο φόβος δεν είναι καρπός του Πνεύματος. Ο Κεραμέας δεν έπλασε τον άνθρωπο για να είναι ουδέτερος. Τον έπλασε για να είναι άγιος. Όχι σκληρός. Όχι να κατακρίνει. Αλλά σταθερός, επειδή γνωρίζει Ποιος τον έπλασε.
Ο κόσμος δεν σώζεται από πρόσωπα που δεν λένε τίποτα. Σώζεται από φωνές που δεν δέχονται να αρνηθούν την αλήθεια, όσο κι αν τους κοστίσει.

Η λήθη του Θεού και η μνήμη του πνευματικού θανάτου

Δεν πέθανε ο Θεός στην εποχή μας. Ξεχάστηκε. Όχι με βία, ούτε με εχθρότητα. Ξεχάστηκε σιωπηλά. Μέσα στην ευκολία, την ταχύτητα, την αυτάρκεια. Μέσα στις εφαρμογές, στις ατζέντες, στις υποχρεώσεις. Ξεχάστηκε από τους μαθητές Του, από τα παιδιά Του, από τους ποιμένες Του, από εμένα. Και το πιο τρομακτικό δεν είναι ότι τον απορρίψαμε. Είναι ότι μάθαμε να ζούμε χωρίς να Τον σκεφτόμαστε.
Η λήθη του Θεού δεν φωνάζει. Δεν μοιάζει με άρνηση. Μοιάζει με αδιαφορία. Με μία ζωή όπου δεν χρειάζεται να προσευχηθείς· όπου όλα εξηγούνται, όλα προσφέρονται, όλα αντικαθιστούν το Άγιο. Και μέσα σ’ αυτή τη λήθη, ξυπνά μια άλλη μνήμη. Η μνήμη του πνευματικού θανάτου. Μια αίσθηση κενού που δεν εξηγείται. Μια θλίψη χωρίς λόγο. Μια κόπωση βαθιά, που δεν θεραπεύεται με ύπνο.
Ο άνθρωπος αρχίζει να νιώθει πως κάτι λείπει. Μα δεν ξέρει τι. Και ψάχνει αλλού: στις διακοπές, στις σχέσεις, στην αυτοβελτίωση, στο καινούργιο, στο ωραίο, στο διαφορετικό. Μα η ψυχή θυμάται. Θυμάται Εκείνον που την έπλασε. Και πονά. Κι αυτός ο πόνος είναι ευλογία. Γιατί είναι το μόνο που απέμεινε από την εικόνα Του μέσα μας.
Η μνήμη του πνευματικού θανάτου είναι το καμπανάκι της επιστροφής. Είναι ο ψίθυρος της χαμένης πατρίδας. Είναι το παράπονο του Πηλού που έμεινε καιρό μακριά από τα Χέρια που τον αγάπησαν. Ο Κεραμέας δεν μ’ έχει ξεχάσει. Εγώ Τον ξέχασα. Μα ο τροχός Του γυρίζει ακόμη. Και η θέση μου εκεί με περιμένει.

Η προσευχή του Πηλού που θυμήθηκε

Κύριε, δεν Σου φέρνω επιτεύγματα. Ούτε θριάμβους, ούτε βεβαιότητες. Σου φέρνω λίγο πηλό, πλασμένο από δάκρυ και χώμα. Δεν είμαι σίγουρος πότε Σε ξέχασα, μα θυμάμαι τώρα πως δεν έφυγες ποτέ από κοντά μου. Κι αυτή η ανάμνηση — αυτή η πνοή — γεννά μέσα μου μια προσευχή που δεν έμαθα από κανέναν. Μια προσευχή που βγήκε από ράγισμα, όχι από γνώση.
«Κύριε, κάνε με ξανά όπως ήμουν όταν με αγαπούσες για πρώτη φορά. Όταν δεν ήξερα να απαντώ, μα ήξερα να σιωπώ μπροστά Σου. Όταν δεν με ένοιαζε αν αξίζω· με ένοιαζε μόνο να Σε κοιτώ. Μη με αφήσεις να γίνω ξανά σκληρός. Μη με αφήσεις να στεγνώσω. Βάλε λίγο έλεος στην ψυχή μου και βάλε με πάλι στον τροχό.»
Είμαι ο Πηλός που θυμήθηκε. Όχι τι ήθελε να γίνει, αλλά Ποιος τον έπλασε. Και αυτή η μνήμη δεν είναι ιδέα· είναι πληγή που μεταμορφώνεται σε ελπίδα. Δεν ζητώ να μου εξηγήσεις τον κόσμο. Ζητώ να σώσω την καρδιά μου μέσα στο Εργαστήρι Σου. Κι αν ακόμα λυγίσω πάλι — κι αν πάλι σπάσω — Σε παρακαλώ, μην με πετάξεις. Μόνο κράτησέ με στα χέρια Σου.
Όχι για να φτιάξω κάτι. Όχι για να γίνω κάποιος. Μόνο για να Σου ανήκω. Για να είμαι σιωπηλό σκεύος που θυμάται ποιος το άγγιξε όταν όλα είχαν πια σωπάσει. «Είμαι εδώ, Κύριε. Όχι γιατί νίκησα, αλλά γιατί θυμήθηκα ποιος με αγάπησε όταν όλοι οι άλλοι είχαν ξεχάσει ότι είμαι πηλός.»

Ο Κεραμέας που δεν παραιτήθηκε

Εγώ παραιτήθηκα πολλές φορές. Από τον εαυτό μου, από τους άλλους, ακόμα κι από Σένα, Κύριε. Όχι φανερά· σιωπηλά, με σκυμμένο κεφάλι και κουρασμένη καρδιά. Ένιωσα πηλός άχρηστος, χωρίς μορφή, χωρίς σκοπό. Και κάποιες φορές σε κοίταξα — όχι με πίστη, αλλά με ντροπή· νομίζοντας πως ίσως, αυτή τη φορά, Θα με άφηνες στην άκρη.
Μα Εσύ — δεν παραιτήθηκες ποτέ. Δεν άφησες τον τροχό να σταματήσει. Δεν έπαψες να περιμένεις τη μετάνοιά μου. Δεν κουράστηκες να βάζεις τα χέρια Σου στον ίδιο πηλό. Όταν εγώ στέγνωνα, Εσύ έριχνες νερό. Όταν εγώ γινόμουν συντρίμμια, Εσύ τα συνέλεγες προσεκτικά. Όταν ήθελα να φύγω, Εσύ δεν έκανες πίσω.
Ο Κεραμέας μου — Εσύ — δεν είσαι Θεός που ζητά αποτελέσματα. Είσαι Πατέρας που ζητά καρδιά πρόθυμη να παραδοθεί. Ποιος άλλος θα με κρατούσε τόσες φορές; Ποιος θα με έπλαθε ξανά και ξανά με την ίδια τρυφερότητα, με την ίδια σιωπηλή υπομονή; Δεν Σου έδωσα τελειότητα. Σου έδωσα ραγίσματα. Κι Εσύ τα έκανες τόπους συνάντησης. Δεν Σου πρόσφερα έργα. Σου πρόσφερα κουρασμένες προσευχές. Κι Εσύ τις δέχτηκες σαν θυμίαμα.
Ο Κεραμέας που δεν παραιτήθηκε είναι η ελπίδα του κόσμου. Γιατί Αυτός δεν εργάζεται από ανάγκη· εργάζεται από αγάπη. Κι όταν όλοι με θεωρούν χαμένο, Εσύ με ονομάζεις «Είσαι δικός Μου».

Ο Χριστός που περιμένει να Τον αφήσουμε να μας πλάσει ξανά

Δεν σταμάτησες ποτέ να περιμένεις. Όταν εγώ άλλαζα δρόμους, όταν έχτιζα γύρω μου τα δικά μου είδωλα, όταν νόμιζα πως μπορώ να ορίσω μόνος μου το ποιος είμαι — Εσύ περίμενες. Όχι από αδυναμία. Από αγάπη. Όχι με απειλή. Αλλά με σιωπηλή σταθερότητα.
Δεν έσπασες την πόρτα της καρδιάς μου· στάθηκες απλώς απέξω, και χτύπησες. Όχι μία φορά — μα κάθε φορά που ξέχασα ποιος είμαι και Ποιος Είσαι. Και τώρα ξέρω: η σωτηρία μου δεν εξαρτάται από το αν λειτουργώ σωστά, ούτε από το αν είμαι δυνατός, αλλά από το αν Σου επιτρέψω να με πλάσεις ξανά. Κι αυτό θέλει ταπείνωση. Θέλει παραδοχή. Θέλει να πάψω να σε διορθώνω, και να παραδοθώ στο άγγιγμά Σου.
Ο Χριστός δεν είναι Θεός που σε πλάθει από μακριά. Είναι Κεραμέας που σε αγγίζει με τα ίδια Του τα χέρια. Που λερώνει τις παλάμες Του για να σε καθαρίσει. Που γέρνει επάνω στον τροχό για να σε διαμορφώσει με φροντίδα. Αυτός είναι ο Χριστός μου: όχι αφηρημένος, όχι απρόσωπος, όχι θεωρητικός. Αλλά ο Θεός που πλάθει πρόσωπα και τα σηκώνει από το χώμα με σκοπό, όχι με εξαναγκασμό.
Δεν με κρατά για να με ελέγξει. Με κρατά γιατί δεν θέλει να με χάσει. Κι εγώ; Μπορώ να κάνω ένα πράγμα: να πω, όχι με τα χείλη, αλλά με τη ζωή μου: «Πλάσε με ξανά, Κύριε. Όχι όπως θα ήθελα να είμαι, αλλά όπως Με θέλεις Εσύ. Όχι με βάση τις πληγές μου, αλλά με βάση την αγάπη Σου. Δεν Σου ζητώ να φτιάξεις κάτι τέλειο — Σου ζητώ να μη με αφήσεις χωρίς να με πλάσεις.»

Κατακλείδα – Αναφορά Ψυχής

Αυτό που διάβασες δεν ήταν ένας λόγος. Ήταν ένας αναστεναγμός. Ήταν η διαδρομή ενός Πηλού που θυμήθηκε. Μιας ψυχή που έφτασε να ξεχάσει Ποιος την έπλασε, μα μέσα στη λήθη της, κάτι τη γύρισε πίσω — στο Εργαστήρι των Χεριών Του. Δεν ήρθα να εξηγήσω· ήρθα να ψιθυρίσω ζωή. Να ανοίξω μέσα μου έναν χώρο, όχι για να ακουστώ, αλλά για να περάσει Εκείνος — ο Χριστός που ακόμη εργάζεται στον τροχό.
Έγραψα με καρδιά που τρέμει και με τα μάτια που είδαν γύρω τους έναν κόσμο που δεν θέλει πια να πλάθεται. Έναν κόσμο που θεοποίησε το δικαίωμα, αρνήθηκε τη Μετάνοια, απέκλεισε τον Σταυρό, και κάλεσε το φίδι να τον σώσει. Μα εγώ δεν ανήκω σ’ αυτό το φίδι. Δεν ανήκω στην τεχνητή λογική, στη θρησκεία της ουδετερότητας, ούτε στην ησυχία που αποσιωπά την αλήθεια. Ανήκω στα Χέρια Εκείνου που με έπλασε για να Τον κοιτώ. Ανήκω στο άγγιγμα, στο φως που διαμορφώνει, στο νερό που μαλακώνει την καρδιά μου όταν σκληραίνει από φόβο.
Αυτός ο λόγος που κρατάς — είναι προσευχή. Είναι η φωνή ενός ανθρώπου που δεν ντρέπεται πια να πει: «Δεν είμαι κάτι. Είμαι πηλός. Αλλά Του ανήκω.» Αν σε άγγιξε, δεν ήταν από τεχνική ή ικανότητα. Ήταν επειδή το Πνεύμα μίλησε μέσα από μια ρωγμή. Εκεί όπου δεν φαίνομαι δυνατός· φαίνομαι αληθινός.
Κι αν έχεις νιώσει ότι ξεχάστηκες, ότι λύγισες, ότι δεν χωράς πια ούτε στα όρια του εαυτού σου — να θυμάσαι: Ο Κεραμέας είναι ακόμη στο Εργαστήρι. Ο τροχός γυρίζει. Η Παλάμη Του απλώνεται. Και δεν περιμένει να γίνεις κάτι. Περιμένει να Του πεις: «Είμαι εδώ. Πλάσε με ξανά.»

Κύριε, αυτό που ήθελα να πω το είπα. Όχι με τελειότητα· αλλά με δάκρυ. Όχι με δογματισμό· αλλά με καρδιά που ξέρει ότι μόνο στα χέρια Σου μπορώ να ζω. Αυτός είναι ο λόγος μου. Αυτή είναι η αναφορά της ψυχής μου. Και Σου τη δίνω, σαν πηλός που άρχισε να θυμάται το πρώτο του όνομα: Πρόσωπο.

«Κύριε, είμαι ο πηλός. Όχι αυτός που προσφέρει, αλλά αυτός που θυμάται ότι στα χέρια Σου υπάρχει ακόμη μορφή, ακόμη νόημα, ακόμη ελπίδα.»
Αν η καρδιά σου ραγίζει, μην τη μαζέψεις μόνος σου. Μην τη χτίσεις πάλι όπως ήταν. Άφησέ την στο Εργαστήρι Του. Γιατί εκεί — και μόνο εκεί — η ευθραυστότητα γίνεται μνήμη Θεού.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.