(Εκ βαθέων για όλους όσους Τον γνώρισαν
— γιατί Εκείνος μάς αγάπησε όλους, μέχρι τέλους.)
Σήμερα, δεν κοιμηθήκαμε.
Μόνο σωπάσαμε αθόρυβα απ’ τον κόσμο για λίγο,
κι αφήσαμε τις ψυχές μας να έρθουν να σε βρουν.
Δεν ξέραμε πού πηγαίναμε,
μα καθώς προχωρούσαμε ανάμεσα από σκιές και φως,
μας περίμενες.
Όχι όπως σε θυμόμαστε,
όχι με την κούραση στα βλέφαρα
ή το σώμα βαμμένο από τις πληγές του χρόνου·
αλλά όπως ελπίζαμε πάντα:
ορθό,
ήρεμο,
ζωντανό
λουσμένο στο φως
που δεν γεννιέται από ήλιο,
αλλά από την αλήθεια Του.
Και μας άπλωσες το χέρι.
«Ελάτε», μας είπες.
«Δεν είναι ώρα για ύπνο.
Είναι ώρα για φανέρωση.»
Και περπατήσαμε μαζί σου.
Μας οδήγησες σ’ έναν κήπο
που έμοιαζε με ό,τι είχαμε ζήσει δίπλα σου
—όχι από χώμα και δέντρα,
αλλά από στιγμές που δεν έσβησαν.
Εκεί όπου μας μιλούσες όχι με λόγια —
αλλά με βλέμματα.
Με σιωπές.
Με το χέρι στον ώμο.
Με την παλάμη σου να ζεσταίνει τις ρωγμές μας.
Μας μάθαινες να διαβάζουμε τα ανέκφραστα,
να σεβόμαστε τη φτώχεια,
να μη ντρεπόμαστε για την αλήθεια.
Και ξαφνικά μας ρώτησες, όπως παλιά:
«Πονάτε;»
Δεν απαντήσαμε.
Και εσύ, όπως πάντα, κατάλαβες:
«Ξέρω. Δεν είναι μόνο η απουσία μου.
Είναι κι αυτός ο κόσμος…
Η ψευτιά,
η διαστροφή,
η αναισθησία.
Η προδοσία των λέξεων,
η προσβολή της πίστης,
η θανάτωση της αγνότητας.»
Έγειρες προς το μέρος μας και μας είπες:
«Μη θυμώνετε.
Πολεμήστε
— αλλά μην μισείτε.
Κρατήστε τον θυμό καθαρό
—σαν φωτιά στο καντήλι,
όχι σαν μολυσμένη φλόγα.
Κρατήστε το φως,
γιατί θα προσπαθήσουν να το σβήσουν.»
Κι όταν είπαμε:
«Μα δεν είμαστε σαν κι Εσένα.
Δεν αντέχουμε.
Δεν ξέρουμε…»
Μας χαμογέλασες.
Γλυκά.
Όπως τότε.
«Ούτε εγώ ήμουν, είπες.
Έγινα, γιατί με πόνεσαν.
Αγάπησα γιατί συγχώρεσα.
Και εσείς
— θα μάθετε,
γιατί έχετε καρδιά.»
Μας έβαλες μπροστά σ’ έναν καθρέφτη.
Και δεν είδαμε εμάς
— αλλά όσα δεν είχαμε τολμήσει να κοιτάξουμε.
Τα λάθη μας.
Τη σκληρότητα.
Τον φόβο.
Την αδυναμία.
Κι εσύ,
όπως πάντα,
δεν μάς κατέκρινες.
Μόνο είπες:
«Δεν σας αγάπησα γιατί ήσασταν τέλειοι.
Σας αγάπησα γιατί ήσασταν αληθινοί.
Γιατί πονέσατε και δε φοβηθήκατε να φανερώσετε την πληγή.
Ο Θεός σώζει εκείνους που Του δείχνουν την πληγή τους.»
Και σαν να μίλαγες σε καθέναν μας χωριστά,
μα ταυτόχρονα σε όλους μαζί,
μας έδειξες ένα βιβλίο:
το βιβλίο της ζωής μας.
Αυτό που φοβόμαστε να γράψουμε.
Αυτό που σου χαρίσαμε όταν δεν άντεχε πια η καρδιά μας.
«Εδώ να πατήσετε, είπες,
Μέσα στις λέξεις που γράψατε με πόνο
— εγώ είμαι.
Μη σταματήσετε να γράφετε.
Όχι γιατί θα διαβαστεί.
Αλλά γιατί γράφεται με αγάπη.
Και η αγάπη είναι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει ο Θεός.»
Και τότε μιλήσαμε για τον κόσμο.
Για το πώς γκρεμίζουν μοναστήρια.
Για το πώς διώκουν τη μνήμη των αγίων.
Για το πώς μετατρέπουν το Σινά σε μουσείο,
για να ξεχάσουν τον Θεό που μίλησε εκεί.
Κι εσύ απάντησες:
«Το Σινά δεν πέφτει.
Το Άγιον Φως δεν το φυλακίζουν.
Η πίστη δεν ξεριζώνεται.
Γιατί αυτά δεν είναι από πέτρα,
είναι από προσευχή.
Και η προσευχή δεν καταπατείται.»
«Εσείς μόνο να σταθείτε.
Ταπεινοί.
Αλλά όρθιοι.
Και να αγαπάτε μέχρι τέλους — χωρίς ανταπόδοση.»
Κι όταν γονατίσαμε με δάκρυ,
που δεν ήμασταν άξιοι της αγάπης σου,
μας φίλησες στο μέτωπο.
«Είστε αρκετοί.
Γιατί δεν σταματήσατε ποτέ να αγαπάτε.
Και αυτό
— αρκεί.»
Και τότε,
για πρώτη φορά,
αγαπήσαμε κι εμείς τους εαυτούς μας
όπως εσύ μας έβλεπες.
Σήμερα δεν επιστρέψαμε από όνειρο.
Αλλά από συνάντηση.
Από Θεία Λειτουργία ψυχών,
εκεί όπου δεν υπάρχουν ρολόγια,
παρά μόνο Πατέρες που δεν εγκαταλείπουν.
Και γράφουμε,
γιατί αν σωπάσουμε εμείς,
θα φωνάξουν οι πέτρες.
Να λέτε πάντα στον Χριστό, μας είπες
–Ό,τι έχουμε, Σου το χαρίζουμε.
-Ό,τι είμαστε, Εσύ το ευλόγησες.
Και το μόνο που να Του ζητάτε να είναι:
Μη φύγεις.
Μείνε.
Μέσα μας.
Ανάμεσά μας.
Μαζί μας
—γιατί ακόμη Σε αγαπάμε.
Και τότε χάθηκες από τα μάτια μας
ξαφνικά όπως είχες εμφανιστεί.
Και τότε ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μας.
-Δάκρυ απουσίας.
-Δάκρυ παρουσίας.
-Δάκρυ ευγνωμοσύνης.
ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΜΕΙΝΑΜΕ ΜΟΝΟΙ
ΠΑΛΕΥΟΝΤΑΣ ΝΑ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ.

Πρόσφατα Σχόλια