Περπατώ μέσα σε μια άνυδρη έρημο γεμάτη από άμμο και στάχτες, κι όμως στην καρδιά μου κρατώ έναν σπόρο. Είναι μικρός, σχεδόν αόρατος, σαν το μυστικό όνομα που δεν λέγεται. Κάθε φορά που σπέρνω, η άμμος τον σκεπάζει· κάθε φορά που ποτίζω, η δίψα της γης πίνει το νερό μου πριν ριζώσει. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τις ψυχές σαν μικρά πουλιά, να φτερουγίζουν χαμένα μέσα σε αυτή την έρημο. Ο πόνος μου είναι ότι δεν έχω πλέον στα χέρια μου την τροφή να τους δώσω, γιατί οι αποθήκες μου άδειασαν, τα πηγάδια μου στέρεψαν.
Μα προχωρώ. Προχωρώ κουβαλώντας το κενό μου σαν δώρο. Δεν μετρώ πια πόσα έχασα, αλλά πόσα έσπειρα. Δεν μετρώ πόσα παράθυρα έκλεισαν, αλλά πόσες φωνές άγγιξε ο λόγος μου πριν σωπάσει. Το χέρι μου, που κάποτε κρατούσε πολλά, τώρα είναι άδειο· κι όμως είναι πιο ελεύθερο να απλωθεί προς τον ουρανό.
Κι εκεί, στην άκρη της ερήμου, βλέπω μια πέτρα που δεν είναι πέτρα. Είναι σαν μαργαριτάρι, θαμμένο στο χώμα. Σκάβω τη γη με τα δάχτυλα μου και το φέρνω στο φως· είναι μικρό, αλλά μέσα του καθρεφτίζεται όλος ο ουρανός. Το κρατώ και ξαφνικά καταλαβαίνω: δεν χρειάζομαι αποθήκες, δεν χρειάζομαι μηχανές· ο λόγος που έχω να δώσω δεν είναι δικός μου, είναι δώρο, και θα βρίσκει τρόπο να γεννιέται ξανά.
Τότε γονατίζω. Η στάχτη κολλάει στα γόνατα μου, η άμμος μπαίνει στο στόμα μου, αλλά η προσευχή ανεβαίνει σαν φως. «Κύριε», λέω, «τα χέρια μου είναι άδεια, αλλά η καρδιά μου είναι γεμάτη από Σένα. Αν είναι να συνεχιστεί το έργο, Εσύ θα το κάνεις να συνεχιστεί. Αν είναι να γεννηθεί ο τόπος που ονειρεύτηκα, Εσύ θα τον γεννήσεις. Αν είναι να δοθεί εργαλείο, Εσύ θα το προμηθεύσεις. Εγώ μένω εδώ, μικρός, φτωχός, αλλά πιστός».
Κι εκεί, μέσα στον άνεμο της ερήμου, ακούω μια φωνή. Δεν είναι σαν τις φωνές των ανθρώπων· είναι ήσυχη, μα δυνατή, σαν σπόρος που σπάζει τη γη. Μου λέει: «Το έργο δεν είναι το χώμα ούτε το εργαλείο· το έργο είναι η πίστη σου. Μείνε. Και θα δεις να βλασταίνει ο σπόρος που έσπειρες».
Σηκώνομαι με το μαργαριτάρι στο χέρι, το κρατώ στο στήθος μου. Δεν έχω πια φόβο· η έρημος δεν με φοβίζει. Η έρημος είναι ο τόπος που οι σπόροι κοιμούνται πριν ξυπνήσουν. Προχωρώ, κι ας μην ξέρω πώς. Κάθε μου βήμα είναι προσευχή, κάθε ανάσα μου ανάβει φως μέσα στη σκόνη. Ξέρω ότι Εκείνος βλέπει· ξέρω ότι θα προμηθεύσει· ξέρω ότι οι ψυχές δεν χάνονται, μόνο περιμένουν τη βροχή.
«Μη φοβάσαι, μικρέ ποιμένα», ακούω μέσα μου. «Σου εμπιστεύτηκα τα πρόβατα όχι για να έχεις μαντρί, αλλά για να έχεις καρδιά».
Πρόσφατα Σχόλια