Παίρνετε το αυτοκίνητο σας και σταματάτε στην είσοδο μίας έξυπνης πόλης. Είναι κάτω διαγραμμισμένος ο δρόμος και μία μπάρα σας εμποδίζει να μπείτε μέσα. Και τότε μία αόρατη φωνή θα σας πει: «τοποθετήστε την κάρτα εισόδου που ηλεκτρονικά προμηθευτήκατε στο μηχάνημα που είναι αριστερά στο πλάι σας. Αφού τοποθετήσετε την κάρτα επάνω στο μηχάνημα τότε αυτή η αόρατη έξυπνη φωνή θα σου πει είσαι ο Ν…….. Σ……… και κατευθύνεσαι με το όχημα σου στην 40η περιφέρεια της πόλης και μάλιστα θα σταθμεύσεις στην 32η οδό με αριθμό 42 ο χώρος στάθμευσης είναι ελεύθερος και σας περιμένει. Είναι η θέση 4022. Θα σας παρακαλέσω οι μετακινήσεις σας να είναι σύντομες, σήμερα επειδή υπάρχει η αφρικάνικη σκόνη, το περιβάλλον είναι τοξικό και για το λόγο αυτό λόγω χαμηλού οξυγόνου, η κατανάλωση βενζίνης θα είναι περισσότερη, για αυτό σας παρακαλώ να μειώσετε τις μετακινήσεις σας. Ακόμα να γνωρίζετε ότι για να υπάρχει τάξη δεν πρέπει να υπερβείτε τα 25 χιλιόμετρα μετακίνησης μέσα στην πόλη διαφορετικά θα σας επιβληθεί πρόστιμο. Θα σας παρακαλέσω κατά την διάρκεια των ταξιδιών σας, να επιλέγετε τους δρόμους με την μπλε διαγράμμιση, διότι στους άλλους δρόμους κυκλοφορούν οχήματα χωρίς οδηγό δορυφορικά κατευθυνόμενα. όταν τελειώσετε την διαμονή σας μην ξεχάσετε την ηλεκτρονική κάρτα εξόδου. Διαφορετικά θα μείνετε μέσα στην πόλη. Πως σας φαίνεται; Τέτοια και άλλα πολλά θα συμβούν. Στις υπηρεσίες, στους δρόμους, ακόμα και μέσα στο σπίτι, οι μετακινήσεις σου δεν θα είναι όπως πριν. Ένας συναγερμός, όπως είναι στα πλοία όπου το βράδυ ξαφνικά εκεί που κοιμάσαι, γίνεται μία αναγγελία, έτσι το ίδιο θα συμβεί και θα ακούγεται σε όλα τα σπίτια. «Είναι 10 η ώρα. Χαμηλώστε τα φώτα, χαμηλώστε ή κλείστε τη μουσική». Σας φαίνεται παράξενο; Το αυτοκίνητο σας, το σπίτι, εσείς ο ίδιος και οι οικείοι σας, σε όλη την διάρκεια των ημερών, θα είναι υπό δορυφορική παρακολούθηση. Αυτά συμβαίνουν, κι αυτά θα συμβούν και πολύ χειρότερα στον κόσμο.
Πετάχτηκα την νύχτα από την κλίνη μου, λουσμένος στον ιδρώτα, σκεπτόμενος αυτό τον κόσμο που ο Εωσφόρος ετοιμάζει, κι είπα: «Θεέ μου, Θεέ μου, τα πάθη μου έγιναν σπόρος αφθαρσίας, ο φόρος της θυσίας του άκακου αμνού. Κι εγώ βαθιά στα σπλάχνα μου, το ξέρω, το θυμάμαι, πως είμαι γέννα Θεϊκή. Μα μέσα μου του άπειρου ο πόθος κλαίει στον υμένα, του εγώ μου και του κόσμου ο χώρος ο στενός. Ακόμα και ο ίσκιος μου εμένα με τρομάζει, το νου εγώ τον λογαριάζω τραγικό, κι ακούω της Ψυχής μου την κραυγή στο σύμπαν να αντηχεί, το φοβερό μου αίνιγμα εκείνος μου εξηγεί. Μέσα στης γη στα σπλάχνα είμαι θαμμένος, σπόρος χαμένος σε ατέλειωτους χειμώνες, και η αιωνιότητα Θεέ μου στα σπλάχνα μου πενθεί. Με ένα σακίδιο του αναχωρητή στον ώμο, ως πότε θα πορεύομαι στον δρόμο το σκληρό, σταθμός κανείς στην εξαντλητική πορεία, Καρδιά μου πότε θα τελειώσει η εξορία; Γιατί, Θεέ μου, πόθησα βαθιά να κοιμηθώ, μες της ανυπαρξίας το βυθό;» Είπα να σπάσω την σιωπή μου με πόνο στην Ψυχή και να φωνάξω σε εσένα, ίσως για πρώτη και ύστατη φορά. Να προσπαθήσω να αγγίξω την Ψυχή και την Καρδιά σου μήπως συνέλθεις τούτη την έσχατη την ώρα. Πριν γίνεις πλέον ένας αριθμός λογισμικός και ένας κωδικός που σε ανιχνεύουν ακόμα τα κινητά των διπλανών σου. Σε έπεισε ο εωσφόρος και έπεισες κι εσύ τον εαυτό σου ότι έγινες ανώτερος, καλύτερος, πιο ηθικός από τον συγγενή, τον γείτονα μα και τον αδελφό σου. Και δεν κατάλαβες ότι θα πρέπει τρόπο να βρεις στον εαυτό σου να εξηγήσεις, Πως είναι δυνατόν να θεωρείς ελεύθερος πως είσαι πια να επιβιώνεις, δίχως κανέναν όμως να αγκαλιάζεις; Δίχως κανέναν το χέρι σου να απλώσεις να χαϊδέψεις; Δίχως αυτούς που αγαπάς να τους φιλάς γλυκά και τρυφερά; Πες μου, πως είναι δυνατόν να είσαι άνθρωπος κι ενώ εσύ μέσα στην πλάνη θα έχεις πιστέψει ότι ζεις, να αντέχεις τον άλλο δίπλα σου να βλέπεις να χάνεται και να πεθαίνει; Στέκεσαι με απάθεια και ακούς για εξαναγκασμούς, κυρώσεις, φοβέρες και διώξεις, και κατορθώνεις ατάραχος να μείνεις, γιατί πιστεύεις ότι όλα όσα τριγύρω σου λαβαίνουν χώρα δεν σε αφορούν; Κάνουν τα μάτια μου να πλημμυρίζουν από δάκρυα που περπατάς αμέριμνος δίχως να βλέπεις τοίχους αόρατους που ορθώνονται τριγύρω σου. Χτίζεις απέραντες και τόσο σκοτεινές ανθρώπων φυλακές, που κάποια ημέρα κι εσένα όλοι εκείνοι που τους πίστεψες, σε αυτό που οικοδόμησαν τα χέρια σου, οι ίδιοι θα σε κλείσουν. Αναρωτήθηκες όλοι αυτοί που πίστεψες, κι εσύ μαζί τους πρωτοπόρος, τι μέλλον ετοιμάζουν κι ετοιμάζεις εσύ για τα δικά σου τα παιδιά; Τι κέρδισες, τι πίσω σου επέστρεψαν, με το αντάλλαγμα το σκέφτηκες ποτέ; Κοίταξε γύρω τον ιστό που υφαίνεται για εσένα ενώ εσύ πιστεύεις ότι είναι για τους άλλους. Δες την αράχνη πως σε κοιτά βαθιά μέσα στα μάτια. Να μην πιστέψεις πως ετοιμάζεται δίχως να έχει έλεος τον διπλανό σου να αφανίσει. Εσένα ετοιμάζεται να σε κατασπαράξει. Κι εσύ αμέριμνος σφυρίζεις τάχα επειδή άφησες την ψυχή σου να μολύνουν όλοι αυτοί κι όλα αυτά που πίστεψες μακριά από τον Θεό. Πονάει η Ψυχή μου και τις νυχτιές κλαίω στην προσευχή μου, που δεν κατάλαβες ότι όλα τούτα είναι μόνο των ωδίνων η αρχή. Ότι όλα αυτά που δεδομένα τα θεώρησες ποτέ δεν θα είναι στη ζωή σου πια τα ίδια. Δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα πίσω από εκείνα που ποθείς. Δεν θα σου δώσουν τίποτα εκείνοι που σε έπεισαν να παραδώσεις την Ψυχή σου στα ανίερα τα χέρια τους. Σήκω και στάσου, και κοίτα με τα μάτια σου, μια νέα στο πρόσωπο της γης μας ανατέλλει εποχή. Μια εποχή με νέα ήθη και νόμους νέους, με ελευθερίες που θα μπορούν να προστατεύονται μα και συνάμα να παραβιάζονται πέρα από όσα πίστεψες εσύ. Κραυγάζω με όση δύναμη μου έχει απομείνει, μήπως και ακούσεις και ξυπνήσεις. Σου φώναξα να πάψεις να κοιμάσαι, αλλά εσύ με κοίταξες ειρωνικά και γύρισες αμέριμνος πλευρό τον ύπνο της απώλειας σου να συνεχίσεις. Μου είπες, πως είναι ψέματα όλα αυτά που χιλιάδες χρόνια πριν Εκείνος διακήρυξε, που στον σταυρό ανέβηκε για εσένα και για εμένα, και πως αντίθετα με εσένα ζω εγώ σε μια εποχή που δεν θα έρθει γιατί όλα είναι της φαντασίας μύθευμα. Πως είναι παραμύθια για αφελείς. Και δεν κατάλαβες το αφήγημα εκείνης της «καλής Νεράιδας» που ξεφούσκωσε σαν τον μπαλόνι απότομα. Σε έκαναν να πιστέψεις πως θα γίνεις ιππότης, άρχοντας, βασιλιάς, αθάνατος, εάν θέλεις! Αθάνατος, όμως, δίχως τον Χριστό; Αθάνατος δίχως Εκείνον που είναι η ζωή; Δεν το κατάλαβες, κι εγώ την ύστατη ετούτη ώρα στο φωνάζω, μήπως και το ακούσεις, πως είσαι πια δούλος τους εσύ, και περισσότερο έγινες δούλος εκείνου που είναι από την αρχή εχθρός κι ανθρωποκτόνος της Ψυχής και της αιώνιας ζωής σου. Νιώσε ότι δεν έγινες κι ότι ποτέ σου δεν θα γίνεις κυρίαρχος του εαυτού σου και των άλλων. Και τώρα, που πίστεψες όλα αυτά τα ψέματα, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού σου και τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς, και φώναξε: ΕΊΜΑΙ ΕΛΕΎΘΕΡΟΟΟΟΟΟΟΟΣ! Σε βεβαιώ ακόμα και οι πέτρες στο πέρασμα σου θα θρηνήσουν. Μα πιο πολύ εκείνος που στο θέαμα σου θα γελάσει, είναι εκείνος ο εωσφόρος που σου είπε το πιο «ωραίο παραμύθι»… Αυτό το παραμύθι που πίστεψες με όλη την Ψυχή σου και το έκανες σημαία και σύνθημα στην άδεια σου ζωή! Και να σου πω και κάτι άλλο ακόμα; Συνέχεια πλέον θα σου λέει παραμύθια, τόσο «ωραία», που ακόμα περισσότερο σαν φρόνιμο που έγινες παιδί, τα βράδια αμέριμνα και ειρηνικά θα σε κοιμίζει. Θα ήθελα, όμως, με πόνο στην Ψυχή εσένα να ικετέψω. Τώρα που ακούγονται τα βήματα του Αντίχριστου, την ώρα που ταυτόχρονα ακούγονται τα βήματα του ερχομού Εκείνου, Εκείνου που την ζωή Του δεν δίστασε να δώσει για εσένα. Εκείνου που πια θα έρθει σαν Βασιλιάς. Όσο κι αν με χλευάσεις για όλα αυτά που θέλησα να μοιραστώ μαζί σου, όσο και αν με ειρωνευτείς, όσο κι τα απορρίψεις και πεις πως παραμύθια είναι όλα αυτά, στάσου λίγο και σκέψου. Κι ενώ εσύ θα σκέπτεσαι, εγώ θα στέκω και θα προσεύχομαι για εσένα, μες το βαθύ τον ύπνο σου να ονειρευτείς, κάτι από μιαν άλλη ζωή που είναι η μόνη αληθινή, με γέλια, με τραγούδια και χαρές, με χάδια, με φιλιά, με αγκαλιές, με δόσιμο αγάπης και σπλάχνα Χάρης μα και ελέους. Κι εύχομαι και προσεύχομαι όταν θα δεις εκείνες τις εικόνες που τις χλεύασες, να ταραχτείς κι αλαφιασμένος να ξυπνήσεις, τώρα, που ίσως ακόμα προλαβαίνεις· αν προλαβαίνεις φυσικά. Εάν έχεις αυτιά, στάσου και άκου του γυρισμού Εκείνου τα πατήματα, και του θηρίου που βγαίνει από την άβυσσο και άλλαξε ζωή σου, μήπως προλάβεις και σώσεις την Ψυχή σου, ακόμα κι χρειαστεί να χάσεις την ζωή σου! Και να θυμάσαι πως τον άνθρωπο δεν θα τον σώσουν όποια σημάδια εκείνος επέλεξε στα χέρια του να βάλει, μα θα τον σώσουν εκείνα τα δυο σημάδια που τα καρφιά Εκείνου τρύπησαν τα χέρια Του επάνω εκεί στον Γολγοθά. Με εκείνα τα σημάδια θα σωθείς, εάν δεχτείς να γίνουν σημάδια και στα δικά σου χέρια. Και να θυμάσαι πάντοτε, πως κάποτε τα παραμύθια τελειώνουν κι αρχίζει η Ζωή, η αληθινή Ζωή, η Αιώνια Ζωή! Κι αν με τα μάτια δεν μπορούμε να δούμε, όμως ο αιώνιος λόγος σου μας πληροφορεί, ότι μας περιμένει ένας νέος κόσμος, γεμάτος ομορφιές, γεμάτος ειρήνη, γεμάτος χαρά, γεμάτος από την παρουσία του προσώπου σου, ένας κόσμος Θεού, για αυτό σε παρακαλούμε εσύ ο Κύριος στήριξε την καρδιά μας, μέσα σε αυτόν τον κόσμο των δυσκολιών, της ταλαιπωρίας, ατενίζοντας στον Ιησού τον αρχηγό και τελειωτή της πίστης μας. Σε ευχαριστούμε. Περιμένουμε εκείνη την ημέρα που η αγάπη του Πατέρα θα φανερώσει καθετί.
Πρόσφατα Σχόλια