Μια Ευρωβουλή που δεν παίζει καλλίτερο ρόλο από την τοπική Βουλή.
ΠΗΓΗ:https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/chreiazetai-i-vouli-i-prepei-na-kaei/
Ας μην νομίσετε ότι στο Ευρωκοινοβούλιο η κατάσταση είναι δημοκρατικότερη
Οι βουλευτές εκπονούν, στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής επιτροπής, έκθεση σχετικά με νομοθετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (commission), η οποία έχει το μονοπώλιο στη νομοθετική πρωτοβουλία. Η κοινοβουλευτική επιτροπή ψηφίζει την έκθεση αυτή και, ενδεχομένως, την τροποποιεί. Όταν το κείμενο αναθεωρηθεί και ψηφιστεί στην ολομέλεια, το Κοινοβούλιο έχει διαμορφώσει τη θέση του. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται μία ή περισσότερες φορές, ανάλογα με τον τύπο της διαδικασίας και το αν επιτευχθεί ή όχι συμφωνία με το Συμβούλιο.
Για τη θέσπιση νομοθετικών πράξεων υπάρχει η συνήθης νομοθετική διαδικασία (πρώην συναπόφαση) που θέτει το Κοινοβούλιο στο ίδιο επίπεδο με το Συμβούλιο και οι ειδικές νομοθετικές διαδικασίες, που εφαρμόζονται αποκλειστικά σε ειδικές περιπτώσεις όπου το Κοινοβούλιο έχει απλώς συμβουλευτικό ρόλο.
Σε ορισμένα θέματα (φορολογία, βιομηχανική πολιτική, γεωργική πολιτική…) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει μόνο συμβουλευτική γνώμη (‘διαδικασία διαβούλευσης’). Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Συνθήκη προβλέπει ότι η διαβούλευση είναι υποχρεωτική διότι η νομική βάση το επιβάλλει και η πρόταση δεν μπορεί να αποκτήσει νομική ισχύ παρά μόνον αφού γνωμοδοτήσει το Κοινοβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο δεν μπορεί να λάβει μόνο του απόφαση.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει νομοθετική πρόταση, ή να ζητήσει τροποποιήσεις. Το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται νομικά να λάβει υπόψη τη γνώμη του Κοινοβουλίου αλλά, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς να έχει λάβει τη γνώμη αυτή.
Αρχικά, η Συνθήκη της Ρώμης, του 1957, ανέθετε στο Κοινοβούλιο συμβουλευτικό ρόλο στη νομοθετική διαδικασία• η Επιτροπή πρότεινε και το Συμβούλιο ενέκρινε τις νομοθετικές πράξεις.
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) και, στη συνέχεια, οι Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και της Λισαβόνας διεύρυναν διαδοχικά τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Κοινοβούλιο μπορεί τώρα να συν-νομοθετεί ισότιμα με το Συμβούλιο στη μεγάλη πλειονότητα των τομέων (βλ. συνήθης νομοθετική διαδικασία), ενώ η διαβούλευση έγινε ειδική νομοθετική (ή και μη νομοθετική) που χρησιμοποιείται σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων.
Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται τώρα σε περιορισμένο αριθμό νομοθετικών τομέων, όπως οι εξαιρέσεις της εσωτερικής αγοράς και το δίκαιο του ανταγωνισμού.
Η διαδικασία συναπόφασης καθιερώθηκε με η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση (1992), ενώ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1999) διευρύνθηκε και έγινε πιο αποτελεσματική. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, μετονομάστηκε σε συνήθη νομοθετική διαδικασία και έγινε η βασική νομοθετική διαδικασία στο σύστημα λήψης αποφάσεων της ΕΕ.
Η συνήθης νομοθετική διαδικασία θέτει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ίδιο επίπεδο με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ευρύ φάσμα τομέων (για παράδειγμα οικονομική διακυβέρνηση, μετανάστευση, ενέργεια, μεταφορές, περιβάλλον, προστασία των καταναλωτών, κ.λπ.). Η μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών νόμων θεσπίζονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Η διαδικασία αυτή, που ήταν παλαιότερα γνωστή ως διαδικασία σύμφωνης γνώμης, εισήχθη με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 σε δύο τομείς: τις συμφωνίες σύνδεσης και τις συμφωνίες προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας αυτής επεκτάθηκε με όλες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις των Συνθηκών.
Ως μη νομοθετική διαδικασία, συνήθως εφαρμόζεται στην κύρωση ορισμένων συμφωνιών τις οποίες διαπραγματεύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση σοβαρών παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων δυνάμει του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) καθώς και όσον αφορά την προσχώρηση νέων κρατών μελών στην ΕΕ ή τις διευθετήσεις για αποχώρηση από την ΕΕ.
Ως νομοθετική διαδικασία, χρησιμοποιείται επίσης για την έκδοση νέας νομοθεσίας καταπολέμησης των διακρίσεων, ενώ παρέχει τώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαίωμα αρνησικυρίας όταν εφαρμόζεται η επικουρική γενική νομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 352 ΣΛΕΕ.
Πέραν των τεσσάρων βασικών νομοθετικών διαδικασιών, υπάρχουν και άλλες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε συγκεκριμένα πεδία δράσης.
Γνωμοδότηση σύμφωνα με το Άρθρο 140 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Νομισματική Ένωση)
Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υποβάλλουν εκθέσεις στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο των κρατών μελών με εξαίρεση όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την υλοποίηση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
Μετά από γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο, βάσει πρότασης της Επιτροπής, αποφασίζει ποιά κράτη μέλη για τα οποία ισχύει κάποια εξαίρεση πληρούν τους αναγκαίους όρους για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 140 παρ. 1 ΣΛΕΕ, και θέτει τέρμα στις εξαιρέσεις αυτές. Στη διαδικασία αυτή, το Κοινοβούλιο ψηφίζει για ολόκληρη τη δέσμη των συστάσεων και δεν μπορεί να υποβάλλει τροπολογίες.
Διαδικασίες σχετικές με τον κοινωνικό διάλογο
Ένας από τους στόχους της Ένωσης είναι η προώθηση του κοινωνικού διαλόγου, ιδίως για να γίνει δυνατή η σύναψη συμφωνιών ή συμβάσεων.
Σύμφωνα με το Άρθρο 154 ΣΛΕΕ, είναι καθήκον της Επιτροπής η προώθηση της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους σε επίπεδο Ένωσης και, για τον λόγο αυτόν, υποβάλλει στο Κοινοβούλιο τους ενδεχόμενους προσανατολισμούς μιας δράσης της Ένωσης μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.
Κάθε έγγραφο της Επιτροπής ή κάθε συμφωνία που έχουν συνάψει οι κοινωνικοί εταίροι διαβιβάζεται στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Όταν οι κοινωνικοί εταίροι έχουν καταλήξει σε συμφωνία και ζητούν από κοινού την εφαρμογή της συμφωνίας με απόφαση του Συμβουλίου, μετά από πρόταση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 155, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει πρόταση ψηφίσματος με την οποία συνιστά την έγκριση ή την απόρριψη του αιτήματος.
Διαδικασίες σχετικά με την εξέταση των εθελοντικών συμφωνιών
Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο όταν προτίθεται να χρησιμοποιήσει εθελοντικές συμφωνίες αντί να νομοθετήσει. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση πρωτοβουλίας, σύμφωνα με το άρθρο 48. Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο όταν προτίθεται να συνάψει εθελοντική συμφωνία. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή μπορεί να υποβάλλει πρόταση ψηφίσματος που θα περιέχει σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της πρότασης, καθώς και τους όρους στους οποίους υπόκειται η έγκριση ή η απόρριψη.
Κωδικοποίηση
Ως επίσημη κωδικοποίηση εννοείται η διαδικασία που αποσκοπεί στην κατάργηση των πράξεων οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της κωδικοποίησης και την αντικατάστασή τους από μία ενιαία πράξη. Η κωδικοποιημένη μορφή της πράξης περιλαμβάνει όλες τις τροποποιήσεις που αυτή υπέστη μετά την πρώτη έναρξη ισχύος της, χωρίς να επιφέρεται καμία νέα τροποποίηση στην ουσία της πράξης αυτής. Η κωδικοποίηση επιτρέπει να βελτιωθεί η αναγνωσιμότητα της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία τροποποιείται συχνά. Η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή του Κοινοβουλίου εξετάζει την πρόταση κωδικοποίησης της Επιτροπής και, εάν δεν υπάρχει τροποποίηση της ουσίας, εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία έγκρισης μιας έκθεσης, σύμφωνα με το Άρθρο 46 του Κανονισμού. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με μία μόνο ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες ούτε συζήτηση.
Εκτελεστικά μέτρα και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις
Η Επιτροπή μπορεί να λάβει, στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας, εκτελεστικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά υποβάλλονται σε επιτροπές εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη και διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε προς ενημέρωση είτε προς εξέταση. Το Κοινοβούλιο, στη βάση σχετικής πρότασης της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, μπορεί να εγκρίνει ψήφισμα με το οποίο αντιτάσσεται στο μέτρο, αιτιολογώντας την αντίθεσή του με την επισήμανση ότι το σχέδιο μέτρων υπερβαίνει τις εκτελεστικές εξουσίες που προβλέπει η βασική πράξη, δεν συνάδει προς το σκοπό ή το περιεχόμενο της βασικής πράξης ή δεν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας ή της αναλογικότητας, και ζητώντας από την Επιτροπή να αποσύρει ή να τροποποιήσει το σχέδιο μέτρων ή να υποβάλει πρόταση κατά την ενδεδειγμένη νομοθετική διαδικασία.
Όταν νομοθετική πράξη αναθέτει στην Επιτροπή την εξουσία συμπλήρωσης ή τροποποίησης ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων νομοθετικής πράξης, η αρμόδια επιτροπή εξετάζει κάθε σχέδιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που διαβιβάζεται στο Κοινοβούλιο για έλεγχο και μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο με πρόταση ψηφίσματος κάθε κατάλληλη πρόταση σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθετικής πράξης.
Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην Επιτροπή. Ωστόσο, η Συνθήκη του Μάαστριχτ και ακόμη περισσότερο η Συνθήκη της Λισαβόνας χορηγούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας που του επιτρέπει να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει προτάσεις νόμου.
Ετήσιος και πολυετής προγραμματισμός
Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Επιτροπή δρομολογεί τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η Επιτροπή καταρτίζει το πρόγραμμα εργασίας της, το οποίο αντιπροσωπεύει τη συμβολή της στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήδη συνεργάζεται με την Επιτροπή στη διαδικασία κατάρτισης του προγράμματος εργασίας και η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη στο στάδιο αυτό τις προτεραιότητες που θέτει το Κοινοβούλιο. Μετά την έγκριση του προγράμματος εργασίας από την Επιτροπή, προβλέπεται τριμερής διάλογος μεταξύ Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής με στόχο την επίτευξη συμφωνίας για τον προγραμματισμό της Ένωσης.
Οι λεπτομερείς ρυθμίσεις και το αντίστοιχο χρονοδιάγραμμα περιέχονται στο παράρτημα XIV του Κανονισμού (Συμφωνία πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής).
Το Κοινοβούλιο εγκρίνει ψήφισμα για τον ετήσιο προγραμματισμό της Επιτροπής. Ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να διατυπώσει την γνώμη του σχετικά με το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και το ψήφισμα του Κοινοβουλίου. Εάν ένα θεσμικό όργανο αδυνατεί να τηρήσει το εγκριθέν χρονοδιάγραμμα, οφείλει να γνωστοποιήσει στα άλλα θεσμικά όργανα τους λόγους της καθυστέρησης και να προτείνει νέο χρονοδιάγραμμα.
Πρωτοβουλία που προβλέπεται από το Άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το Κοινοβούλιο, με απόφαση της πλειοψηφίας των βουλευτών του και με βάση έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, μπορεί σύμφωνα με το Άρθρο 225 ΣΛΕΕ, να ζητήσει από την Επιτροπή να υποβάλει κάθε κατάλληλη νομοθετική πρόταση καθώς και να θέσει χρονικό όριο για την υποβολή τέτοιας πρότασης. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή πρέπει προηγουμένως να έχει ζητήσει την άδεια της Διάσκεψης των Προέδρων. Η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί ή να αρνηθεί την εκπόνηση της νομοθετικής πρότασης που ζητεί το Κοινοβούλιο. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας, η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή πρέπει να έχει βεβαιωθεί ότι καμία παρόμοια νομοθετική πρόταση δεν βρίσκεται ήδη σε στάδιο προετοιμασίας.
Το αίτημα για πράξη της Ένωσης βάσει του δικαιώματος πρωτοβουλίας που παρέχεται στο Κοινοβούλιο από το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι επίσης δυνατόν να προταθεί από μεμονωμένους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μια τέτοια πρόταση υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος την παραπέμπει προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει να την υποβάλει στην ολομέλεια (βλ. ανωτέρω).
Εκθέσεις πρωτοβουλίας
Στο πλαίσιο εντός του οποίου οι Συνθήκες παρέχουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας, οι κοινοβουλευτικές επιτροπές μπορούν να συντάσσουν έκθεση σχετικά με θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητές τους και να υποβάλλουν σχετική πρόταση ψηφίσματος στο Κοινοβούλιο. Πριν από την υποβολή της πρότασης, πρέπει να ζητούν την άδεια της Διάσκεψης των Προέδρων
ΠΗΓΗ:https://www.europarl.europa.eu/about-parliament/el/powers-and-procedures/legislative-powers
Πρόσφατα Σχόλια