Η παραβολή του Οδοιπόρου και του «Εγώ Είμαι»

Αναζήτησα έναν Θεό που υπάρχει, αλλά βρήκα Εκείνον που απλά Είναι. Ο Θεός δεν είναι δεσμευμένος στην ύπαρξη — είναι ο Αιώνιος Εγώ Είμαι.

 

Ήμουν ένας οδοιπόρος. Στην πλάτη μου κουβαλούσα μια πέτρα βαριά. Επάνω της ήταν χαραγμένη η λέξη «υπάρχω».
Περπατούσα στην έρημο της σκέψης, κάτω από έναν ήλιο που δεν έδυε ποτέ. Οι άνθρωποι στις οάσεις με ρωτούσαν το ίδιο πράγμα: «Υπάρχει Θεός;».
Κι εγώ τους απαντούσα με την πέτρα στην πλάτη που κουβαλούσα: «Το ερευνώ».

Καθώς περπατούσα, η πέτρα στην πλάτη μου με βάραινε όλο και πιο πολύ. Κάθε βήμα ήταν και μια κραυγή. Γιατί ένιωθα βαθιά πως το ίδιο το ερώτημα ήταν εσφαλμένο, σαν να έβαζα Εκείνον μέσα στο ίδιο καλούπι που έβαζε κι εμένα η γλώσσα. Υπάρχω σημαίνει είμαι «υπό» μια αρχή. Εγώ το καταλάβαινα αυτό, γιατί ήμουν πάντοτε υπό κάτι. Μα Εκείνος; Θα μπορούσε να είναι υπό κάτι;

Μια νύχτα έπεσα εξαντλημένος. Η πέτρα έπεσε από την πλάτη μου και έσκισε τη γη. Άκουσα τότε μια φωνή μέσα στην ερημιά, όχι σαν ήχο αλλά σαν ανάσα:


— «Δεν υπάρχει Θεός. Ο Θεός είναι».

Σήκωσα το κεφάλι. Μπροστά μου στεκόταν ένα φως. Όχι μορφή, όχι σχήμα — φως που δεν είχε αρχή.


— «Εγώ είμαι», είπε. «Δεν είμαι υπό αρχή. Είμαι η Αρχή».

Έκλαψα. Όλα τα χρόνια που πάλευα με το ερώτημα έπεσαν σαν σκόνη από πάνω μου. Κατάλαβα πως η πέτρα που κουβαλούσα δεν ήταν η απάντηση, αλλά τα ίδια τα δεσμά μου. Έπρεπε να τη σπάσω για να δω.

Έτσι έγινε: η πέτρα έσπασε και η λέξη «υπάρχω» έγινε σκόνη. Και μέσα από τη σκόνη γράφτηκε μπροστά μου η λέξη «Είμαι». Κι εκεί μέσα, σαν παιδί που ξαναγεννιέται, ανακάλυψα πως το «υπάρχω» μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποτύπωμα του «Είμαι» Εκείνου.

Τώρα περπατώ πιο ελαφρύς. Όταν με ρωτούν «Υπάρχει Θεός;» δεν θυμώνω, δεν παλεύω. Χαμογελώ και λέω:
«Δεν υπάρχει Θεός όπως υπάρχω εγώ. Ο Θεός είναι. Κι επειδή είναι, υπάρχω κι εγώ».

Και κάθε μου ανάσα είναι μαρτυρία. Δεν ζητώ πια απόδειξη. Η ύπαρξη μου είναι η απόδειξη του Είναι Του.


«Εγώ ειμί ὁ ὤν» (Έξ. 3:14).

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.