Η Σιωπηλή Θυσία των Λησμονημένων και το Χάραγμα της Λήθης

Ζούμε στην πιο ραγδαία, πιο ριζική και πιο αποκαλυπτική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Οι λέξεις που κάποτε περιέγραφαν τον άνθρωπο —«πρόσωπο», «ψυχή», «εικόνα Θεού»— έχουν αντικατασταθεί από νέες, ψυχρές και απρόσωπες: «χρήστης», «Κώδικας», «καταναλωτής», «δεδομένο». Η τεχνολογία εξελίσσεται ταχύτερα από κάθε άλλη εποχή, και μαζί της η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τον Δημιουργό. Αλλά κάθε πρόοδος χωρίς Θεό είναι μια νέα Πτώση.

Μπροστά στα μάτια μας, στήνεται μία κοσμική εικονομαχία χωρίς ξίφη και χωρίς φανερό αντίπαλο. Είναι η εποχή της εικόνας που σκοτώνει το πρόσωπο. Εικόνες παντού — εικόνες του εαυτού μας, του κόσμου, της τεχνολογίας, ακόμη και του Χριστού. Εικόνες χωρίς ουσία, χωρίς Μυστήριο, χωρίς ζωή με το Χριστό. Κάθε εικόνα που δεν παραπέμπει στην ενανθρώπηση, είναι απλώς είδωλο. Και κάθε είδωλο που δεν συντρίβεται, γίνεται χάραγμα.

Η νέα αυτή κατάσταση δεν εκφράζεται μόνο μέσα από την τεχνολογία. Εκφράζεται και μέσα από μια νέα θεολογία, μία νέα ερμηνεία της Εκκλησίας, η οποία παύει να μιλά για τον Σταυρό, την κάθαρση, τη μετάνοια και την Ανάσταση. Προτιμά τις έννοιες της «συμπερίληψης», της «διαφορετικότητας», της «αγάπης» χωρίς αλήθεια, χωρίς θυσία, χωρίς Χριστό. Έτσι γεννιέται μια Εκκλησία χωρίς Μνήμη, μια Εκκλησία χωρίς Πατέρες, μια Εκκλησία χωρίς Εκκλησία.

Στον νέο αυτό κόσμο δεν υπάρχει πια παρελθόν. Δεν υπάρχει Ιστορία, ούτε Αγιολογία, ούτε Παράδοση. Το Άγιο έχει αντικατασταθεί από το χρήσιμο. Ο Θεός έχει αντικατασταθεί από του ανθρώπου την εικόνα. Και αυτή η εικόνα, δεν σώζει, δεν λυτρώνει, αλλά παραπλανά. Δεν αγαπά, αλλά αριθμεί.

Το κείμενο αυτό είναι ένας ύστατος απολογητικός ψίθυρος. Ένα κάλεσμα επιστροφής στην αλήθεια, πριν η λήθη γίνει παγκόσμιο δόγμα. Είναι μια κραυγή για την ψυχή, όχι για το σώμα. Δεν καταφέρεται εναντίον της επιστήμης, αλλά εναντίον της επιστήμης χωρίς Πίστη. Δεν απορρίπτει την τεχνολογία, αλλά την τεχνολογία που θέλει να γίνει Θεός. Είναι ένα ντοκουμέντο πίστης σε εποχή παραπληροφόρησης. Μια ικεσία προς τον άνθρωπο να θυμηθεί ότι είναι εικόνα Χριστού, όχι είδωλο αριθμημένο.

Καθένα από τα επόμενα κεφάλαια είναι ένας καθρέφτης. Όχι για να δούμε πώς φαινόμαστε, αλλά για να αναγνωρίσουμε πού χάσαμε το πρόσωπο μας. Και μέσα σε αυτό το καθρέφτισμα, να φανεί ο μόνος Λυτρωτής: ο Χριστός.

Γι’ Αυτόν γράφεται το κείμενο. Όχι ως επιστημονική εργασία, αλλά ως προσευχή. Όχι για να προστεθεί στις φωνές του κόσμου, αλλά για να θυμίσει τη φωνή της Εκκλησίας. Όχι για να εξηγήσει το μέλλον, αλλά για να σώσει το παρόν.

Και πάνω απ’ όλα, για να μη σβήσει η Μνήμη. Γιατί η Μνήμη του Θεού είναι Ζωή. Και η λήθη Του, θάνατος.

Η Άρνηση του Προσώπου

Υπάρχει μια πτώση που δεν ακούγεται, γιατί συμβαίνει μέσα στα πιο κρυφά κύτταρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι η πτώση από το πρόσωπο στην πληροφορία. Από τον άνθρωπο στο προφίλ. Από την εικόνα Θεού στο ψηφιακό αποτύπωμα. Η νέα εποχή δεν πολεμά φανερά τον άνθρωπο. Δεν του απαγορεύει να υπάρξει. Του απαγορεύει να είναι μοναδικός.

Η Άρνηση του Προσώπου είναι το πρώτο και πιο ύπουλο στάδιο του πνευματικού αφανισμού. Δεν συνοδεύεται από αίμα, αλλά από τη λήθη της ταυτότητας. Ο άνθρωπος δεν βασανίζεται με σίδερα και φωτιές — βασανίζεται με pixels, με metrics, με την ανάγκη του να αρέσει, να χωρέσει, να επιβιώσει μέσα σε μια πλατφόρμα. Αν κάποτε ο μάρτυρας πέθαινε για να μην προδώσει το όνομά του, σήμερα ο άνθρωπος θυσιάζει το όνομά του για λίγη αποδοχή, λίγη ορατότητα, λίγο «ψηφιακό φως».

Η θεολογία του προσώπου, όπως μας παραδόθηκε από την Πατερική εμπειρία, θεμελιώνεται στη σχέση. Ο Θεός δεν έπλασε δεδομένα, αλλά πρόσωπα που μπορούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Το πρόσωπο δεν είναι κάτι που έχεις. Είναι κάτι που είσαι. Είναι η φλόγα της μοναδικότητας, ο καθρέφτης της άκτιστης Τριάδας στον χρόνο. Όταν το πρόσωπο χάνεται, χάνεται και ο Θεός από τον ορίζοντα του κόσμου.

Η σύγχρονη κοινωνία μάς προτείνει ένα άλλο «πρόσωπο»: ένα πρόσωπο διαχειρίσιμο, μετρήσιμο, προβλέψιμο. Ένα πρόσωπο-καταναλωτή. Ένα πρόσωπο-εργαλείο. Μας μαθαίνουν από παιδιά να μην μιλάμε, να μην διαφέρουμε, να μην πονάμε δυνατά. Μας ζητούν να χαμογελάμε, να ακολουθούμε, να ανεβάζουμε περιεχόμενο. Και η πιο σκοτεινή στιγμή έρχεται όταν το εσωτερικό πρόσωπο παύει να ζητά τον Θεό — και ζητά αναγνώριση.

Αυτή η απογύμνωση είναι ο πρόλογος του Χαράγματος. Όχι επειδή όλοι θα υπογράψουν σε ένα φυσικό μικροτσίπ, αλλά γιατί θα έχουν ήδη αποδεχτεί την αντικατάσταση της θεϊκής σφραγίδας με την ψηφιακή βούλα. Όχι γιατί τους το επέβαλε ένα σύστημα, αλλά γιατί έπαψαν να υπερασπίζονται την αλήθεια ότι είναι πρόσωπα και όχι δεδομένα.

Ο άνθρωπος του Θεού είναι πάντοτε ανυπότακτος στην αριθμητική. Δεν υπολογίζεται. Δεν μετριέται. Δεν ταξινομείται. Είναι ιερό μυστήριο, «ὁ λίθος ὁ τετιμημένος» στα μάτια του Χριστού. Αν όμως χάσει αυτή τη μνήμη, τότε το χάραγμα δεν θα μπει πάνω του: θα το έχει ήδη αποδεχτεί μέσα του.

Σε αυτή την εποχή, η αντίσταση δεν είναι πολιτική. Είναι ευχαριστιακή. Δεν είναι πολεμική, αλλά πνευματική. Ξαναγυρνώντας στην Εκκλησία, στη Μυστηριακή ζωή, στην ανάμνηση της Θείας Λειτουργίας, υπερασπιζόμαστε το πρόσωπο μας. Λέμε: «είμαι εικόνα του Χριστού, όχι προϊόν του αλγορίθμου».

Και τότε, μόνο τότε, σώζεται ο κόσμος. Όχι γιατί άλλαξαν τα συστήματα, αλλά γιατί ο άνθρωπος δεν λησμόνησε ποιος είναι.

Η Εικόνα Πριν την Πτώση και Μετά

Πριν πέσει ο άνθρωπος, ήταν εικόνα του Θεού — όχι απλώς ως σχήμα ή μορφή, αλλά ως κάτοχος του χαρίσματος της σχέσης, της ελευθερίας, της δυνατότητας να γίνει κοινωνός του Θεού. Το «κατ’ εικόνα» δεν είναι μια θεωρητική έννοια· είναι η θεολογία της ύπαρξης. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο να είναι πρόσωπο, να είναι «ἐν προσώπῳ», δηλαδή να σχετίζεται και να καθρεφτίζει το Άκτιστο Φως, να κινείται ελεύθερα προς την τελείωση του «καθ’ ὁμοίωσιν».

Η εικόνα πριν την πτώση είναι ένδοξη. Ο άνθρωπος δεν είναι υπηρέτης της ύλης, ούτε αντικείμενο κατανάλωσης. Είναι ο ιερέας της δημιουργίας. Είναι εκείνος που δίνει νόημα στον κόσμο μέσα από τη σχέση του με τον Δημιουργό. Φωτίζεται από τον Θεό και γίνεται φως μέσα στον κόσμο.

Όμως μετά την πτώση, η εικόνα τραυματίζεται. Δεν χάνεται, αλλά θολώνει. Ο άνθρωπος παύει να ζει με πρόσωπο και αρχίζει να επιβιώνει με προσωπείο. Η πτώση είναι η πρώτη πλαστογράφηση της εικόνας. Αντί να καθρεφτίζει τον Θεό, ο άνθρωπος καθρεφτίζει τον εαυτό του ή τις επιθυμίες του. Και η τεχνολογική εποχή έρχεται να ενισχύσει αυτή τη στρέβλωση.

Η σύγχρονη κοινωνία, μέσα από την κυριαρχία της εικόνας και των social media, δεν προβάλλει το πρόσωπο, αλλά το προσωπείο. Δεν αναδεικνύει την εσωτερική ομορφιά, αλλά την εξωτερική επεξεργασία. Δεν ζητά ταπείνωση, αλλά έγκριση. Η εικονικότητα του κόσμου αλλοιώνει τη θεολογία του προσώπου και μετατρέπει την ιερή εικόνα του ανθρώπου σε εργαλείο εντυπώσεων.

Το «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου είναι δυνατόν να αποκατασταθεί μόνο εν Χριστώ. Η Ενανθρώπηση του Λόγου δεν είναι απλώς δόγμα· είναι γεγονός σωτηρίας και αποκατάστασης της εικόνας. Ο Χριστός είναι ο Τέλειος Άνθρωπος, η απάντηση σε κάθε πλαστογράφηση. Η Εκκλησία γίνεται ο χώρος επανεκτύπωσης της εικόνας, όχι ψηφιακά, αλλά υπαρξιακά. Ο αγώνας της μετάνοιας, η ζωή των Μυστηρίων, η αγάπη που δεν φαίνεται, αλλά θυσιάζεται — όλα αυτά είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος ξαναγίνεται εικόνα του Θεού.

Αν σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία που προσκυνά την εικόνα, το αντίδοτο δεν είναι να απορρίψουμε την εικόνα, αλλά να την ξαναβαφτίσουμε. Να ξαναθυμηθούμε τι σημαίνει «κατ’ εικόνα Θεοῦ». Να δούμε τον άλλον όχι ως χρήστη ή follower, αλλά ως αδελφό. Να δούμε τον εαυτό μας όχι ως προφίλ, αλλά ως πρόσωπο.

Γιατί τότε, και μόνο τότε, ο κόσμος φωτίζεται πάλι από το Πρόσωπο του Χριστού, και η εικόνα δεν είναι πλέον είδωλο, αλλά Θεοφάνεια.

Το Ψηφιακό Είδωλο

Στην εποχή μας, δεν λατρεύουμε πλέον χρυσά μοσχάρια· λατρεύουμε τις οθόνες μας. Εκείνες δεν είναι ουδέτερες. Μας κοιτάζουν βαθιά μέσα μας. Η οθόνη δεν είναι απλώς τεχνολογικό εργαλείο, είναι τόπος θεολογικής κρίσεως. Το ψηφιακό είδωλο δεν απαιτεί θυμίαμα, απαιτεί χρόνο. Δεν απαιτεί προσκύνηση, απαιτεί προσοχή. Και σε αυτόν τον πόλεμο προσοχής, η ψυχή εκποιείται.

Η ψηφιακή παρουσία γίνεται το ψευδο-εγώ, ο καθρέφτης ενός εαυτού που δεν υπάρχει. Η ταυτότητα χτίζεται πάνω σε pixels, σε φίλτρα, σε αριθμούς. Όμως το πρόσωπο δεν είναι αριθμός. Ο άνθρωπος δεν είναι ποσοτικό γεγονός, είναι οντολογική παρουσία. Κι όμως, η εικονική πραγματικότητα τον αφαιρεί από τον εαυτό του και τον αποξενώνει από τον Χριστό. Γιατί κάθε εικόνα που δεν είναι Εικόνα του Χριστού, είναι τελικά ειδωλολατρία.

Η Ορθόδοξη θεολογία της εικόνας δεν είναι ανθρωποκεντρική· είναι Χριστοκεντρική. Η Εικόνα έχει αξία γιατί υπάρχει το Πρωτότυπο. Όταν όμως το πρόσωπο του Χριστού λείπει, τότε και η εικόνα γίνεται ψευδής. Η τεχνολογία, όταν δεν συνοδεύεται από πνευματική διάκριση, καταλήγει να δημιουργεί είδωλα — φανταστικά είδωλα του εαυτού μας, του κόσμου, ακόμα και του Θεού.

Το ψηφιακό είδωλο προβάλλει την ελευθερία, αλλά καλλιεργεί την εξάρτηση. Υπόσχεται σύνδεση, αλλά καταλήγει σε μοναξιά. Εμφανίζεται ως ουδέτερο, αλλά φέρει μαζί του μια ερμηνεία του ανθρώπου: ό,τι δεν φαίνεται, δεν υπάρχει· ό,τι δεν καταγράφεται, δεν μετράει· ό,τι δεν αρέσει, δεν έχει αξία.

Στην παράδοση της Εκκλησίας, ο άγιος είναι αυτός που καθρεφτίζει το Φως, όχι τον εαυτό του. Το πρόσωπο του αγίου δεν είναι «περιεχόμενο». Είναι μαρτυρία. Σήμερα, οι άγιοι λείπουν από τα feeds μας, όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί δεν «πουλάνε». Και αυτό είναι η πιο ύπουλη μορφή απόρριψης του αγίου: να μην είναι viral.

Το ψηφιακό είδωλο ζητά όλο και περισσότερο από τον άνθρωπο. Τον ωθεί να σκηνοθετεί τη ζωή του, να καταναλώνει την προσευχή του, να προβάλει την πίστη του ως ταυτότητα κοινωνικής αποδοχής. Όμως η πίστη δεν είναι φαινόμενο, είναι βάθος. Δεν είναι εικόνα, είναι σχέση. Δεν είναι καταγραφή, είναι μυστήριο.

Η Εκκλησία καλείται να ξανακηρύξει την εικόνα του Χριστού μέσα σε έναν κόσμο που έχει πλημμυρίσει από ψεύτικες εικόνες. Η Λειτουργία είναι η αληθινή Εικόνα: εκεί όπου ο Λόγος γίνεται Σώμα, και το Σώμα κοινωνείται ως πρόσωπο. Αν θέλουμε να σωθεί ο κόσμος από το ψηφιακό είδωλο, πρέπει να επιστρέψουμε στην Εικόνα του Αοράτου.

Γιατί μόνο όταν η Εικόνα γίνει πάλι Θεοφάνεια, η οθόνη παύει να είναι είδωλο. Και ο άνθρωπος, αντί για θεατής, γίνεται λειτουργός του Θεού.

Η Σιωπηλή Θυσία των Λησμονημένων

Η ανθρωπότητα διανύει μια σκοτεινή νύχτα. Όχι από έλλειψη τεχνολογίας, αλλά από περίσσεια αριθμών. Η καινούργια ανθρωπολογία δεν στηρίζεται στο «είναι», αλλά στο «χρησιμοποιείν». Δεν ενδιαφέρεται για το πρόσωπο, αλλά για την παραγωγικότητα. Έτσι γεννιέται μια νέα μορφή βαρβαρότητας: η ήσυχη, μεθοδική, τεχνοκρατική θυσία των αριθμημένων.

Ο άνθρωπος δεν λογίζεται πια ως εικόνα Θεού, αλλά ως data point σε κάποιο σύστημα. Όχι ως πρόσωπο, αλλά ως αναλώσιμη μονάδα. Κατηγοριοποιείται σε «χρήσιμος» ή «άχρηστος», «παραγωγικός» ή «ανενεργός». Οι αρρώστιες, η αναπηρία, τα γηρατειά, η αδυναμία, δεν γίνονται πια σεβαστά ως σταυρός και πορεία προς τη θέωση, αλλά ως βάρος. Ένα βάρος που οι κοινωνίες, και κυρίως οι ισχυροί, προσπαθούν να αποτινάξουν.

Σε αυτό το νέο κόσμο, η φωνή των «ανύπαρκτων» δεν ακούγεται. Δεν είναι σιωπηλοί γιατί θέλουν· είναι σιωπηλοί γιατί έχουν διαγραφεί. Το σύστημα δεν τους χρειάζεται, δεν τους καταγράφει, δεν τους υπολογίζει. Δεν είναι απλώς μια κοινωνική αδικία· είναι μια θεολογική ύβρις. Γιατί ο Θεός βλέπει εκεί όπου ο κόσμος γυρίζει την πλάτη.

Η σιωπηλή θυσία των λησμονημένων δεν γίνεται σε βωμούς· γίνεται σε στατιστικές. Η πολιτική οικονομία της σύγχρονης εποχής μιλά για μείωση κόστους, για αύξηση αποτελεσματικότητας, για εξορθολογισμό των δομών. Πίσω από κάθε τέτοιο «λογικό» μέτρο, όμως, βρίσκεται ένα ανώνυμο πρόσωπο που απορρίφθηκε ως περιττό. Η Καινή Διαθήκη δεν μιλά για efficiency, μιλά για αγάπη. Κι όμως, η αγάπη αυτή δεν έχει θέση σε μια κοινωνία αριθμών.

Αν ο Θεός είναι Εκείνος που μετράει τα δάκρυα μας σε φιάλες, ο κόσμος είναι εκείνος που μετράει τα στατιστικά των ζημιών. Εδώ αποκαλύπτεται το χάσμα: ανάμεσα στην οικονομία της χάριτος και στην οικονομία του κόσμου. Η πρώτη βλέπει πρόσωπα· η δεύτερη βλέπει ποσοστά.

Η Εκκλησία καλείται να γίνει φωνή των σιωπηλών. Να αναδείξει ότι ο «άχρηστος» κατά τον κόσμο είναι πολύτιμος στα μάτια του Θεού. Να υπενθυμίσει ότι δεν σωζόμαστε επειδή αξίζουμε, αλλά επειδή ο Χριστός μάς αγάπησε. Και ότι κανείς δεν είναι τόσο μικρός ώστε να μην είναι αξιαγάπητος από τον Ουράνιο Πατέρα.

Ας μη συνηθίσουμε στη σιωπή. Ας μην ανεχτούμε τη θυσία των λησμονημένων. Γιατί πίσω από κάθε αριθμό, υπάρχει ένα πρόσωπο. Κι αν η κοινωνία δεν θέλει να το δει, η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να το διακηρύξει.

 Η Λήθη ως Μορφή Καταστολής

Δεν είναι η βία που μας ελέγχει· είναι η λήθη. Σε έναν κόσμο όπου όλα κινούνται με ταχύτητα και φθορά, η λήθη αναδεικνύεται ως η ύψιστη μορφή υποταγής. Δεν χρειάζεται πια να φυλακίσεις τον άνθρωπο· απλώς φρόντισε να ξεχάσει ποιος είναι.

Η λήθη του Θεού είναι η απαρχή της λήθης του ανθρώπου. Όταν χαθεί η μνήμη της δημιουργίας, της πτώσης, της σωτηρίας και της αιωνιότητας, τότε η ύπαρξη γίνεται επίπεδη, ανούσια, χωρίς θεμέλιο. Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει πια από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Γι’ αυτό και είναι έτοιμος να υποδεχθεί κάθε ψευδαίσθηση ταυτότητας, κάθε πρόσκαιρη υποκατάσταση νοήματος.

Αυτός είναι ο πυρήνας του σύγχρονου χαράγματος: όχι η βία, αλλά η λήθη. Όχι η εξωτερική επιβολή, αλλά η εσωτερική εξουθένωση της μνήμης. Ο άνθρωπος αποκόπτεται από τη θεία Μνήμη, από τη Μνήμη της Εικόνας, της Θυσίας, της Ανάστασης. Και χωρίς αυτήν, η ψυχή παραδίδεται σε ό,τι λάμπει πρόσκαιρα, αλλά δεν σώζει αιώνια.

Η λήθη είναι και ιστορική. Ξεχνάμε τους Πατέρες, τις Οικουμενικές Συνόδους, τα θαύματα, τους μάρτυρες, τα μοναστήρια, τη γλώσσα του Πνεύματος. Δεν είναι αθώα αυτή η λήθη· είναι σχεδιασμένη. Όταν σβήσει η Παράδοση, θα φανεί πιο εύκολο να δεχτούμε το υποκατάστατο: μια Εκκλησία χωρίς Χριστό, μια πίστη χωρίς Σταυρό.

Η λήθη είναι και πολιτισμική. Οι νέες γενιές δεν διαβάζουν, δεν προσεύχονται, δεν ξέρουν τι είναι λειτουργία. Αντί για ψαλμούς, ακούν φωνές της αγοράς. Αντί για θυσία, προσφέρονται στην οθόνη. Αντί για προσευχή, υπάρχει ατέρμονη πληροφορία. Το φως του Ευαγγελίου σβήνει μέσα στη λάμψη της ψευδαίσθησης.

Και τέλος, η λήθη είναι και υπαρξιακή. Ο άνθρωπος δεν θυμάται την ψυχή του. Δεν ξέρει πια ότι είναι αθάνατος. Ζει λες και θα τελειώσει εδώ. Τρέχει πίσω από εφήμερα, πεινάει για θαύματα χωρίς μετάνοια, ελπίζει στην τεχνολογία και στην επιστήμη ως νέους σωτήρες. Και όλη αυτή η λήθη — η τελική — είναι το πιο φρικτό βάθος του χαράγματος: η απουσία κάθε αναφοράς στο αιώνιο.

Γι’ αυτό, η Εκκλησία δεν πρέπει να κάνει απλώς «ανάμνηση», αλλά «επαναφορά». Να φέρει στον κόσμο τη Μνήμη του Θεού. Να υπενθυμίσει με κάθε τρόπο: ο Χριστός είναι Ζωντανός. Η Ανάσταση είναι Αλήθεια. Η Ψυχή δεν είναι προϊόν, αλλά δωρεά. Και η Μνήμη είναι ιερή πράξη αντίστασης.

Η Μεγάλη Αντικατάσταση: Θεού, Ανθρώπου, Κόσμου

Η πιο επικίνδυνη πράξη δεν είναι η ανοιχτή επίθεση εναντίον του Θεού, αλλά η υποκατάστασή Του. Ο κόσμος δεν αρνείται ευθέως πλέον τον Θεό· τον αντικαθιστά. Η μηχανή γίνεται θεότητα, ο αλγόριθμος σοφία, η τεχνητή νοημοσύνη προφητεία. Και πίσω απ’ όλα αυτά, δεν κρύβεται πρόοδος, αλλά μια ριζική απώλεια: η απουσία του Προσώπου.

Η Μεγάλη Αντικατάσταση συντελείται σιωπηλά: αντί για Θεό, έχουμε τεχνολογία· αντί για πρόσωπο, έχουμε data· αντί για κόσμο γεμάτο θαυμασμό, έχουμε ένα σύστημα ελέγχου και παραγωγής. Ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο «καλόν λίαν» δεν αναγνωρίζεται πια. Ο κόσμος πρέπει να ξαναγραφτεί. Ο άνθρωπος πρέπει να επανασχεδιαστεί.

Η τεχνολογική θεολογία — γιατί περί θεολογίας πρόκειται — διδάσκει ότι ο άνθρωπος είναι αναβαθμίσιμος, αντικαταστάσιμος, επεξεργάσιμος. Δεν είναι εικόνα Θεού, αλλά πρόγραμμα με δυνατότητα «βελτίωσης». Και έτσι, σιγά σιγά, αφαιρείται από τον άνθρωπο κάθε ρίζα του μυστηρίου, κάθε υπαρξιακή θεμελίωση. Δεν είναι πλέον μοναδικός· είναι ένας κρίκος στη μηχανή, ένα σημείο στατιστικής.

Η αντικατάσταση του Θεού φέρνει την αντικατάσταση του ανθρώπου. Κι όταν αντικατασταθεί ο άνθρωπος, αντικαθίσταται και ο κόσμος. Ο κόσμος δεν είναι πια ναός, αλλά εργαστήριο. Δεν είναι θαύμα, αλλά project. Δεν είναι δωρεά, αλλά ιδιοκτησία. Και αυτό είναι το τέλος της εμπειρίας: δεν υπάρχει σχέση, δεν υπάρχει μυστήριο, δεν υπάρχει θαυμασμός. Υπάρχει μόνο έλεγχος.

Αυτό είναι το πνεύμα του χαράγματος: η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να φτιάξουμε κάτι καλύτερο από τον Θεό. Να δημιουργήσουμε ζωή χωρίς Αυτόν. Να οργανώσουμε κοινωνία χωρίς Χριστό. Αλλά σε κάθε τέτοια απόπειρα, η Ιστορία απαντά με δάκρυα και αίμα. Γιατί χωρίς Θεό, δεν υπάρχει άνθρωπος. Κι όταν σβήσει ο άνθρωπος, ο κόσμος θα είναι γεμάτος εικόνες, αλλά χωρίς Πρόσωπα. Και καμία μηχανή δεν θα μπορέσει να πει: «Σ’ αγαπώ» με αλήθεια.

Ο Νέος Γνωστικισμός

Η παλαιά αίρεση επιστρέφει, μα με νέα προσωπεία: γνώση χωρίς ενσάρκωση, ερμηνεία χωρίς σταυρό, θεολογία χωρίς πρόσωπο. Ο γνωστικισμός του 2ου αιώνα πίστευε πως η σωτηρία επιτυγχάνεται με «γνώση», αποκλειστικά προσβάσιμη στους «μυημένους». Σήμερα, μια ανάλογη πλάνη επιστρέφει μέσω μιας θεολογίας που αυτοαποκαλείται «μεταπατερική».

Σε αυτή τη νέα μορφή, η Αλήθεια δεν είναι πια Πρόσωπο — είναι κατασκευή. Δεν είναι Χριστός, αλλά αφήγημα. Το Ευαγγέλιο χάνει τη σταυρική του ρίζα και αποκτά κοσμικά φτιασίδια. Η Εκκλησία ερμηνεύεται όχι με βάση το Άγιο Πνεύμα και τους Πατέρες, αλλά με ψυχοκοινωνικά εργαλεία· η θεία Χάρις θεωρείται «συμβολική εμπειρία».

Ο Άγιος Ειρηναίος Λυώνος πολέμησε τη γνωστική αίρεση που υποκαθιστούσε την πίστη με εσωτερική, μυστηριακή γνώση. Σήμερα, συμβαίνει το ίδιο· αλλά η «μυστική γνώση» είναι τυλιγμένη με τον μανδύα της ορθότητας και της σύγχρονης αποδοχής. Όποιος μιλά για Πατερική Παράδοση κατηγορείται για φονταμενταλισμό· όποιος επικαλείται τη Σταυρική αλήθεια του Χριστού απομονώνεται ως «ανελαστικός».

Η νέα αίρεση δεν είναι κραυγαλέα· είναι μεταμφιεσμένη. Δεν απορρίπτει φανερά τον Χριστό — απλώς τον αδειάζει από το περιεχόμενο της θεότητάς Του. Δεν αρνείται την Εκκλησία — απλώς την ερμηνεύει ως ανθρώπινο σύστημα. Δεν απεμπολεί τους Πατέρες — απλώς τους θεωρεί «ιστορικούς τύπους» και όχι ζωντανή Παράδοση.

Και το χειρότερο: αυτή η «θεολογία» ντύνεται με ράσα, με καθηγητικές έδρες, με οικουμενικές συναντήσεις. Μιλά για αγάπη χωρίς αλήθεια, για ένωση χωρίς μετάνοια, για σωτηρία χωρίς Χριστό. Είναι μια πλάνη τόσο λεπτή, που μόνο με διάκριση μπορείς να τη διακρίνεις.

Η απάντηση δεν είναι η θεολογική ανασφάλεια, ούτε η ιδεολογική απόρριψη των πάντων. Η απάντηση είναι η επιστροφή στην Ενσάρκωση. Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Δεν είναι ιδέα. Δεν είναι αφήγηση. Είναι Σώμα και Αίμα, είναι Πρόσωπο και Αλήθεια. Όποιος δεν ξεκινά από αυτό το σημείο, είναι ήδη χαμένος μέσα σε χίλιες «ερμηνείες» που δεν οδηγούν στη Ζωή.

Το Σώμα χωρίς Μυστήριο

Το σώμα του ανθρώπου δεν είναι απλώς βιολογική μάζα· είναι το δοχείο της εικόνας του Θεού, ναός Πνεύματος Αγίου και φορέας της σωτηρίας. Η Εκκλησία πάντοτε έβλεπε στο σώμα όχι μόνο την ύλη, αλλά το πεδίο της θεώσεως. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι συμβολισμός, αλλά ένωση· η εξομολόγηση δεν είναι ψυχολογική κάθαρση, αλλά μυστήριο ιάσεως· το βάπτισμα δεν είναι τελετή, αλλά πραγματική αναγέννηση.

Η μεταπατερική και μοντέρνα θεολογία έχει ελαχιστοποιήσει το βάθος αυτών των εμπειριών. Στη θέση της σάρκωσης και της θεώσεως, προβάλλεται μια αφηρημένη ηθικολογία, ένας ψευδο-μυστικισμός χωρίς Χριστό. Όλο και συχνότερα ακούμε για «λειτουργίες» χωρίς σώμα — για εικονικές συμμετοχές, ψηφιακές θείες κοινωνίες, ακόμη και τεχνητά μυστηριακά περιβάλλοντα. Η Εκκλησία μετατοπίζεται από σώμα Χριστού σε «πλατφόρμα πνευματικότητας».

Αυτό δεν είναι απλώς καινοτομία· είναι θεολογική κατάρρευση. Όταν δεν κοινωνώ με τον Χριστό εν σώματι, δεν ζω· επιβιώνω εικονικά. Η πραγματική κοινωνία διαλύεται· η ενότητα γίνεται «ψηφιακή εμπειρία». Η Εκκλησία χωρίς μυστήριο είναι απλώς ιδεολογία· και το σώμα που δεν κοινωνεί, αποσυντίθεται.

Ο Μ. Βασίλειος έγραφε πως χωρίς το Πνεύμα, το νερό είναι απλός φυσικός πόρος· δεν αγιάζει, δεν καθαίρει, δεν σώζει. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα: χωρίς το Πνεύμα, χωρίς το Χριστό, χωρίς το σώμα, τα μυστήρια παύουν να είναι μυστήρια· γίνονται τεχνικές. Ο άνθρωπος χάνει τον δρόμο της εν Χριστώ ζωής και βαδίζει σ’ έναν τεχνολογικά κατασκευασμένο «παράδεισο» χωρίς Ανάσταση.

Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μιλούσε για εμπειρία της θείας Χάριτος στο σώμα. Ο Χριστός δεν μας σώζει αφηρημένα, αλλά μας μεταμορφώνει ολόκληρους. Η ζωή εντός της Εκκλησίας είναι Μυστήριο, όχι πρόγραμμα. Και το σώμα δεν είναι εχθρός· είναι πεδίο της δόξας του Θεού.

Το Χάραγμα της Εικόνας

Όχι μόνο στο χέρι ή στο μέτωπο· αλλά στην ψυχή που λαχταρά αποδοχή. Πώς το χάραγμα προηγείται του τεχνολογικού εργαλείου.

Το Χάραγμα δεν είναι ένα μελλοντικό τεχνολογικό γεγονός· είναι ήδη εδώ, ως πνευματική προδιάθεση. Ο άνθρωπος που επιθυμεί να ανήκει, να γίνει αποδεκτός, να επιβιώσει στο κοινωνικό πλήθος, είναι ήδη εκτεθειμένος στον πειρασμό να απαρνηθεί την ταυτότητα του Προσώπου. Η ανάγκη για ένταξη, για αναγνώριση, για «ψήφους» και «επιρροή», γίνεται η νέα Λειτουργία όπου ο άνθρωπος προσφέρει την ψυχή του σε αντάλλαγμα για ορατότητα.

Η Αγία Γραφή μας μιλά για το χάραγμα «ἐπὶ τῆς χειρὸς ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου» (Αποκ. 13,16). Όμως πριν γραφτεί στο σώμα, το χάραγμα εγγράφεται στην καρδιά. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος παύει να αναγνωρίζει την αξία του από τον Θεό και αρχίζει να την προσδιορίζει μέσα από τον «ψηφιακό καθρέφτη» της κοινής αποδοχής. Κι έτσι, το πρόσωπο γίνεται προφίλ. Η θέωση αντικαθίσταται από τον επηρεασμό. Η μαρτυρία αντικαθίσταται από το branding.

Αυτό το νέο χάραγμα δεν έχει ανάγκη από εξαναγκασμό· προκύπτει από επιθυμία. Δεν μας επιβάλλεται· το επιλέγουμε. Είναι η αποδοχή ενός κόσμου χωρίς Χριστό, ενός σώματος χωρίς Πνεύμα, μιας κοινωνίας χωρίς μυστήριο. Και ενώ πολλοί συζητούν αν το χάραγμα είναι chip, αριθμός ή σφραγίδα, δεν βλέπουν το ουσιώδες: είναι η εσωτερική μεταβολή του ανθρώπου σε είδωλο.

Το πρόσωπο που έπλασε ο Θεός γίνεται εικόνα που διαχειρίζονται άλλοι. Το θέλημα αντικαθίσταται από το like. Η λαχτάρα της σωτηρίας σβήνει μέσα στην ανάγκη της αποδοχής. Κι έτσι, το χάραγμα γίνεται στάση ζωής — όχι μόνο τεχνολογική και νομική διαδικασία.

Ο Χριστός μάς καλεί να αντισταθούμε όχι μόνο στο εξωτερικό εργαλείο, αλλά και στη βαθύτερη προδιάθεση της ψυχής να χαραχθεί. Το αληθινό «χάραγμα» που σώζει είναι το όνομα του Χριστού γραμμένο στην καρδιά. Και όποιος το κρατήσει ζωντανό, δεν θα πλανηθεί, όσο κι αν τον καλέσει ο κόσμος να ακολουθήσει την εικόνα του Θηρίου.

Η Παγκοσμιοποίηση της Λήθης

Πλανήτης χωρίς Παράδοση, χωρίς Ιερό, χωρίς Μνήμη. Ο κόσμος μετά το Ευαγγέλιο.

Η λήθη είναι το νέο όπλο της εξουσίας. Δεν χρειάζονται πια διώξεις, καύσεις βιβλίων ή εκτελέσεις. Αρκεί να ξεχαστείς. Να σε βγάλουν από τη μνήμη, να αποκοπείς από τις ρίζες σου, να ζήσεις χωρίς να θυμάσαι ποιος είσαι. Ο άνθρωπος σήμερα δεν γνωρίζει ούτε το πρόσωπό του, ούτε την ιστορία του, ούτε την καταγωγή του. Και αυτό δεν είναι ατύχημα — είναι σχέδιο.

Η παγκοσμιοποίηση της λήθης σημαίνει την κατάργηση του Ιερού. Κανένας τόπος δεν είναι πια ιερός, καμιά λέξη δεν κουβαλάει πνευματική μνήμη, καμιά ιστορία δεν διασώζει την παρουσία του Θεού. Οι γλώσσες γίνονται data, οι ψαλμοί ήχοι, τα σύμβολα μετατρέπονται σε memes. Όλα εξομοιώνονται, και το μόνο που περισσεύει είναι η απορία: γιατί νιώθω άδειος;

Στο παρελθόν, η Εκκλησία ήταν η κιβωτός της Μνήμης. Όλα λειτουργούσαν για να διασώσουν τη Μνήμη του Θεού: η Λειτουργία, οι εορτές, τα μαρτύρια, οι εικόνες, οι Άγιοι. Τώρα, μια νέα Εκκλησία προτείνεται: χωρίς Λειτουργία, χωρίς Ιστορία, χωρίς Παράδοση. Μια Εκκλησία για την οθόνη. Μια Εκκλησία της λήθης.

Η Μνήμη είναι καρπός της Χάριτος. Δεν θυμόμαστε τον Θεό επειδή τον έχουμε δει με τα μάτια· τον θυμόμαστε γιατί ζει μέσα μας. Αλλά όταν δεν ζει πια μέσα μας, δεν υπάρχει πια και η μνήμη Του. Τότε η λήθη γίνεται βασίλισσα. Και τότε, ο κόσμος μετατρέπεται σε ένα τεράστιο πείραμα όπου το ανθρώπινο πρόσωπο ξεχνιέται, η αγιότητα γελοιοποιείται, και το μόνο που μένει είναι η ανακύκλωση του κενού.

Η Εκκλησία δεν σώζει απλώς από την αμαρτία· σώζει από τη λήθη. Και το Ευαγγέλιο δεν είναι απλώς ένας δρόμος προς τον Ουρανό· είναι η Μνήμη του Παραδείσου που χάσαμε, αλλά που μπορούμε να ξαναβρούμε. Όμως, αν δεν διατηρήσουμε τη Μνήμη, δεν θα καταλάβουμε ποτέ ότι Τον χάσαμε, ούτε θα Τον αναζητήσουμε.

Η Ανάσταση του Προσώπου

Ο Χριστός ως η μόνη ελπίδα. Το Πρόσωπο που δεν αριθμείται, αλλά θυσιάζεται. Η πρόκληση της ιερότητας σε έναν κόσμο ανίερο.

Σε μια εποχή που όλα λογίζονται σε αριθμούς, σε ποσοστά, σε προβολές, η έννοια του προσώπου μοιάζει ξεπερασμένη. Όμως η ανάσταση του προσώπου είναι η καρδιά του Ευαγγελίου. Ο Χριστός δεν ήρθε να σώσει απλώς την ανθρωπότητα ως γενική έννοια· ήρθε να σώσει κάθε πρόσωπο. Το Σώμα Του, το Αίμα Του, η Σταύρωσή Του δεν είναι συλλογικά σύμβολα· είναι πράξεις μοναδικής αγάπης για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.

Σε αντίθεση με τη μαζική σκέψη της εποχής, που επιδιώκει να αφομοιώσει, να εξομοιώσει, να ελέγξει, το πρόσωπο στη Θεολογία είναι κλήση στην ετερότητα, στη σχέση, στην ελευθερία. Ο Χριστός, ως τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, δείχνει ότι το πρόσωπο δεν καταργείται — αγιάζεται.

Η Ανάσταση του Χριστού είναι η κατάργηση του τέλους και της ματαιότητας. Είναι η διακήρυξη ότι το φθαρτό ενδύεται αφθαρσία και το πεπερασμένο, αιωνιότητα. Όταν ο κόσμος υπόσχεται μόνο μια θέση στο δίκτυο, ο Χριστός υπόσχεται μια θέση στην αιωνιότητα. Όταν ο κόσμος χαράζει αριθμούς, Εκείνος γράφει ονόματα στο Βιβλίο της Ζωής.

Η κοινωνία που ακολουθεί το Χάραγμα επιζητεί ασφάλεια, όχι σχέση. Επιδιώκει ευκολία, όχι θυσία. Θέλει να κυριαρχεί, όχι να αγαπά. Όμως ο Χριστός, με τη θυσία Του, καλεί σε κάτι άλλο: στο να δοθούμε χωρίς ανταπόδοση, να αγαπήσουμε χωρίς συμφέρον, να ζήσουμε ως πρόσωπα και όχι ως λειτουργικές μονάδες σε μια τεχνολογική μηχανή.

Η ανάσταση του προσώπου αρχίζει όταν ξαναδούμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια του Θεού — όχι ως εικόνα επιτυχίας, αλλά ως εικόνα Χριστού. Και τότε, η ζωή δεν θα είναι πια φόβος· θα είναι κάλεσμα. Δεν θα είναι πια αγώνας για αποδοχή· θα είναι μαρτυρία. Και κάθε πρόσωπο που ζει με αυτή την επίγνωση, είναι ήδη αναστημένο εν Χριστώ, ακόμα κι αν ο κόσμος το έχει διαγράψει.

Η Τελευταία Κραυγή πριν τη Σιωπή

Η προσευχή ως πράξη αντίστασης. Η πίστη ως κήρυγμα. Η μαρτυρία ως ανάχωμα στον Χάρακα της Λήθης.

Όταν το σύστημα έχει καταπιεί τα πάντα, όταν η εικόνα κυβερνά και το πρόσωπο αφανίζεται, όταν το χάραγμα γίνεται τρόπος ζωής και η λήθη θεωρείται κανονικότητα, τότε δεν απομένει τίποτα άλλο στον άνθρωπο από την προσευχή — όχι ως τελετουργία, αλλά ως κραυγή.

Η προσευχή είναι η τελευταία κραυγή πριν τη σιωπή, η τελευταία φλόγα πριν το σκοτάδι. Δεν είναι απλώς λόγια· είναι ανάσα. Είναι η αντίσταση του πνεύματος στον μηδενισμό, η κίνηση της καρδιάς προς τον Ουρανό, όταν όλα στη Γη μοιάζουν εφιαλτικά.

Σ’ έναν κόσμο που σου λέει «σώπα, για να σωθείς», η προσευχή φωνάζει: «Μίλα, για να μην πεθάνεις εσωτερικά». Σ’ έναν κόσμο που μετρά την αξία με βάση τη χρησιμότητα, η πίστη ανακηρύσσει τον αδύναμο ως βασιλέα της Βασιλείας. Σ’ έναν κόσμο που σβήνει τα ίχνη των Αγίων και θεοποιεί τα data, η μαρτυρία γίνεται ανάχωμα στην εκτροπή.

Όποιος σήμερα προσεύχεται, γίνεται μάρτυρας. Όποιος λέει «Πιστεύω» με την καρδιά και όχι από συνήθεια, γράφει το δικό του Ευαγγέλιο με πράξεις. Όποιος υπερασπίζεται τον Χριστό ενώπιον ενός μεταχριστιανικού κόσμου, γίνεται φως που δεν νικιέται.

Η σιωπή που έρχεται δεν είναι απλώς εξωτερική — είναι η σιωπή της συνείδησης. Η προσευχή, λοιπόν, δεν είναι μόνο ο διάλογος με τον Θεό· είναι η προστασία της ψυχής από την αφωνία της αμαρτίας, της απελπισίας και της συμμόρφωσης.

Αυτή είναι η τελευταία κραυγή πριν τη σιωπή. Η φωνή του ανθρώπου που θυμάται, που πιστεύει, που αγαπά, που ακόμα και όταν όλα χάνονται, στέκεται ενώπιον του Εσταυρωμένου και ψιθυρίζει: «Ελέησόν με, Κύριε». Και αυτό το ψιθύρισμα είναι πιο δυνατό από κάθε κραυγή, πιο ζωντανό από κάθε σύνθημα, πιο ελπιδοφόρο από κάθε υποσχετικό συστήματος.

Η μάχη δεν είναι πια για θέσεις, αλλά για πρόσωπα. Δεν είναι για ιδεολογίες, αλλά για πίστη. Δεν είναι για προγράμματα, αλλά για μυστήριο. Και μόνο η προσευχή κρατά την καρδιά ανοιχτή στο Θαύμα. Γι’ αυτό, κράτα το στόμα σου ανοιχτό για να μην κλείσει η ψυχή σου. Και πες — με τα δάκρυά σου αν χρειαστεί:

«Εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ θὰ ζήσω, ἀκόμα καὶ ἐὰν πεθάνω.»

Επίλογος

Η εποχή μας είναι αποκαλυπτική — όχι μόνο επειδή αποκαλύπτει την τεχνολογική δύναμη του ανθρώπου, αλλά κυρίως επειδή αποκαλύπτει τη βαθύτερη πτώση του: την εσωτερική ερήμωση. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παγκόσμιο χάσμα· ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη, στην αλήθεια και την πλάνη, στην εικόνα και στο Πρόσωπο, στον Θεό και στο είδωλο. Κάθε κομμάτι αυτού του κειμένου γράφτηκε για να φωτίσει όχι μόνο τις συνέπειες, αλλά και τις ρίζες αυτού του χάσματος.

Το παρόν κείμενο δεν είναι ένα δοκίμιο κριτικής, αλλά μια μαρτυρία. Μια απόπειρα να κρατηθεί το βλέμμα στραμμένο προς τον Χριστό, ενώ ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από ψευδαισθήσεις. Δεν πολεμάμε πρόσωπα, αλλά ιδέες. Δεν καταδικάζουμε τους ανθρώπους, αλλά προειδοποιούμε για τα πνεύματα που τους σκοτίζουν. Δεν περιφρονούμε την πρόοδο, αλλά διακρίνουμε τι είναι πρόοδος και τι είναι πτώση με μεταμφίεση.

Η Εκκλησία πάντοτε ζούσε υπό πίεση, πάντοτε απειλούνταν εκ των έσω και εκ των έξω. Όμως η πλάνη που εισέρχεται από τη θύρα της θεολογίας, με τη μάσκα της αγάπης και τη γλώσσα της ανεκτικότητας, είναι ίσως η πιο ύπουλη. Σήμερα, η Εκκλησία καλείται όχι να επιβιώσει μέσα στον κόσμο, αλλά να αναστηθεί εντός του. Όχι να προσαρμοστεί, αλλά να μαρτυρήσει.

Δεν μας σώζουν τα μέσα, αλλά το Νόημα. Όχι τα συστήματα, αλλά το Σώμα του Χριστού. Όχι οι εικόνες, αλλά η εν Χριστώ Εικόνα. Όχι η πολυγλωσσία των προγραμμάτων, αλλά η μία Γλώσσα του Πνεύματος που αναγεννά τον άνθρωπο. Όχι η γνώση ως ελιτισμός, αλλά η αποκάλυψη ως ζωή.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, η μαρτυρία δεν θα είναι φωνή πλειοψηφίας, αλλά φλόγα λίγων που αρνούνται να σβήσουν. Θα υπάρχουν εκείνοι που θα προτιμήσουν την αλήθεια παρά τη συναίνεση. Εκείνοι που θα επιλέξουν το πρόσωπο και όχι το προφίλ. Εκείνοι που θα γονατίσουν και θα πουν: «Πιστεύω» — όχι ως φόρμουλα, αλλά ως παράδοση καρδιάς στον Σωτήρα.

Σ’ αυτούς απευθύνεται αυτό το κείμενο. 

Σε όσους ακόμα αρνούνται να ξεχάσουν. 

Σε όσους ακόμα πιστεύουν ότι το Ευαγγέλιο δεν αλλάζει. 

Σε όσους προτιμούν να μαρτυρήσουν παρά να διαπραγματευτούν. 

Σε όσους ξέρουν ότι ο Χριστός δεν θα έρθει για να επιβεβαιώσει τη νέα εποχή,

αλλά για να κρίνει τους ζώντες και τους νεκρούς. 

Και κυρίως, για να αγκαλιάσει εκείνους που κράτησαν το φως αναμμένο.

Γιατί δεν υπάρχει άλλη απάντηση σε έναν κόσμο που χάνεται. 

Υπάρχει μόνο Αυτός.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.