Για κει μας προορίζουν όσο επιμένουμε στη δική μας γνώμη κι άποψη και αρνιούμαστε να ζητήσουμε συγνώμη ο ένας από τον άλλο για τα λάθη μας, τις ανοησίες μας και τις μικρότητές μας.
Το αληθινό γεγονός που αφηγείται η φίλη μας Ευανθία Παναγοπούλου τα λέει όλα. Διαβάστε τη:

Αν έχουμε τέτοιους φίλους…
Ξαφνικά, ο αριστερός που είχε βοηθήσει παλιότερα ο πατέρας, ξαναγύρισε. Τον άρπαξε τον πατέρα απ’ το σακάκι κι άρχισε να ουρλιάζει μπροστά στους «συντρόφους» :
– Ρε χαμένε! Ρε ζαγάρι! Θα σε σκοτώσω ρε! Θα σε κιόσω! Θα σε κάνω να ξεράσεις το γάλα της μάνας σου! Τον αρχίζει στις «γρήγορες» . Εκείνος τα ΄χασε!
– Γιάννη! Ησύχασε μανούλα μου! Τι σου ΄κανα; Γιατί με χτυπάς; Καρντάση μου, γείτονα! Ο Θεός κι ο γείτονας…γιατί με χτυπάς;
-Σκάσε ρεμάλι που ζητάς και το λόγο! ούρλιαξε με όλη τη δύναμη του λαιμού του ο Γιάννης. Σήκωσε το χέρι κι έδωσε ένα γρόθο στη μύτη του πατέρα, του τράβαγε τα μαλλιά, τον έφτυνε, τον κλότσαγε με μανία απανωτά στο καλάμι, ενώ συνάμα τον έσουρνε στην έξοδο απ’ το μπεζεστένι όπου βρίσκονταν οι λοιποί μαντρωμένοι με προορισμό την Πηγάδα. Αποτραβήχτηκε απ’ τους συντρόφους του κόμματος και σε στιγμή που δεν τον ακούγαν οι άλλοι, σφύριξε με αγωνία ανάμεσα σε χαστούκια και σπρωξιές:
– Φεύγα Μίμη- τρέχα! Τρέχα αστραπή, κρύψου να γλυτώσεις!
Ξαναμούγκρισε άγρια ο Γιάννης σαν θηρίο μπροστά στα μάτια των άλλων, ότι τάχα θέλει το Μίμη να τον σκοτώσει, να μη σώσει το παλιοτόμαρο, ο «φασίστας»- να μείνει στον τόπο!
Ο πατέρας δεν περίμενε ν’ ακούσει δεύτερο λόγο. Φτερά βγάλαν τα πόδια του. Έτρεξε με την ψυχή στα δόντια. Να γλυτώσει! Κρύφτηκε μέρες… καρδιοχτυπώντας σαν τον λαγό, μέχρι που το χωριό, ησύχασε απ’ τη σφαγή τη μεγάλη.
Αργότερα, όσο έζησε ο Μίμης στο Μελιγαλά, και έζησε χρόνια πολλά, μετά κάθε λιομάζεμα, κουβάλαγε ντενεκέδες λάδι στο γείτονα, το Γιάννη τον « κομμουνιστή» που του ‘σωσε τη ζωή, δέρνοντάς τον, βρίζοντας και προσποιούμενος πως ήθελε να τον σκοτώσει!
( αναφέρθηκα σε αληθινό σκηνικό)
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΑΝΘΙΑ
Πρόσφατα Σχόλια