Αν δεν επιστρέψουμε στο παρελθόν και δεν μελετήσουμε τη συμπεριφορά των προγόνων μας της περιόδου 1821-1843, (αχαρακτήριστη και αυτοκαταστροφική το ελάχιστο που μπορεί να λεχθεί) είμαστε καταδικασμένοι να την επαναλάβουμε.
Όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων σε τούτη την ιστορική στιγμή δεν έχουμε λόγω του επιπόλαιου και του εγωϊστικού χαρακτήρα μας διδαχθεί τίποτα από την ιστορία μας ή μάλλον δεν την έχουμε στο ελάχιστο αφομοιώσει.
Γι’ αυτό και από την μεταπολίτευση και μετά με κορύφωση την τελευταία επταετία 2010-2017 περνάμε για μια ακόμη φορά τραγικές ώρες.(είναι πλέον εθνικό σπορ να περνάμε τραγικές επταετίες, θυμηθείτε το 1967-1974).
Στην παρούσα θα αναφερθούμε σε πραγματικά γεγονότα και σε ωμές αλήθειες που αφορούν την επανάσταση του 1821 ανήμερα μιας μεγάλης εορτής σαν τη σημερινή.
Βρισκόμαστε στο έτος 1834, σε μια δίκη στην οποία δικάζεται ο Γέρος του Μωριά μαζί με τον Δημήτρη Πλαπούτα, τον Τζαβέλα και τον Νικηταρά. γιατί έτσι το ήθελε η τριανδρία κι ένας Σκωτσέζος φανατικός εχθρός των Ρώσων και φυσικά του Κολοκοτρώνη που υποστήριζε την Ρωσία σαν ομόδοξο Έθνος. Επρόκειτο για τον Εδουάρδο Μάσον αγγλικανό θεολόγο, νομικό και φιλόσοφο, εμπαθή εκπρόσωπο των αγγλικών συμφερόντων. Φανατικός υπερασπιστής του δολοφόνου του Καποδίστρια Μαυρομιχάλη.[1]
Έχοντας εξαγοράσει, επιβάλλει και υποβάλλει στους τρεις δικαστές από τους πέντε, Πάικο, Λουκόπουλο και Σούτσο επιχείρησαν εντελώς πραξικοπηματικά με κατηγορίες που όπως είπε σε κάποια στιγμή της δίκης-κοροϊδία ο Τερτσέτης «με τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, ούτε δύο γάτοι δεν καταδικάζονται». Όμως ο Κολοκοτρώνης με τρις ψήφους κατά και δύο υπέρ, καταδικάσθηκε σε θάνατο με το Δημήτριο Πλαπούτα. Τα εγκλήματα που οι τέσσερεις διέπραξαν; Ληστεία, υποκίνηση σε εμφύλιο, αναφορά υπέρ του τσάρου και κατά του Βαυαρού βασιλέα.
Το βράδυ τις παραμονές της προειλημμένης απόφασης για καταδίκη το παρασκήνιο οργίασε. Υπουργοί, κυβερνητικοί, διπλωματικοί παράγοντες, συγκρούονταν με στόχο τη ζωή ή το θάνατο του Κολοκοτρώνη. Ο Άρμανσμπεργκ με τον Μαυροκορδάτο ήταν υπέρ της αθωότητας του Κολοκοτρώνη, ο Μάουρερ με τον Κωλέττη και μόνο για να διαφωνήσει ο τελευταίος με τον αντίπαλό του Μαυροκορδάτο υπέρ της καταδίκης του σε θάνατο.[2] Από έναν πολιτικό καπρίτσιο και ένα εμπαθές εγωιστικό τερτίπι κρινόταν η ζωή ενός από τους πατριάρχες της απελευθέρωσης του Έθνους.
Οι μεγάλες δυνάμεις και πάλι έπαιξαν τον καταστροφικό τους ρόλο εις βάρος των ηρώων και των πατριωτών. Ας θυμηθούμε κάποιο Ευαγόρα Παλληκαρίδη και κάποιο Καραολή. Αυτών που θυσίασαν τα πάντα για την Ελλάδα.
Ο Νικηταράς, άλλος ένας ήρωας που δεν έβλεπε με καλό μάτι τους Βαυαρούς. Έκανε κι αυτός το λάθος να πάει με τους ρωσόφιλους και μετά το κίνημα της Μεσσηνίας οι Βαυαροί που είχαν εξαπολύσει όλα τα καρφιά και τους δωσίλογους της εποχής, οι οποίοι αμείβονταν πριγκιπικά για να χώνουν τη μύτη τους παντού όπου οσμίζονταν αντιβαυαρική συνωμοσία ήταν αδίστακτοι και δεν δίσταζαν να τρομοκρατούν τον ντόπιο πληθυσμό με τη δαμόκλειο σπάθη της εκτέλεσης για προδοσία όποιον καταφέρεται και με τα λόγια ακόμη εναντίον του θρόνου.
Έτσι συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο Παλαμήδι δικάζεται, κρίνεται αθώος κι αφήνεται ελεύθερος αλλά έχει πέσει στη δυσμένεια του Μάουρερ κυρίως, καθώς μισεί θανάσιμα τον Κολοκοτρώνη και ο Νικηταράς συγγενεύει με τον Θοδωρή. Ήταν ανιψιός του από τη μητέρα του Σοφία, αδελφή της γυναίκας του πάλαι ποτέ αρχιστράτηγου του Μωριά. Γράφοντας στα παλιά τους παπούτσια την απόφαση του δικαστηρίου πείθουν τον Όθωνα ώστε με την υπογραφή του αποσπούν την άδεια να τον φυλακίσουν στην Αίγινα. Στη φυλακή εξευτελίζεται ο ήρωας από τους δεσμοφύλακες με εντολή και πάλι του ξένου παράγοντα. Ταυτόχρονα εκδηλώνεται η μια διαβητική κρίση πίσω από την άλλη. Τυφλώνεται και μην μπορώντας ούτε να σταθεί όρθιος προσάγεται σε δίκη στις 18 Σεπτέμβρη του 1841. Αμνηστεύεται και αποφυλακίζεται ξανά αλλά τυφλός, καταταλαιπωρημένος και πάμπτωχος καταλήγει στο τέλος της ζωής του να ζητιανεύει έχοντας «μια άδεια επαιτείας» απέξω από το Ναό της Ευαγγελιστρίας στον Πειραιά.[3]
Στα παραλειπόμενα της ιστορίας καταγράφεται η ψύχωση που παρουσίασε η κόρη του από το στρες και τη λύπη της σαν αντίκρισε τον πατέρα της τυφλό, ανήμπορο κι εξουθενωμένο μετά τη φυλάκισή του στην Αίγινα.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος πέθανε ήσυχα στα 68 του σε μια φτωχοκαλύβα στο λιμάνι του Πειραιά την οποία σήμερα κάποιοι εθελοντές προσπαθούν με μικρές προσωπικές χορηγίες να την διατηρήσουν και να εμποδίσουν την κατάρρευσή της ενώ συναντούν την πλήρη αδιαφορία του σύγχρονου χρεωκοπημένου (όπως ανέκαθεν συνέβαινε) κράτους…
[1]Κωνσταντίνος Κωνσταντάρας: «Το Άδοξο τέλος των Αγωνιστών του 21»κΕδόσεις Ήλεκτρον, Αθήνα 2017, σελ.50.
[2]Του ιδίου, ό.π.π., σελ. 67.
[3]Του ιδίου, ό.π.π., σελ. 26.
1 σχόλιο
Ο Γεώργιος Τερτσέτης (1800 – 1874) ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του 1821, ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος και νομικός. Είχε διοριστεί αρχειοφύλακας στη βιβλιοθήκη της Βουλής στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Η οικογένειά του είχε σημαντικό όνομα στον τόπο του, όμως δεν ήταν από τις ντόπιες αρχοντικές οικογένειες της Ζακύνθου και τον λογάριαζαν για ποπολάρο.
Στα παιδικά του χρόνια πήγε στο ίδιο σχολείο με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Θ. Κολοκοτρώνη, τον Πάνο και τον Γενναίο. Το 1816 έφυγε για την Ιταλία, όπου σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα νομικά καθώς και λατινική – ιταλική φιλολογία. Επέστρεψε στο νησί του το 1820, μετά το πέρας των σπουδών του.
Με την έκρηξη της επανάστασης ο Τερτσέτης βρέθηκε στο Μοριά με πολλούς άλλους συμπατριώτες του. Ασθενικής όμως κράσης, δεν άντεξε τις κακουχίες και αρρώστησε. Μεταφέρθηκε στο μικρό νησί Κάλαμος και στη συνέχεια πίσω στη Ζάκυνθο. Στη Ζάκυνθο δέθηκε με αδελφική φιλία με τον Δ. Σολωμό. Σ’ αυτόν χρωστάμε τον περίφημο «Διάλογο» για τη γλώσσα του εθνικού μας ποιητή, όπως το μόνο αντίγραφο που σώθηκε βρέθηκε στα χέρια του. Παρ’ όλο που δεινοπάθησε την πρώτη φορά που κατέβηκε να αγωνιστεί, τον ξαναβρίσκουμε στη πρώτη γραμμή, όταν ο Ι. Καποδίστριας ελευθέρωνε τη Ρούμελη.
Το 1832-1833 διετέλεσε καθηγητής της γενικής και της ελληνικής ιστορίας στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου. Με την έλευση της Αντιβασιλείας σχετίστηκε τόσο με τον Μαιζών όσο και με τον πρόεδρό της, Άρμανσπεργκ, καθώς μάθαινε ελληνικά στις κόρες του. Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία μέλος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.ά. Ο Τερτσέτης τότε μαζί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη, γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο δια αποκεφαλισμού για εσχάτη προδοσία. Η κίνησή τους αυτή προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή τους από την Αντιβασιλεία.
Το 1864 εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στη Βουλή. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1874 στην Αθήνα.
Βικιπαίδεια.
(σ. γρ. ) Για να τον τιμήσουν, η προτομή του βρίσκεται έξω από το δικαστήριο της Ζακύνθου και η οδός μπροστά από το δικαστήριο πήρε το όνομά του.