Η Γέφυρα των Φτωχών – Εκεί όπου η πληγή γίνεται δώρο, κι η προσφορά μεταμορφώνεται σε φως.

Δεν έχω ασήμι και χρυσάφι να δώσω, μα κρατάω κάτι πιο βαρύ κλεισμένο στην παλάμη μου — ένα ρήγμα μέσα μου που σταλάζει φως. Καμιά φορά σκέφτομαι πως αν είχα ασήμι και χρυσάφι, δε θα τα μοίραζα με χαρτιά και υπογραφές· θα τα άφηνα να κυλήσουν όπως το νερό που βρίσκει μόνο του τον δρόμο του μέσα στη γη. Γιατί, τελικά, η προσφορά δεν είναι πράξη οικονομίας· είναι πληγή. Κι εγώ είμαι ακόμα μαθητής της. Έμαθα να δίνω από το περίσσευμα, μέχρι που μια μέρα κατάλαβα πως το δώρο που αξίζει είναι εκείνο που πονάει να το δώσεις. Μια προσευχή που λες για κάποιον που σε πλήγωσε. Μια ανάσα που χαρίζεις σε μια ψυχή που δεν σε αναγνωρίζει. Ένα χαμόγελο στον καθρέφτη όταν ο εαυτός σου δεν θέλει πια να υπάρξει. Αυτά είναι τα νομίσματα της καρδιάς μου· άυλα, μα αναγνωρισμένα από τον Ουρανό. Αν είχα, λέει, ασήμι και χρυσάφι, θα έχτιζα γέφυρες. Όχι μόνο πάνω από ποτάμια, μα και ανάμεσα σε μάτια που δεν κοιτάζονται πια. Θα έστηνα νοσοκομεία για ψυχές που δεν φαίνονται άρρωστες, μα αιμορραγούν μέσα τους κάθε νύχτα. Θα έφτιαχνα ένα σπίτι όπου οι διαφορετικοί του κόσμου θα μπορούσαν να τραγουδούν χωρίς να τους φοβούνται οι λογικοί. Γιατί οι πιο άρρωστοι δεν είναι εκείνοι που χάνουν τη λογική τους, αλλά εκείνοι που χάνουν την ευσπλαχνία τους. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως το πραγματικό ασήμι και χρυσάφι είναι οι στιγμές που μοιράζομαι πριν προλάβω να σκεφτώ. Όταν βοηθώ χωρίς να ζυγίζω, όταν αγαπώ χωρίς όρους. Και τότε ο Θεός, σαν να χαμογελά πίσω απ’ το φως, μου ψιθυρίζει: «Τώρα έδωσες σωστά. Τώρα είσαι πλούσιος.» Κι όμως, δεν παύει να με στοιχειώνει η εικόνα εκείνων που περιμένουν τη γέφυρα. Οι μαθητές με τα βρεγμένα ρούχα, τα παιδιά που φοβούνται το νερό, οι φωνές που σβήνουν στο ρεύμα κάθε πλημμύρας. Κάθε φορά που βρέχει, νομίζω πως τους ακούω μέσα μου — να περνούν, να γελούν, να με ρωτούν γιατί δεν έφτιαξα ακόμα το πέρασμα. Και τότε καταλαβαίνω: ο Κατακλυσμός δεν είναι πια έξω από μένα· είναι μέσα μου. Και η μόνη Κιβωτός που σώζει είναι η πράξη της αγάπης. Ό,τι κι αν έχω, μικρό ή μεγάλο, οφείλω να το σκορπώ. Γιατί όταν το κρατάω, σαπίζει, κι όταν το δίνω, ανθίζει. Έτσι λειτουργεί το μυστικό της ζωής — το ευλογημένο παράδοξο του Θεού: πως ό,τι δίνεις, σου επιστρέφεται ως φως. Και τότε, ναι, ο κόσμος έχει γέφυρα. Κι εγώ, που δεν είχα τίποτα, γίνομαι ο πλουσιότερος των φτωχών.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.